«Μετά από χρόνια θα ’θελα ο κόσμος να λέει: “Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας τραγουδιστής που τραγούδησε τον πόνο του με ειλικρίνεια, γιατί ήταν ένας πιο πονεμένος από αυτούς. Που τους σεβάστηκε και δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη τους, γιατί ένιωθε ότι είναι απ’ αυτούς. Που από τότε που γνώρισε τον εαυτό του ως το τέλος, σε ό,τι πίστευε, δεν νέρωσε ποτέ το κρασί του”. Έτσι θα ’θελα να με θυμούνται».
Δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πιο ταιριαστές για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη από τις παραπάνω μεστές φράσεις, στις οποίες συμπυκνώνεται όλη η σκέψη και το έργο του τραγουδιστή που ενσωμάτωσε τον πόνο της προσφυγιάς στο λαϊκό τραγούδι και κατάφερε να μιλήσει για το δράμα του ξεριζωμού, όπως μονάχα ένας πραγματικός ποιητής του λαού θα μπορούσε.
Παιδί πρόσφυγα και ο ίδιος άλλωστε, με πατέρα από τα πανέμορφα Κοτύωρα και μάνα από την Αλάνια της Μικράς Ασίας, το ομορφόπαιδο με την ανατολίτικη μελαχρινάδα, το θλιμμένο βλέμμα και τη ξάστερη φωνή, ο «Στελάρας», ήταν εκείνος που με το λυγμό του έδωσε φωνή στον καημό όλων των ξεριζωμένων Ελλήνων και έγινε ο γνησιότερος εκφραστής της αδικημένης προσφυγιάς.
Φέτος, με αφορμή την συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένο το λεύκωμα Τ’ αχνάρια ενός μύθου, στο οποίο παρουσιάζεται όλη τη ζωή και το μουσικό του έργο.
Στην μοναδική αυτή έκδοση, όπου εκτός από το λεύκωμα, περιλαμβάνεται μία κασετίνα με 4 CD καθώς και ένα βιβλίο με όλα τα τραγούδια του, την εξιστόρηση και τεκμηρίωση έχει κάνει η χήρα του Βάσω Καζαντζίδη ενώ τη συγγραφή ο Πάνος Α. Υφαντής. Τη χρηματοδότηση του εγχειρήματος ανέλαβε ο Managing Director της Aegean Δημήτρης Μελισσανίδης.
«Στα πίσω χρόνια τα παλιά σε κάθε σπίτι πρόσφυγα υπήρχε ένα εικονοστάσι, και δίπλα πολλές φορές μία φωτογραφία του Καζαντζίδη» γράφει στο εισαγωγικό σημείωμά του o Δημήτρης Μελισσανίδης, και συνεχίζει: «Εκεί στις παράγκες της Κοκκινιάς άκουσα κι εγώ μικρό παιδί τον Στέλιο, με τη φωνή του μεγάλωσα, με τα τραγούδια του φτιάξαμε χαρακτήρα όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ήταν ο άνθρωπος που έδωσε αυτοπεποίθηση σε όλους μας, τους Πόντιους, στους Μικρασιάτες, στον απλό λαό, σε όλη την Ελλάδα».
Γιατί ο Στελάρας ήταν και συνεχίζει να είναι, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και ο Δημήτρης Μελισσανίδης, «ο παρηγορητής των πατεράδων μας, ο δικός μας παρηγορητής κι ας έμενε ο ίδιος πάντα απαρηγόρητος, με μια φωνή σταυροδρόμι όπου λύεται και ξεσπά το δράμα των Ελλήνων εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια».
Τον ανθρώπινο πόνο που τραγούδησε άλλωστε τον γνώρισε από μικρός. Η πείνα, η φτώχεια και οι κακουχίες του πολέμου ήταν για την οικογένεια Καζαντζίδη –όπως για τόσες οικογένειες Ελλήνων– η καθημερινότητα, με την εργατοφαμελιά του Χαράλαμπου Καζαντζίδη να περνά την Κατοχή στα ποντιακά χωριά της Μακεδονίας «κοντά στη ράτσα της», εκεί όπου «ένιωσε τι θα πει συγγενής και φίλος».
Το 1945 η οικογένεια κατέβηκε και πάλι στην Αθήνα, για να εγκατασταθεί στην περήφανη γειτονιά της Νέας Ιωνίας. Η κλονισμένη από τις κακουχίες υγεία του πατέρα του και ο θάνατός του μόλις στα 44 του χρόνια, ανάγκασαν τον 15χρονο Στέλιο να πάρει στους εφηβικούς του ώμους όλη την οικογένεια και να ξεκινήσει δουλειά σε μια φάμπρικα που αγόραζε παλιό στρατιωτικό ρουχισμό.
Του άρεσε να τραγουδά, να διασκεδάζει τους συναδέλφους του στο σχόλασμα, και όταν ο Μάνθος Βενέτης τον άκουσε τυχαία στην αυλή του να σκαρώνει τραγουδάκια στην κιθάρα την ώρα που η μητέρα του η κυρα-Γεσθημανή τηγάνιζε γαύρο, του πρότεινε να στήσουν μαζί μια μικρή κομπανία.
Ο «Στελλάκης», όπως τον αποκαλούν, θα ξεκινήσει από το «Στέκι του Τηλέμαχου» για να περάσει από κάμποσα ακόμη στέκια προτού βρεθεί στο μαγαζί του ξακουστού «Μπόκαρη» στη Κηφισιά και κάνει το 1952 την πρώτη του φωνογράφιση.
«Αν δεν βρισκόταν ο κ. Καλδάρας στον δρόμο μου, ίσως να μην ξεκολλούσα ποτέ από την υφαντουργία» είχε παραδεχθεί σεμνά ο ίδιος, μνημονεύοντας τον σπουδαίο Απόστολο Καλδάρα που πρώτος ξεχώρισε το ταλέντο του.
Η στρατιωτική του θητεία ξεκίνησε έναν χρόνο αργότερα αλλά αποδείχθηκε μαρτυρική για τον προικισμένο τραγουδιστή. Οι τρεισήμισι μήνες παραμονής στην Μακρόνησο, οι αρρώστιες αλλά και οι ταλαιπωρίες σημάδεψαν την ψυχή του και του έδειξαν για ακόμη μία φορά το σκληρό πρόσωπο της ζωής.
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, έχοντας τελειώσει το στρατό και με την Καίτη Γκρέυ να τον συντροφεύει, ο Στέλιος δοκίμασε με επιτυχία την τύχη του στα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής.
Μετά το χωρισμό του από εκείνη ανηφόρισε στη βόρεια Ελλάδα, εκεί όπου σε ένα νυχτερινό κέντρο της Θεσσαλονίκης γνώρισε την 17χρονη τότε Κική Παπαδοπούλου. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι και μετά από λίγο καιρό ο Στέλιος της πρότεινε να συνεργαστούν, αρχικώς στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα όπου το νέο καλλιτεχνικό ζευγάρι λάμπει και γεμίζει κάθε αίθουσα που τους φιλοξενεί. Η Μαρινέλλα, όπως έγινε γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό της, ήταν για τον Καζαντζίδη «μια αξιόλογη καλλιτέχνιδα» και «μια κούκλα στο πάλκο».
Στο μεταξύ η δημοτικότητά του είχε φτάσει στα ύψη και η φωνή του έχει άρχιζε πλέον να ταυτίζεται με την ψυχή και τον καημό της φτωχολογιάς. Ο Καζαντζίδης τραγουδά για τον πόνο και τα προβλήματα της εποχής, τα οποία δεν τον αφήνουν ανεπηρέαστο. Ο Καζαντζίδης δεν συγχωρεί την αδικία και βλέπει πως οι καλλιτέχνες πληρώνονται με ψίχουλα από τις δισκογραφικές – είναι ο πρώτος που αξιώνει λογικά ποσοστά επί των πωλήσεων και απαιτεί διαφάνεια στη διακίνηση των δίσκων του.
Πάλευε μόνος ορθώνοντας το ανάστημά του και τελικά τα καταφέρνει μετά από πολύ κόπο. «Όλοι οι τραγουδιστές οφείλουν να κάνουν ένα εικόνισμα στον Στέλιο. Αυτός έδωσε γερά μεροκάματα στους μουσικούς. Αυτός επέβαλε να εισπράττουν όλα τα νόμιμα και τα πρέποντα» είχε πει ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν αδιαμφισβήτητα ο εκφραστής του πόνου όλων των Ελλήνων, ενώ στον δικό του ορισμό για τον λαϊκό τραγουδιστή μιλά για εκείνον «που εκφράζει τα προβλήματα και τα παράπονα των απλών ανθρώπων, που βιώνει από κοντά τις αγωνίες τους».
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τον αποθέωναν, όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις που είχε δηλώσει ότι τέτοια φωνή σαν του «Στέλιου ίσως βγει σε 500 χρόνια». Πώς λοιπόν μια τέτοια φωνή θα μπορούσε να μείνει εντός των ελληνικών συνόρων;
Έχοντας πάντα στο πλευρό του τη Μαρινέλλα, πήγαν όπου είχε ριζώσει ο ελληνισμός της διασποράς και τραγουδούν για τον πόνο του ξεριζωμένου. Φρανκφούρτη, Νέα Υόρκη, Σικάγο, Κλίβελαντ, Ντιτρόιτ αλλά και τόσα ακόμη μέρη γίνονται οι στάσεις μιας μεγάλης περιοδείας, η οποία ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο: με το γάμο του ζευγαριού στην Αθήνα την 1η Μαΐου του 1964.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Καζαντζίδης ήταν ήδη μύθος με τη φωνή του να αντηχεί τα βάσανα όλων των Ελλήνων. «Λαός και Καζαντζίδης είναι ένα» είχε πει ο Κώστας Βίρβος, και είχε απόλυτο δίκιο. Κανείς άλλος μέχρι και σήμερα δεν έχει καταφέρει να γίνει ένα με τη μοίρα της Ελλάδας.
Παρά τη δόξα και τα χρήματα όμως, εκείνος δεν είναι ευτυχισμένος. Η φήμη τον έπνιγε. «Οι αντιξοότητες που συνάντησα στα νυχτερινά μαγαζιά και στη δισκογραφία ήταν πολλές και απάνθρωπες. Αν έμεινα όρθιος, είναι γιατί με λάτρεψε ο κόσμος, ειδάλλως θα με είχαν τελειώσει από χρόνια», υποστήριξε. Όταν αποφάσισε να φύγει από τη νύχτα μπουχτισμένος, η Μαρινέλλα δεν τον ακολούθησε. Ο χωρισμός τους ήταν αναπόφευκτος και οριστικός.
Ο Στέλιος αφοσιώθηκε στη δουλειά, αποφάσισε να ιδρύσει τη δική του δισκογραφική το 1966, όμως το εγχείρημα δεν προχώρησε, γιατί για ακόμη μία φορά τα κυκλώματα, όπως έλεγε, τον πολεμούσαν. «Οι αχυράνθρωποι της λογοκρισίας μου έκοβαν κάθε τραγούδι που είχε να πει κάτι. Δεν πέρναγε κανένα» δήλωνε τότε.
Όταν το 1968 άπλωσε το χέρι συνεργασίας στον Χρήστο Νικολόπουλο ήταν κουρασμένος και απογοητευμένος από την συμπεριφορά των κοντινών του προσώπων. Παρά τα οικονομικά του στριμώγματα, αρνήθηκε πεισματικά να επιστρέψει στη νύχτα. Αισθανόταν μόνος και πικραμένος, ένα «Αγριολούλουδο» που αντέχει όμως και αυτός, όπως και το θρυλικό πλέον κομμάτι που έχει ερμηνεύσει.
Τότε είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαμάχη με τη δισκογραφική εταιρεία «Minos», μια διαμάχη που κράτησε χρόνια, με τις δικαστικές αποφάσεις να τον φέρνουν σε τραγικό αδιέξοδο. Μετά το θάνατο του Γιάννη Παπαϊωάννου, ο Στέλιος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του στον Άγιο Κωνσταντίνο, το δικό του «βασίλειο», όπως το αποκαλούσε.
Συνεργάστηκε με τον Άκη Πάνου και τον Μίκη Θεοδωράκη για ακόμη μία φορά και το 1975 κυκλοφόρησε το «Υπάρχω». Μέσα σε μία νύχτα όλη η χώρα τραγουδούσε το κομμάτι και αγόραζε το δίσκο, εκτινάσσοντας τις πωλήσεις στα ύψη.
«Υπάρχω, εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματα σας, την πίκρα της ξενιτιάς, το μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας. Και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαοί» έγραψε ο ίδιος.
Στην πιο ώριμη περίοδο της καριέρας του, ο Καζαντζίδης αποφάσισε να φύγει για την Αμερική, την οποία επισκεπτόταν για δεύτερη φορά στη ζωή του, και να γυρίσει την πλάτη σε όλα τα καλλιτεχνικά κυκλώματα.
Κοντά στους «ωραίους Έλληνες» έμεινε για δύο χρόνια προτού επιστρέψει και πάλι πίσω όταν η κυρα-Γεσθημανή του το ζητήσει. Έχει επιλέξει να ζήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, έχοντας πια τη Βάσω στο πλευρό του, τον άνθρωπο που τόσα χρόνια επιζητούσε, όμως το σαράκι του τραγουδιού τον έτρωγε.
Το 1986, μετά από 12 χρόνια αποχής από τη δισκογραφία, ο «ανώτατος άρχοντας», όπως έλεγε και ο Μπιθικώτσης, επέστρεψε έχοντας κερδίσει την πολυπόθητη δισκογραφική ελευθερία. Κάθε τραγούδι του ένας λυγμός, και το «βλαστάρι του Πόντου» συνεχίζει να ερμηνεύει με την καθαρή φωνή του όσα βάραιναν τη ζωή των απλών ανθρώπων, μίλησε για την κοινωνική αδικία αλλά και για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Το 1993 ηχογράφησε τραγούδια πόνου και νοσταλγίας για την αλησμόνητη πατρίδα, τον Πόντο τον ανάσπαλτον, την πατρίδα που δεν γνώρισε αλλά λάτρεψε με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
«Όταν ο Στέλιος τραγουδάει η επανάσταση, η αντίσταση, ο λαϊκός παλμός, το εξεγερτικό μήνυμα, ο λόγος, ο καυτός κι ο στίχος ο “ανησυχητικός”, στη ράχη μιας φωνής περνούν από τις πόρτες και τα παραθύρια, βροντούν στις βουβές κάμαρες, φυτεύονται στις καρδιές, σκοτώνουν το φόβο, γεννούν ελπίδες, ρίχνουνε φως, πολύ φως, περισσότερο φως», τόνιζε ο δημοσιογράφος Κυριάκος Διακογιάννης.
Αυτό το φως δεν σταματούσε να ψάχνει ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές του, όταν καταπονημένος από την ασθένεια πια βλέπει τη ζωή του να λιγοστεύει. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ο «μεγαλειώδης και αδευτέρωτος Στέλιος» κατά τον Μάνο Λoΐζο, άφησε την τελευταία του πνοή βυθίζοντας στη θλίψη όλον τον ελληνισμό.
Ίσως τελικά το επίθετο «αδευτέρωτος» να είναι και το μόνο που να του ταιριάζει τόσο. Γιατί δεύτερος Στέλιος δεν θα ξαναϋπάρξει.
- Αναδημοσίευση από το ένθετο Enjoy, της εφ. δημοκρατία / Γιώτα Βαζούρα.