«Η σκέψη μου συχνά φτερουγίζει στα παλιά και να που προβάλλουν πάντα ολοζώντανα, εικόνες όμορφες και πρόσωπα αγαπημένα, σκηνές και περιστατικά της καθημερινής ζωής, χαρές και λύπες, βιώματα λογής λογής και μαζί ολόκληρο το πανόραμα της μακρινής εκείνης πόλης του Ευξείνου Πόντου, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Σαν όνειρο. Άλλοτε ευτυχισμένο και χαρούμενο κι άλλοτε φοβερό –ένας σωστός βραχνάς…». Έτσι ξεκινά τη διήγηση των παιδικών του χρόνων στην γενέτειρά του την Τραπεζούντα του Πόντου ο Δημήτρης Ψαθάς, την πόλη όπου πέρασε τα όμορφα παιδικά του χρόνια και την οποία τόσο βίαια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1923 με την Μικρασιατική Καταστροφή, μαθητής ακόμη του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας (ορφανός από τον πατέρα του Ιωάννη Ψαθά) με την χήρα μητέρα του, την Τραπεζούντια Μαρία Χαραλαμπίδου και τις τέσσερις αδερφές του, τη Βικτωρία, την Αγάπη, τη Σοφία και την Ιωάννα…
Όμως ποτέ δεν άφησε από τη σκέψη του τη γενέθλια γη καθώς «οι αναμνήσεις από τα χρόνια που έζησε εκεί, χρόνια στριφογύριζαν στο μυαλό του σαν μια άγραφη μουσική που έπρεπε να πέσει στο πεντάγραμμο για να λυτρώσει τον συνθέτη» όπως ο ίδιος ομολογούσε στην εισαγωγή του ιστορικού χρονικού του Γη του Πόντου, την οποία έγραψε το 1966 πάνω στην ωριμότητά του, αναγνωρισμένος ήδη ως δημοσιογράφος, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας.
Το βιβλίο αυτό, το πρώτο ολοκληρωμένο του είδους στην εποχή που γράφτηκε (1966), υπήρξε αποτέλεσμα προσωπικών βιωμάτων, έρευνας, συνάντησης και συνεντεύξεων με Πόντιους αντάρτες και πολεμιστές που είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια της Ελλάδας και με τους οποίους μίλησε ή του εμπιστεύτηκαν τα ημερολόγια τους… Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις κυκλοφόρησε, ο Δημήτρης Ψαθάς το παρουσίασε πρώτα στην Αλεξανδρούπολη (το 1967) καλεσμένος από το Σύλλογο Ποντίων Αλεξανδρούπολης αισθανόμενος ως χρέος του να το αφιερώσει στους Πόντιους αντάρτες και πολεμιστές που ζούσαν ακόμα εκεί, ξεχασμένοι απ’ όλους, και κυρίως από το κράτος…
Στο χρονογράφημά του Εκεί στα σύνορα γραμμένο στην πρωτοσέλιδη στήλη του στην εφημερίδα Τα Νέα στις 16 Μαρτίου 1967 περιγράφει την συγκινητική συνάντησή του με τους Πόντιους αντάρτες και συμπολεμιστές του καπετάν Ευκλείδη στο χωριό Πεύκα Αλεξανδρούπολης όπου ζούσαν τότε οι οικογένειες των Σανταίων πολεμιστών…
Ακολουθεί αυτούσιο το απόσπασμα που περιλαμβάνεται και στο βιβλίο του συγγραφέα Στο καρφί και στο πέταλο:
Δυο μέρες αργίας –τις πρόσφατες– προτίμησα να τις περάσω φέτος μακριά απ’ την Αθήνα, για την ακρίβεια πάρα πολύ μακριά. Κι όταν λέω «πάρα πολύ μακριά», δεν εννοώ την απόσταση απ’ την Αθήνα στην Αλεξανδρούπολη, που κι αυτή μονάχα θα ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει τη φράση, αλλά κάποια άλλη απόσταση, που ανάγεται στο χρόνο κι όχι στα χιλιόμετρα. Γιατί είναι μερικά ταξίδια που γίνονται μέσα στο χρόνο, καλύτερα θα έλεγα στο παρελθόν, που άλλοτε ζει σε χώρους γεωγραφικούς κι άλλοτε μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους που το εκφράζουν.
Εκεί στις ακραίες περιοχές του κράτους μας –τα σύνορα προς την Βουλγαρία και την Τουρκία– όπου αργοκυλά τα θολά νερά του ο Έβρος, πάμπολλα ιστορεί ο γεωγραφικός χώρος, και παλιότερα και πιο πρόσφατα, αλλά είναι και μια κατηγορία ανθρώπων, σπαρμένη πέρα για πέρα σε πόλεις και σε χωριά, που εκφράζουν ένα πιο μακρινό παρελθόν: Αυτό που ζει μέσα τους κι ήρθε και ρίζωσε μαζί τους σ’ εκείνες τις περιοχές. Πρόκειται για τους Ποντίους, που η εθνική τους μοίρα τους έταξε να είναι πάντα ακρίτες, και τότε, στις μακρινές πατρίδες τους των αγώνων και των θρύλων, αλλά και σήμερα ακρίτες, σε χωριά και πόλεις της Θράκης και Μακεδονίας.
Απ’ την Ένωση των Ποντίων της Αλεξανδρούπολης και Θράκης ήταν η πρόσκληση, επίμονη και επιτακτική, διατυπωμένη εδώ και μήνες, κι έκρινα ότι κάποτε έπρεπε ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτό το χρέος ενός προσκυνήματος προς τις περιοχές εκείνες, που τόσες φορές βάφηκαν με αίμα κι όπου η Ελλάδα πρέπει να στέκεται πάντα άγρυπνη κι ανήσυχη, με το μάτι στημένο ερευνητικά πέρα απ’ τα σύνορά της. Γιατί από εκεί, από τα βορινά κατέβηκαν οι Βούλγαροι της Κατοχής και κατέσφαξαν τους πληθυσμούς μας, και στ’ ανατολικά παραφυλάνε οι «φίλοι» Τούρκοι, πάντα απειλητικοί…
Πεύκα λέγεται το χωριό, που απέχει μόλις 20 χιλιόμετρα απ’ την Αλεξανδρούπολη, κι άλλα τόσα περίπου απ’ τα ελληνοτουρκικά σύνορα, όπου ζουν 50 οικογένειες από τη Σάντα (το «Σούλι του Πόντου», όπως ονομάστηκε) κι όπου, πηγαίνοντας, συνάντησα και δύο παλιούς συμπολεμιστές τού καπετάν Ευκλείδη, να ζουν με τις αναμνήσεις των παλιών αγώνων…
Είκοσι χιλιόμετρα απ’ την Αλεξανδρούπολη, αφήνεις το μεγάλο δημόσιο δρόμο και στρέφεις προς τ’ αριστερά, για να πάρεις το χωματόδρομο προς τα υψώματα. Ανηφορίζοντας μερικά χιλιόμετρα ακόμα θα φτάσεις σ’ ένα μικρό χωριουδάκι που λέγεται Πεύκα. Εκεί έχουν αποκατασταθεί περί τις 50 οικογένειες από τη Σάντα του ανατολικού Πόντου, και από τότε ζουν μακριά απ’ τον κόσμο. Άλλα είκοσι χιλιόμετρα από κει, βρίσκεται ο Τούρκος σκοπός του φυλακίου των συνόρων.
Το όνομα Σάντα δεν λέει τίποτα στον Έλληνα της παλιάς Ελλάδας, γιατί η ιστορία του Πόντου έμεινε άγνωστη στο πλατύτερο κοινό. Αλλά δεν υπάρχει Πόντιος που να μην βουρκώνει από συγκίνηση και περηφάνεια καθώς ακούει το όνομα τούτο, που ανασταίνει στις αναμνήσεις του τη θρυλική εφτάκωμη βουνίσια πολιτεία, τα παλικάρια της οποίας κράτησαν το τουφέκι χρόνια ολόκληρα αγνάντια στον Τούρκο, πολεμώντας στις αετοράχες, τα πυκνά ελατόδασα και τα κακοτράχαλα φαράγγια. Κάποιο απ’ τα βουνά της Σάντας είναι ο Θήχης, απ’ όπου οι Μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρισαν το φωτεινό γαλάζιο κι έβγαλαν την περίφημη κραυγή τους «θάλαττα, θάλαττα», για να κατέβουν ύστερα, γεμάτοι χαρά, και αγαλλίαση, στην Τραπεζούντα.
Το μεγάλο έπος της αντίστασης των Ποντίων γράφηκε στα δυτικά του Πόντου –ένα έπος πολύ μεγαλύτερο απ’ των Μακεδονομάχων κι ισάξιο μόνο με τον εθνικό ξεσηκωμό του ‘21– ενώ στ’ ανατολικά γραφόταν απ’ τα περήφανα παλικάρια της Σάντας, που δεν μπόρεσε να λυγίσει ούτε ο στρατός του Κεμάλ κι έτσι συνεχιζόταν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ακόμα και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Απ’ τους οπλαρχηγούς των πολεμιστών της Σάντας έμεινε θρυλικό το όνομα του καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη, που έφτασε στην Ελλάδα σώος, παρά τους πολύχρονους επικούς αγώνες του στα βουνά, με κάμποσους άντρες συμπολεμιστές του. Πέθανε στα 1936, πικραμένος κι απογοητευμένος, αγνοημένος απ’ την ελληνική Πολιτεία και το κοινό της παλιάς Ελλάδας, που μια μερίδα του, μάλιστα, φανατισμένη απ’ τα πολιτικά πάθη της εποχής, ονόμαζε τους Έλληνες της Μικρασίας, παλιοπρόσφυγες και… τουρκόσπορους!
Κανένα μνημείο δεν υπάρχει του καπετάν Ευκλείδη, ούτε και των άλλων καπεταναίων και πολεμιστών του υπεράνθρωπου εκείνου αγώνα για την ανεξαρτησία του Πόντου, που ανέβασε κατά εκατοντάδες τους αγωνιστές του στις κρεμάλες των «δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ – στην Αμάσεια – κι έστειλε κατά χιλιάδες άλλους στη σφαγή. Η ποντιακή λαϊκή Μούσα, όμως, ανάστησε τον καπετάν Ευκλείδη στο μοιρολόι της και σήμερα ακόμα, μόλις συρθεί το δοξάρι στις χορδές της λύρας –«κεμεντζέ»– κι ακούονται τα λόγια του λυράρη, ανεβαίνει, στα μάτια το δάκρυ. Μεταγλωττίζω απ’ τα ποντιακά μερικούς στίχους:
Ευκλείδη, τα παλικάρια σου
παντού σ’ αναζητάνε
όπου πάνε και βρίσκονται
μοιρολογούν και κλαίνε:
Καημένε καπετάνιε!…
Ο Ευκλείδης δεν φοβότανε
σπαθιά κι ούτε μαχαίρια,
πώς μπόρεσε και έπεσε
στου Χάροντα τα χέρια:
Καημένε καπετάνιε!…
Ωχ, χρόνια στα αντάρτικα
στης Σάντας τις κορφές
χρόνια που ετυράννησε
τις τούρκικες ψυχές:
Καημένε καπετάνιε!…
Ευκλείδη μου σ’ αναζητά
ολόκληρη η Σάντα
πρωτοπαλλίκαρο έχασε
και θα σε κλαίει πάντα:
Καημένε καπετάνιε!…
Και σε κάθε δύο στροφές του τραγουδιού, υψώνεται η φωνή του λυράρη μ’ ένα λυγμό: «Αλί στη μάνα που σ’ έχασε, αλί και βάι σ’ εμάς»!….
Στο μικρό χωριουδάκι, λοιπόν, όπου ζουν μερικές απ’ τις οικογένειες των Σανταίων, φτάσαμε την Κυριακή το πρωί τέσσερα αυτοκίνητα με Πόντιους της Αλεξανδρούπολης, κι έγινε μεγάλη χαρά, γιατί, όπως μας είπαν, είχαν σαράντα χρόνια να δουν… τέτοια τιμή! Γριούλες χαροκαμένες, γέροι, αλλά και νιάτα, λιγοστοί νέοι ψηλόκορμοι και παιδάκια, μας κύκλωσαν κι ύστερα μας φιλοξένησαν στο μοναδικό καφενεδάκι του χωριού τους, με φαγητά της πατρίδας τους και ούζο.
Ρώτησα αν υπάρχει στο χωριό κανένας απ’ τους παλιούς αντάρτες, κι απάνω στην ώρα μπήκε ένας συμπαθητικός γεροντάκος, λιγνός, με χαρακτηριστικά λεπτά και πρόσωπο καλοσυνάτο, αγίου.
-Ο Αλέκος Εφραιμίδης.
-Πολεμιστής;
-Από τα παλικάρια του καπετάν Ευκλείδη. Αυτός απόμεινε στο χωριό μας, κι ένας ακόμα, ο Θεοφ. Νικολαΐδης.
Μας χαιρέτησε ο παλιός αντάρτης και πήρε θέση μεταξύ μας στο τραπέζι. Είχαμε φέρει μαζί μας και το λυράρη, και του είπα να παίξει το τραγούδι του καπετάν Ευκλείδη. Έσυρε το δοξάρι του ο λυράρης στις χορδές του κεμεντζέ, αλλά, καθώς ακούστηκαν οι πρώτοι στίχοι, αναταράχτηκε ο γέρος, βούρκωσε το πρόσωπό του και πνίγοντας ένα λυγμό, σηκώθηκε και βγήκε απ’ το καφενείο αμίλητος. Δεν γύρισε παρά όταν τελείωσε το τραγούδι, φέρνοντας μαζί του κι ένα εκατοστάρικο για το λυράρη! Θα πρέπει να ξέρει κανείς πόση φτώχεια υπάρχει στο χωριό, για να καταλάβει τι αξία είχε εκείνο το εκατοστάρικο. Ύστερα ήλθε κι άλλος πολεμιστής κι άρχισαν να μου ιστορούνε τα παλιά τους, ενώ οι άλλοι χόρευαν γύρω τριγύρω στο λυράρη.
Δεν μου ζήτησαν τίποτα οι Σανταίοι στο ταπεινό τους συνοριακό χωριουδάκι, ίσως γιατί ό,τι και νά’ χουν ζητήσει δεν ακούστηκαν ποτέ από κανένα. Μου είπαν μονάχα ότι υποφέρουν από νερό και τη μοναδική βρύση την κλείνουν το καλοκαίρι και παίρνουν μόνο ορισμένοι γιατί δεν τους φτάνει. Κάνω έκκληση στον υπουργό των Δημοσίων Έργων να τους φτιάξει ένα μικρό έργο που χρειάζεται να γίνει, για ν’ αποκτήσουν το νεράκι του θεού. Ας το κάνει σαν ένα μικρό φόρο τιμής προς τους ανθρώπους αυτούς, που έχασαν τα πάντα και κράτησαν μόνο την τιμή τους και την εθνική αξιοπρέπειά τους.
Λένα Νίτσου
-
Πρώτη δημοσίευση στην εφ. Τα Νέα, στις 16-3-1967. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Στο καρφί και στο πέταλο που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Μαρίας Ψαθά».