Πανηγυρίζουμε για τα αυτονόητα. Πριν ο κ. Μητσοτάκης ενημερώσει τον Γερμανό καγκελάριο για τις τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, τόσο η γερμανική όσο και η αμερικανική θέση ήταν «βρείτε τα». Να βρούμε τι με την Τουρκία όταν μαχητικά της υπερίπτανται, ακόμη, και πάνω από ηπειρωτική εδαφική επικράτεια;
- Τι θα μας έλεγαν οι ΗΠΑ αν ζητούσαν την ενεργοποίηση του άρθρου 5 της Συμμαχίας επειδή ρωσικά μαχητικά έκαναν υπερπτήσεις αν όχι πάνω από το Ρόουντ Άιλαντ, τουλάχιστον, πάνω από την Αλάσκα και τους λέγαμε, βρείτε τα με τη Ρωσία;
- Τι θα έλεγαν οι Γερμανοί αν τους αμφισβητούσαν την κατοχή των Ανατολικών περιοχών της χώρας τους και τους απαντούσαμε βρείτε τα με τους αμφισβητίες;
- Και, ακόμη, τι θα μας πουν οι Σουηδοί και οι Φινλανδοί αν σε σχετικό αίτημά τους τούς λέγαμε, βρείτε τα με τους Ρώσους;
Τίποτε από όλα αυτά δεν θα συμβεί διότι, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός, η Ελλάδα είναι δεδομένη.
Το ερώτημα, βεβαίως, είναι από πού αντλεί την εξουσία ο πρωθυπουργός για να καταστήσει τη χώρα δεδομένη; Μπορεί να θεωρήσει δεδομένο τον εαυτό του και την οικογένειά του. Άντε και τους οπαδούς του. Η Ελλάδα, όμως, ανήκει στους Έλληνες. Και σε όσους αισθάνονται Έλληνες.
Εν πάση περιπτώσει, η ενημέρωση που παρείχε ο κ. Μητσοτάκης στον Γερμανό ομόλογό του και η διευκόλυνση, προφανώς, της Γερμανίας να αποφύγει την απευθείας παραχώρηση γερμανικού εξοπλισμού στην Ουκρανία απέδωσαν καρπούς. Οι δηλώσεις άλλαξαν και στο Βερολίνο και στην Ουάσιγκτον. Ακόμη και η Κομισιόν ευαρεστήθηκε να πάρει θέση. Τη σημασία αυτής της αλλαγής θα την δούμε αν η κρίση κλιμακωθεί.
Ωστόσο, δυτικοί ηγέτες, καταδίκασαν την τουρκική προκλητικότητα και αναγνώρισαν πως η κυριαρχία των νησιών ανήκει στην Ελλάδα!
Τεράστια επιτυχία, αποφάνθηκε το διαδίκτυο. Ποια επιτυχία; Το προφανές; Είναι δυνατόν, το λιγότερο 70 χρόνια μετά την ένταξη στον ελληνικό εθνικό κορμό των νησιών που αμφισβητεί η Τουρκία, να χαιρόμαστε και να θεωρούμε άθλο της εξωτερικής πολιτικής τις δηλώσεις αναγνώρισης της κυριαρχίας τους από την Ελλάδα; Και όμως. Το προφανές, γίνεται επιτυχία.
Καλά κάνει ο πρωθυπουργός και ενημερώνει τους ξένες ηγέτες για τον τουρκικό αναθεωρητισμό, τις τουρκικές απειλές και την τουρκικές προκλήσεις. Και καλοδεχούμενες οι δηλώσεις υποστήριξής τους. Αλλά να φθάνουμε στο σημείο να ζητάμε το προφανές σημαίνει πως κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο αθηναϊκό βασίλειο.
Η Ελλάδα σε επίπεδο Ενόπλων Δυνάμεων μπορεί να υποστηρίξει την κυριαρχία της.
Αλλά οι κυβερνήσεις της διακατέχονται από ένα φοβικό σύνδρομο και μια λογική δεδομένου. Δεν θα κάνουν τίποτε αν δεν τους το εγκρίνουν κέντρα στα οποία η πολιτική τάξη της Ελλάδας δήλωσε υποταγή. Ο μόνος ο οποίος απέκλινε από αυτήν την γραμμή ήταν, μεταπολεμικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτήν την στιγμή είναι το πιο μισητό πρόσωπο στην Ελλάδα.
Μπορεί οι δηλώσεις υποστήριξης που επεδίωξε η Αθήνα (Ουάσινγκτον, Παρίσι, Βερολίνο, Βρυξέλλες) να αναγνωρίζουν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά αλλά επί της ουσίας που θέτει η Τουρκία, την αποστρατιωτικοποίησή τους, δεν έχουμε σαφή εικόνα των δυτικών θέσεων.
Στη διαδικτυακή τηλεόραση «Ανιχνεύσεις web tv» ο πρέσβης ε.τ. Γεώργιος Αϋφαντής, δήλωσε ότι στην διπλωματική του πορεία συνάντησε πολλές φορές εκπροσώπους χωρών, ακόμη και συμμαχικών, που η θέση τους στο θέμα των νησιών συγκλίνουν με της Τουρκίας!
Τα νησιά απειλούνται. Και η απειλή είναι σαφής. Δεν μπορεί να μείνουν απροστάτευτα. Η Τουρκία θεωρεί το καθεστώς των νησιών, στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης, ενιαίο. Ενώ δεν είναι.
Η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος και η Ικαρία έχουν καθεστώς μερικής αποστρατιωτικοποίησης. Η Λήμνος και η Σαμοθράκη είχαν συνδεθεί με τα Στενά και το καθεστώς τους άλλαξε με την αλλαγή της Συνθήκης του Μοντρέ. Στα Δωδεκάνησα η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος. Άρα, για ποια νησιά, πώς και γιατί θέτει ζήτημα η Τουρκία; Και, μάλιστα με απειλητικό τρόπο;
Ο Αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης ο οποίος υπηρέτησε αρκετά χρόνια στην Τουρκία και γνωρίζει καλά τη γειτονική χώρα, θεωρεί πως η Τουρκία τονίζει, τώρα, το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, επειδή ο Ερντογάν θέλει να παρουσιάσει στο εσωτερικό ακροατήριό του ως επιτυχία αυτά που υποσχέθηκε ότι θα ανακτήσει η χώρα του στα 100 χρόνια από την ίδρυσή της ως εθνικού κράτους. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα η Τουρκία θέλει να έχει τον έλεγχο του μισού Αιγαίου (ανατολικά του 25ου μεσημβρινού) και κυρίαρχη παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Με τις κρίσεις που δημιουργεί κατά καιρούς η Τουρκία επιδιώκει να προκαλέσει καταστάσεις που θα αναγκάσουν την Ελλάδα να παρακαθίσει σε διάλογο, υπό αιχμαλωσίαν ή απειλήν, ώστε να πετύχει τον στόχο της χωρίς να ρίξει τουφεκιά. Διότι η τουφεκιά, προϋποθέτει διεθνή νομιμοποίηση. Και αυτήν δεν την έχει, όπως φαίνεται από τις προαναφερθείσες δηλώσεις.
Ο στρατηγός στην εκπομπή «Πρίσμα» της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης TV-100 είπε πως σε εξομοίωση επιθετικής ενέργειας της Τουρκίας εναντίον ελληνικών νησιών, οι τούρκοι στρατηγοί ανέβασαν στο βήμα νομικό σύμβουλο και του ζήτησαν να αιτιολογήσει, από άποψη δικαίου, την ενέργειά τους. Αυτό δείχνει πως οι Τούρκοι παίρνουν υπόψη το διεθνές δίκαιο στις κινήσεις τους και, παρόλο, που το πεδίο του διεθνούς δικαίου είναι ευνοϊκό πεδίο για την Ελλάδα, έχουν καταφέρει να κερδίσουν πόντους. Αυτό αποκαλύπτει η ανάγκη ενημέρωσης σε επίπεδο, μάλιστα, πρωθυπουργού για να υπάρξουν συμμαχικές δηλώσεις υποστήριξης.
Η Ελλάδα, καλώς, αποφεύγει τις στρατιωτικές αντιπαραθέσεις χαμηλής έντασης με την Τουρκία διότι κατά την εξέλιξή τους, πάντα, κάποιος παρεισφρέει και ζητά μια λύση μέσου όρου.
Αλλά πρέπει να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ αποφυγής της χαμηλής αντιπαράθεσης και της διατήρησης των δικαιωμάτων της.
Η προάσπιση των δικαίων –και της ανεξαρτησίας της χώρας– προϋποθέτει ισχυρές, καλά εξοπλισμένες, επαγγελματικές ένοπλες δυνάμεις. Με νεαρούς που αναπολούν τη μαμά και τον καφέ στην παραλία, ένοπλες δυνάμεις δεν δομούνται. Κάτι άλλο πρέπει να αλλάξει.
Το ερώτημα των περισσοτέρων είναι «ποια πατρίδα»; Και σ’ αυτό βοήθησαν τα μέγιστα οι διάφορες δυνάμεις των αποδομιστών που εγκαταβιούν σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Μηδέ της δεξιάς εξαιρουμένης που, παραδοσιακά, μας έχει ταλανίσει με τις πατριωτικές της ευαισθησίες. Στην ουσία τις ταύτιζε με τις «συμμαχικές» αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
Ο ρομαντικός πατριωτισμός εξέλιπε. Μερικοί ίσως πουν καλύτερα. Αποφεύγουμε τους πολέμους. Τους αποφεύγουμε; Πώς τους αποφεύγουμε όταν ο γειτονικός λαός, οι Τούρκοι, συντάσσονται με τόσο πάθος και τέτοια αποφασιστικότητα στο πλευρό της αναθεωρητικής ηγεσίας τους; Τι κάνει έναν λαό 80 εκατομμυρίων που δεν είναι όλος ανατολίτικης νοοτροπίας να επιθυμεί πόλεμο για επέκταση και κατάληψη εδαφών γειτονικών χωρών;
Και πως αντιμετωπίζεται μια τόσο επιθετική χώρα; Δεν αντιμετωπίζεται με τον εφεδρικό στρατό όπως είναι σήμερα ο ελληνικός. Και τα σύγχρονα οπλικά συστήματα δεν μπορεί να γίνουν εύχρηστα στο διάστημα μιας ολιγόμηνης θητείας. Κάτι άλλο πρέπει να σκεφθεί η πολιτεία.
Τέλος, ένα άλλο ζήτημα που θα ήθελα να θίξω είναι: ωραία, αγοράζουμε νέα οπλικά συστήματα. Και μαθαίνουν να τα χρησιμοποιούν καλά οι χρήστες τους. Τι γίνεται στις περιπτώσεις που τα συστήματα αυτά έχουν λογισμικό το οποίο μπορεί να ελέγχεται από την κατασκευάστρια εταιρεία; Με απλά λόγια: μπορεί η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει τα οπλικά συστήματα που θα αγοράσει για να προασπίσει την κυριαρχία της; Με την Τουρκία, στα βασικά, είναι διαφορετικά. Έχει δική της αμυντική βιομηχανία και κάποια οπλικά συστήματα, όπως τα drones, τα παράγει η ίδια. Στην Ελλάδα, το φοιτητικό κίνημα έγραψε έξω από το γραφείο καθηγητή που πειραματίζεται με drones πως είναι δολοφόνος. Και ας περιορίζονται οι πειραματισμοί σε drones που θα επιτηρούν φωτιές.
Η ανεξαρτησία και η ελευθερία ενός λαού προϋποθέτουν χαρακτηριστικά που η Ελλάδα δεν τα διαθέτει. Γι’ αυτό κατάντησε δεδομένη. Αλλά ο δεδομένος είναι δούλος.
Μπορεί να μην θέλετε να το πιστέψετε αλλά έτσι είναι.