«Όταν έχεις, να δίνεις σ’ εκείνους που δεν έχουν». Αυτή είναι η συμβουλή που… κληρονόμησε από τον πατέρα του Ιάκωβο ο Γιώργος Μελισσανίδης, ο Ζώρας, όπως πολιτογραφηθεί στις συνειδήσεις των αμέτρητων φίλων του. Και αυτήν την προτροπή ο ίδιος την έκανε στάση ζωής, πιστεύοντας ότι «όποιος δίνει σε φτωχό και πεινασμένο, δανείζει στον Θεό» – φράση που αναφέρεται στο βιβλίο των Παροιμιών του Σολομώντα («Δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν», Παρ. ιθ´ 17).
Η οικογένειά του καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και εκδιώχθηκε τέσσερις φορές προτού φτάσει στην Ελλάδα το 1937.
Την πρώτη φορά το 1850 από την Τραπεζούντα στο Λερί της Χαλδίας· τη δεύτερη το 1895 από το Λερί στο Καρς· την τρίτη το 1918 από το Καρς στον Καύκασο· και μετά από εκεί, το 1937 στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε στο Βλαδικαυκάς το 1920, σ’ ένα στρατόπεδο του τσαρικού στρατού όπου διέμεναν ως πρόσφυγες. Η ζωή ήταν σκληρή και η κατάσταση ρευστή λόγω της επανάστασης των Μπολσεβίκων.
Ανήσυχο πνεύμα, έμαθε να παίζει λύρα (δώρο ενός θείου του – φωτ. αριστερά), αλλά και κάτι άλλο που δεν θα αποτολμούσε κανένας Έλληνας. Στα 16 του χρόνια πήρε άδεια οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου.
Με τη λύρα, παίζοντας σε γάμους και βαπτίσεις, έβγαλε τα πρώτα του χρήματα. Το 1937 η οικογένεια πήρε την περιπόθητη άδεια και έφυγε από το Βλαδικαυκάς, μέσω Οδησσού, για την Ελλάδα. Έφτασε ατμοπλοϊκώς στον Πειραιά, στη συνέχεια πήγε στη Χαλκίδα, όπου διέμεινε για λίγο, και μετά στην Κατερίνη. Τελικά η πείνα της Κατοχής την έφερε στη Φλώρινα.
Εκεί ο Ζώρας Μελισσανίδης οργανώθηκε στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών, συνελήφθη, αφέθηκε ελεύθερος και συνέχισε τη δράση του, για την οποία η Ελλάδα τον επιβράβευσε με αναμνηστικό δίπλωμα και μετάλλιο για την προσφορά του.
Μετά την Απελευθέρωση, ως στιγματισμένος κομμουνιστής, γνώρισε τη φυλακή και την εξορία στην Τρίπολη.
Στην Κοκκινιά όλοι γνώριζαν τη σχολή οδηγών του Ζώρα. Εκείνο το διάστημα συνάντησε τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Βέρα, και απέκτησαν τρία παιδιά – τον Δημήτρη, την Όλγα και τον Ιάκωβο.
Δεν του έλειπαν η τόλμη και το χιούμορ. Για να χτιστεί και να ολοκληρωθεί το Πνευματικό Κέντρο της Ένωσης Ποντίων Νίκαιας δεν έδωσε μόνο απλόχερα τον οβολό του, αλλά έκανε κάτι που δεν θα τολμούσε να κάνει κανείς. Σε μια επίσκεψη της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης στη Νίκαια, γονάτισε εμπρός της με τη λύρα κι άρχισε να παίζει έναν όμορφο σκοπό, καθώς εκείνη χόρευε ποντιακά.
«Μεγαλειοτάτη τάξτε», της είπε. «Τι θα θέλατε;» τον ρώτησε. «Να χτιστεί και να ολοκληρωθεί η Ποντιακή Στέγη». Την άλλη μέρα, χάρη στην τόλμη του Ζώρα, η Φρειδερίκη έστειλε 1 εκατομμύριο δραχμές! Έτσι, το όνειρο των Ποντίων της Κοκκινιάς έγινε πραγματικότητα.
Όταν έχασε τη σύντροφο της ζωής του, πούλησε το σπίτι τους και με τα χρήματα πήγε στην Παναγία Σουμελά για να χτιστεί στη μνήμη της Βέρας ένας ξενώνας. Παρά τις αντιρρήσεις της μονής και των στελεχών του ιδρύματος να μην διαθέσει ό,τι έχει και δεν έχει, ο Ζώρας επέμεινε κι έτσι το όραμά του έγινε πραγματικότητα.
Περνούσε τα καλοκαίρια στις πλαγιές του Βερμίου, στον ξενώνα που έχτισε, και τα απογεύματα γυρνούσε ένα προς ένα τα ποντιακά χωριά της Μακεδονίας, όπου γνώριζε καλλιτέχνες και απλούς ανθρώπους, συμμετείχε σε παρακάθια και αποκτούσε πολλούς φίλους.
Η ζωή του Ζώρα ήταν συνυφασμένη με τις αγαθοεργίες και την οικονομική ενίσχυση των πολιτιστικών σωματείων που στηρίζουν την παράδοση. Δεκάδες ποντιακοί σύλλογοι, σωματεία και ιδρύματα ενισχύονταν συχνά από τον Ζώρα Μελισσανίδη, με χρήματα που έπαιρνε… δανεικά από τον γιο του Δημήτρη.
«Χριστούγεννα και Πάσχα ο Ζώρας επέλεγε φτωχές οικογένειες. Την παραμονή των εορτών πήγαινε μέσα στη νύχτα και άφηνε κρυφά τρόφιμα και διάφορα άλλα είδη σουπερμάρκετ. Γέμιζε σακούλες και τις μοίραζε. Ήμουν παρών σε τέτοιες δράσεις του», έχει πει ο επιστήθιος φίλος του Γιώργος Δημητριάδης.
Πέθανε στα σκαλιά του Ασκληπιείου Βούλας στις 14 Μαΐου του 2002, καθώς πήγαινε να τον δει ο φίλος του γιατρός Βαγγέλης Ασλανίδης.
Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στην κηδεία του. Τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία περίπου 100 λυράρηδες και τραγουδιστές με το «Αητέντς επαραπέτανεν» και το «Μά την Παναΐαν λέγω» – τους στίχους στο δεύτερο τους είχε γράψει ο ίδιος με τον Γιώργο Δημητριάδη.
«Δύο λεωφορεία [μασίνας] στο σταθμό. Το ένα είναι της Βέροιας. Έλα ή θα έρθω, μη με φάει η νοσταλγία για σένα. Ουρανέ μου, γιατί βασίλεψες; Μήπως είσαι ερωτευμένος, σαν εμένα το παλικάρι, που μου έβαλες μπελά; Εμένα Ζώρα με φωνάζουν, είμαι απ’ τους Μελισσανίδηδες. Χωρίς εμένα δεν γίνονται βαφτίσια και γάμοι», αναφέρουν τα λόγια σε ελεύθερη απόδοση στα νέα ελληνικά.
Τα παιδιά του έχτισαν στη μνήμη του το Μελισσανίδειο Μέλαθρο που δεσπόζει στο Ιερό Όρος του Βερμίου, κόστισε πάνω από 5 εκατ. ευρώ και είχε θεμελιώσει ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος.
Φωτογραφίες με τον Ζώρα Μελισσανίδη
Το «Μελισσανίδειον Μέλαθρον». Ξενώνας στη μνήμη του Ζωρα από τους γιους του, Δημήτρη και Ιάκωβο