Στο έλεος της πείνας και των επιδρομών, όπως αποδεικνύεται από τα τηλεγραφήματα που διαβιβάστηκαν κρυπτογραφημένα στην Ελλάδα, βρίσκονταν οι ελληνικοί πληθυσμοί στον Καύκασο και τον Αντικαύκασο την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1919.
Το σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη μία και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού από την άλλη είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο προσφυγικό κύμα.
Έτσι, τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς η κυβέρνηση Βενιζέλου ενέκρινε πίστωση 20 εκατ. δρχ. για τη διάσωση και τη βαθμιαία παλιννόστηση των προσφύγων. Η διαχείριση των χρημάτων ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή του υπουργείου Περιθάλψεως.
Γενικός διευθυντής είχε ήδη τοποθετηθεί από τον Μάιο του ίδιου έτους ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος ανέλαβε αφενός το τιτάνιο έργο επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων του Πόντου, και αφετέρου την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Ο μεγάλος συγγραφέας στο αυτοβιογραφικό Αναφορά στον Γκρέκο περιγράφει την αποστολή στον Καύκασο.
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν εξηγεί τις συνθήκες που οδήγησαν τους ελληνικούς πληθυσμούς στη φυγή, ενώ αναφέρεται σε συνομιλίες που είχε με τους πρόσφυγες κατά τη μεταφορά τους στην Ελλάδα με πλοίο.
Kαμάρωνα κρυφά την αντοχή της ρωμέικης ράτσας
Βρισκόμουν ακόμα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον Υπουργό της Περιθάλψεως, τηλεγράφημα αν δέχουμαι ν’ αναλάβω τη Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου με ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο, όπου κιντύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να μετακομιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν. […]
Έφυγα από την Ιταλία, πέρασα από την Αθήνα, πήρα μαζί μου καμιά δεκαριά διαλεχτούς συνεργάτες, τους περισσότερους Κρητικούς, κι έφυγα για τον Καύκασο, να δω από κοντά πώς θα μπορέσουν να σωθούν οι χιλιάδες αυτές ψυχές.
Από το νότο οι Κούρδοι πετάλωναν όσους Έλληνες έπιαναν, κι από το βορρά οι μπολσεβίκοι κατέβαιναν με τη φωτιά και με τσεκούρι∙ και στη μέση οι Έλληνες του Μπατούμ, του Σοχούμ, της Τιφλίδας, του Καρς, κι όλο και στένευε γύρα από το λαιμό τους η θελιά, και περίμεναν, γυμνοί, πεινασμένοι, άρρωστοι, το θάνατο. Το Κράτος πάλι από τη μια μεριά, η Βία από την άλλη∙ οι αιώνιοι σύμμαχοι.[…]
Δε θ’ αναφερθώ εδώ στις περιπέτειες της αποστολής∙ ένα μήνα με τους συντρόφους γυρίζαμε τις πολιτείες και τα χωριά, όπου ήταν σκορπισμένες ελληνικές ψυχές, περάσαμε τη Γεωργία, μπήκαμε στην Αρμενία∙ απόξω από το Καρς, τις μέρες εκείνες, είχαν πάλι πιάσει οι Κούρδοι τρεις Έλληνες και τους είχαν πεταλώσει σαν μουλάρια∙ είχαν φτάσει κοντά στο Καρς κι ακούγαμε τα κανόνια τους μέρα νύχτα.[…]
Ύστερα από δύο βδομάδες έφευγα από τον Καύκασο∙ οι τελευταίες μέρες στάθηκαν πολύ πικρές∙ αλήθεια, είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωμένα ψυχομέτρι, έβλεπα την επέμβασή μου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλα τους δουλευταράδες αυτούς Έλληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό κι Ελληνόπουλα τα παλιά μας ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα∙ έπρεπε νά ‘μαι ευχαριστημένος. Όμως ένα κρυφό σκουλήκι δούλευε και σιγά σιγά τρυπάνιζε την καρδιά μου∙ μα δεν μπορούσα ακόμα να ξεχωρίσω καθαρά το πρόσωπο της νέας μου ανησυχίας, ένιωθα μονάχα την πίκρα της.
Την ώρα που ετοιμαζόμουν να μπω στο βαπόρι, ένας γέρος Πόντιος με ζύγωσε:
— Έχω ακουστά, αφεντικό, πως είσαι γραμματιζούμενος∙ ένα πράμα θέλω να σε ρωτήσω, με την άδειά σου: Οι Λυδοί που πολέμησαν στον Τρωικό πόλεμο ήταν Έλληνες;
Ξαφνιάστηκα∙ ποτέ δε μου ‘ρθε στο νου πως μπορεί να γίνει κι αυτό να γίνει πρόβλημα να παιδεύει τον άνθρωπο.
— Έλληνες, αποκρίθηκα∙ καθόλου, ήταν Λυδοί, Ανατολίτες.
Ο γέρος κούνησε το κεφάλι:
— Καλά λοιπόν μου το ‘παν πως απαρνήθηκες τα πάτρια. Χαίρετε!
Ετούτη ήταν η τελευταία φωνή που άκουσα στον Καύκασο. […]
Το βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές, που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις μεταφυτεύσω στην Ελλάδα. Άνθρωποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες κι αξίνες, έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λέφτερη Ελλάδα. Δεν είναι ντροπή να πω πως ήμουν βαθιά συγκινημένος∙ σα να ‘μουν Κένταυρος, κι όλο ετούτο συβάπορο το τσούρμο σαν να ‘ταν, από το λαιμό και κάτω, το κορμί μου.
Η Μαύρη Θάλασσα κυμάτιζε αλαφριά, σκούρα λουλακιά, και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου, μια φορά κι έναν καιρό δικά μας, δεξά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβήσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένη, κάθουνταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από το αγαπημένο ουρανοθάλασσο∙ ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος βαθιά στις λαμπυρήθρες των ματιών τους. Δύσκολο, δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα∙ βουνά, θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι, ένα χταπόδι είναι η ψυχή κι όλα ετούτα απλοκαμοί της.
Κάθουμουν στην πλώρα, σε μια κουλούρα σκοινιά, και γύρα μου συνάχτηκαν γυναίκες κι άντρες, άλλοι από το Καρς, άλλοι από το Σοχούμ, κι άλλοι κατατρεγμένοι από το Ταϊγάνι. Ο πόνος τους δεν είχε τελειωμό∙ καθένας βιάζουνταν να τον πει όλο, ν’ αλαφρώνει. Άκουγα και καμάρωνα κρυφά την αντοχή της ρωμέικης ράτσας∙ γιατί εκεί που μοιρολογούσαν τους εδικούς που χάθηκαν και τα σπίτια τους που κάηκαν και την πείνα και τις τρομάρες που τράβηξαν, άξαφνα ένας πετούσε ένα χοντρό χωρατό κι όλη η συφορά αφανίζουνταν και σηκώνουνταν πάλι αψηλά τα κεφάλια. Την ώρα που μια νέα γυναίκα στρουμπουλή θρηνούσε τον άντρα της που σκοτώθηκε, ένας άντρακλας, με καραμπογιά κρεμαστά μουστάκια, άπλωσε τη χερούκλα του, την άγγιξε στον ώμο:
— Μην κλαις μωρή Μαριορίτσα, της είπε, και δυο μονάχα ν’ απομείνουμε στον κόσμο, εγώ κι εσύ, να πούμε, θα ξαναγεμίσει το ελληνικό χώμα παιδιά!
Γυρόφερε τη ματιά του.
— Κατέχετε, μωρέ αδέρφια, είπε, πού βρίσκεται η ελπίδα του κόσμου; Στο κεφάλι; θα πείτε∙ όχι, παρακάτω! Στην καρδιά; θα πείτε∙ όχι, όχι, παρακάτω μωρέ, παρακάτω!
Έριξε γοργή ματιά στις γυναίκες:
— Ε, μωρέ, και να μην ντρέπουμουν τις γυναίκες, θα σας έδειχνα εγώ πού βρίσκεται η ελπίδα του κόσμου! Μην κλαίτε το λοιπόν!
Οι γυναίκες κοκκίνησαν, οι άντρες γέλασαν.
— Μωρέ, το ταίρι σου δεν έχεις, Θοδωρή, είπαν να ‘σαι καλά που μας έκαμες να γελάσουμε.
Ένας μονάχα κάθουνταν παράμερα αμίλητος∙ δε γελούσε αυτός, δεν έλεγε τον πόνο του, θαρρείς και δεν ήθελε ν’ αλαφρώσει. Θεριό κορμί, ταυρίσιος σβέρκος, μακριές χερούκλες, που θα του ‘φταναν ως τα γόνατα, κι είχε ανοιχτό το στήθος του, όλο τρίχες. Ποτέ δεν είδα άνθρωπο τόσο να μοιάζει με αρκούδα.
Όταν όλοι σκόρπισαν και ξάπλωσαν απάνω στα κουρέλια τους να κοιμηθούν, αυτός έμεινε με τεντωμένο το χοντρό λαιμό και κοίταζε τη θάλασσα. Τον ζύγωσα∙ μιαν ανησυχαστικιά δύναμη ένιωθα να πετιέται από τον ασάλευτο τούτο ανθρώπινο όγκο.
— Δεν μίλησες του λόγου σου, του ‘πα, για να του πιάσω κουβέντα.
Στράφηκε, με κοίταξε, άπλωσε τα μπράτσα του και τα κόκκαλά του έτριξαν.
— Τι να πω; Τον πόνο μου, για ν’ αλαφρώσω; Δε θέλω ν’ αλαφρώσω.
Σώπασε∙ σηκώθηκε σαν νά ‘θελε να φύγει, κάθισε πάλι∙ ένιωθα πάλευε μέσα του, δεν ήθελε να μιλήσει, μα η καρδιά του ξεχείλιζε∙ έπειτα είχαμε απομείνει μόνοι, είχε πέσει η νύχτα, μαλάκωσε λίγο.
— Είδες τα βουνά και τα δάση στον Καύκασο; Χρόνια τα γύριζα ολομόναχος, μ’ έλεγαν αγριογούρουνο, γιατί δεν έκανα παρέα με κανένα∙ μήτε στην ταβέρνα πήγαινα, μήτε στην εκκλησιά. Γύριζα, σου λέω, τα βουνά και τα δάση ολομόναχος. Πέτρα την πέτρα έφαγα τα βουνά∙ πετροκόπος, λοτόμος, καρβουνιάρης∙ γύμνια, φτώχεια∙ μα ήμουν νέος, θεριό∙ και δεν είχα ανάγκη από κανένα∙ μα μια μέρα, εκεί που σκαρφάλωνα ένα βουνό, ένιωσα τη δύναμή μου να με αγκουσεύει [: να με πνίγει, να μου φέρνει δύσποια]∙ και για να μην κρεπάρω [: σκάσω] πήρα να πελεκώ το βουνό, να λοτομώ τα πιο χοντρά πεύκα και δίπλα σε μια πηγή να χτίζω σπίτι. Τό ‘χτισα, πόρτες, παράθυρα, έτοιμο. Ήρθαν από το κοντινό χωριό γυναίκες κι άντρες να το δούνε∙ έφεραν και κρασί και μεζέδες. Μα εγώ είχα καθίσει αντίκρα σε μια πέτρα και το κοίταζα∙ ήρθε και μια κοπέλα, κάθισε δίπλα μου∙ το κοίταζε κι αυτή∙ κι εκεί που το κοιτάζαμε, ζαλίστηκα∙ και το πρωί βρέθηκα παντρεμένος.
Αναστέναξε.
— Βρέθηκα παντρεμένος∙ η ζάλη πέρασε, γύρισε από τ’ αψηλά βουνά ο νους.
»— Τι θα φάμε, μωρή γυναίκα; της κάνω∙ ένα δεν μπορώ να θρέψω, πώς θα θρέψω δυο; Και τα παιδιά;
»— Έγνοια σου, μου κάνει, πάμε στην εκκλησιά.
»— Τι να κάμω στην εκκλησιά; Δεν πάω.
»— Πάμε, σου λέω.
» Πήγαμε. Κάμαμε το σταυρό μας, πήραμε κουράγιο.
»— Πάμε τώρα να δουλέψουμε το χωράφι μας, μου λέει η γυναίκα.
»— Ποιό χωράφι, μωρή; Πέτρες!
»— Θα σπάσουμε τις πέτρες, θα τις κοπανήσουμε, θα κάμουμε χώμα.
» Πήγαμε∙ σπάσαμε τις πέτρες, κάμαμε χώμα, φυτέψαμε.
»— Πάμε τώρα να κλαδέψουμε τις ελιές, μου λέει πάλι η γυναίκα.
»— Ποιες ελιές, μωρή; Ξεράβδια.
»— Πάμε, σου λέω.
»Πήγαμε∙ κλαδέψαμε τα ξεράβδια. Φυτέψαμε, κλαδέψαμε, χορτασαμε ψωμί, λαδώσαμε το άντερό μας. Ο Θεός ν’ αγιάσει τα κόκαλα του παππού μου∙ «μη φοβάσαι, μου ‘λεγε, μη φοβάσαι τη φτώχεια, τη γύμνια, φτάνει να ‘χεις καλή γυναίκα».
Σώπασε πάλι∙ άρπαξε μιαν άκρα του σκοινιού και το μαδούσε με τα νύχια του, σαν αγριόγατος∙ άκουγα μέσα στο σκοτάδι τα δόντια του να τρίζουν.
— Κι ύστερα; Ύστερα; τον ρώτησα ταραγμένος.
— Φτάνει! Θαρρείς θα πω κι εγώ τον πόνο μου;
— Κι η γυναίκα σου;
— Φτάνει, σου λέω!
Σφήνωσε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του και πια δεν ξαναμίλησε.[…]
Με τέτοιες κουβέντες, με τέτοιους στοχασμούς περάσαμε τη Μαύρη Θάλασσα, ξανάδαμε από μακριά, ηλιολουσμένοι τώρα, γιομάτοι περβόλια, μιναρέδες και χαλάσματα, την Πόλη. Οι συνταξιδιώτες μου συγκινημένοι έκαμαν το σταυρό τους και την προσκύνησαν κι ένας έσκυψε από την πλώρα: «Κουράγιο! της φώναξε∙ κουράγιο, μωρή μάνα!» Κι όταν αντικρύσαμε τα ελληνικά ακρογιάλια ο παπάς του Σοχούμ, που ταξίδευε κι αυτός μαζί μας, σηκώθηκε, πέρασε το πετραχείλι του και σήκωσε τα γέρικα χέρια του στον ουρανό: «Κύριε, Κύριε, φώναξε δυνατά, για να τον ακούσει ο Θεός, σωσον το λαό Σου, βόηθα τον να ριζώσει στα καινούρια χώματα, να κάμει τις πέτρες και τα ξύλα εκκλησιές και σκολειά και να δοξάζει, στη γλώσσα που αγαπάς, τ’ όνομά Σου!»
Περάσαμε τ’ ακρογιάλια της Θράκης και της Μακεδονίας, κεφαλώσαμε το Άγιον Όρος, μπήκαμε στο λιμάνι της Σαλονίκης. Έντεκα μήνες βάσταξε η θητεία μου∙ ολοένα κατάφταναν από τον Καύκασο βαπόρια φορτωμένα ανθρώπους και ζωντανά, έμπαινε αίμα καινούριο στις φλέβες της Ελλάδας. Γύριζα τη Μακεδονία και τη Θράκη, διάλεγα τα χωράφια και τα χωριά που ‘χαν αφήσει οι Τούρκοι φεύγοντας, έκαναν κατοχή τα καινούρια αφεντικά∙ άρχιζαν να οργώνουν, να φυτεύουν, να χτίζουν. Μια από τις πιο νόμιμες χαρές του ανθρώπου είναι, θαρρώ, να μοχτάει και να βλέπει πως ο μόχτος του φέρνει καρπό. Κάποτε ένας Ρούσος αγρονόμος μας πήγε με τον Ιστράτη σε μια έρημο κοντά στο Αστραχάν∙ άπλωσε τα μπράτσα του, αγκάλιασε θριαμβευτικά την απέραντη αμμούδα: «Έχω χιλιάδες εργάτες, είπε, φυτεύουν ένα είδος χόρτο με μακριές ρίζες, που κρατάει τη βροχή και το χώμα∙ ύστερα από λίγα χρόνια όλη ετούτη η έρημος θα γίνει περβόλι». Τα μάτια του έλαμπαν: «Κοιτάχτε, βλέπετε, γύρα τριγύρα, τα χωριά, τα περβόλια, τα νερά; Πού; Πού; Δε βλέπουμε τίποτα!» ξεφώνισε ο Ιστράτη ξαφνιασμένος. Ο αγρονόμος χαμογέλασε: «Θα τα δείτε ύστερα από λίγα χρόνια», είπε και κάρφωσε το μπαστούνι του στον άμμο, σαν να ‘παιρνε όρκο.
Τώρα το βλέπω, είχε δίκιο∙ όμοια κι εγώ κοιτάζω γεμάτα ανθρώπους και περβόλια και νερά τα ρημαγμένα γύρα μου χώματα, που μοιράζουνται οι συνταξιδιώτες μου∙ κι ακούω και τις καμπάνες από τις μελλούμενες εκκλησιές και τα παιδιά, στις αυλές των σχολειών, να γελούν και να παίζουν∙ και μια μυγδαλιά ανθισμένη μπροστά μου∙ ν’ απλώσω το χέρι, θα κόψω ένα κλαδί ανθισμένο. Γιατί, πιστεύοντας με πάθος κάτι που δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε∙ ανύπαρχτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, ό,τι δεν ποτίσαμε αρκετά με το αίμα μας, για να μπορέσει να πάρει ανάκαρα να δρασκελίσει το σκοτεινό κατώφλι της ανυπαρξίας.
Όταν πια όλα τέλεψαν, ένιωσα απότομα την κούραση. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, δεν μπορούσα να φάω, να κοιμηθώ, να διαβάσω, ήμουν εξαντλημένος. Ως τώρα, όσο κρατούσε η μεγάλη ανάγκη, είχα επιστρατέψει όλες μου τις δυνάμεις, κι η ψυχή στύλωνε το κορμί και δεν το άφηνε να πέσει∙ μα ευτύς ως τελείωσε η μάχη, διαλύθηκε μέσα μου η επιστράτεψη, απόμεινε το κορμί ανυπεράσπιστο κι έπεσε. Μα είχα προφτάσει να εκτελέσω την εντολή που μου είχαν εμπιστευτεί, ήμουν λέφτερος κι έδωκα την παραίτησή μου∙ κι ευτύς γύρισα το πρόσωπό μου κατά την Κρήτη∙ να πατήσω το χώμα της, ν’ αγγίξω τα βουνά της, να πάρω δύναμη.