Φιλόδοξος και μοναχικός, με στρατιωτική καριέρα και επιθυμία για εξουσία, ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ, και για να τα καταφέρει δεν δίστασε να βάψει τα χέρια του με αίμα – κατ’ επέκταση το όνομά του. Είναι γραμμένο στην Ιστορία ως ο ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους, αλλά και ως εκείνος που συνέχισε τις αγριότητες των Νεότουρκων με τη Γενοκτονία των Ποντίων.
Οι πρακτικές του εκθειάστηκαν αργότερα από τη Γερμανία του Χίτλερ, χαρακτηρίστηκαν «τουρκικό μοντέλο».
Τα στοιχεία για τη χρονολογία γέννησής του στη Θεσσαλονίκη και την καταγωγή του δεν είναι ακριβή. Γεννήθηκε είτε το 1880 είτε το 1881, και οι πρόγονοί του ήταν αλβανικής ή σλαβικής καταγωγής.
Κατά πως φαίνεται, πατέρας του ήταν ο μουσουλμάνος Αλή Ριζά, ο οποίος αρχικά δούλευε για λογαριασμό μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων και υπηρέτησε ως υπολοχαγός εθελοντικής στρατιωτικής μονάδας, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-8, και μητέρα του η Ζουμπεϊντέ Χανούμ (Zübeyde Hanım), με καταγωγή από την κωμόπολη του Λαγκαδά.
Έζησε στη Χρυσαυγή Λαγκαδά έως τα επτά του χρόνια, ηλικία κατά την οποία έχασε τον πατέρα του και αναχώρησαν με τη μητέρα του. Χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου και έζησε με τη θεία του, Χατιτζέ. Ενώ, σύμφωνα με άλλες πηγές, έζησε κάποια χρόνια στα σημερινά Σκόπια.
Το όνομα Κεμάλ και η στρατιωτική του καριέρα
Κεμάλ σημαίνει ωριμότητα και τελειότητα. Το όνομα αυτό δόθηκε στο Μουσταφά κατά τη στρατιωτική του εκπαίδευση, συγκεκριμένα, στη Σχολή Ειδικής Εκπαίδευσης του Γενικού Επιτελείου, απ’ όπου το 1904 (22 ή 23 ετών) αποφοίτησε με το βαθμό του λοχαγού.
Αυτού του είδους η εκπαίδευση είχε ξεκινήσει σε ηλικία 12 ετών, οπότε και εισήχθη στην Κατώτερη Στρατιωτική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Έπειτα, φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Μοναστηρίου, και στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία της.
Ξεκίνησε να ασχολείται με το μεταρρυθμιστικό κίνημα των Νεοτούρκων όταν ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Η πολιτική δραστηριότητα που ανέπτυξε ήταν υπαίτια της σύλληψης και φυλάκισής του, για αρκετούς μήνες.
Μετά την αποφυλάκισή του μετατέθηκε στη Δαμασκό όπου, το 1906, οργάνωσε αντιστασιακή ομάδα την οποία ονόμασε «Πατρίδα και Ελευθερία». Αλλά μετά την «Επανάσταση για το Σύνταγμα» των Νεοτούρκων, το 1908, ο Κεμάλ διαφώνησε με τους αρχηγούς τους και αποφάσισε να αποσυρθεί από την πολιτική και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη στρατιωτική του καριέρα.
Διακρίθηκε για τη συμμετοχή του στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο το 1911 και στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), με αποτέλεσμα το 1913 να διορισθεί στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια. Η καινούρια του ιδιότητα του «έδινε το εισιτήριο» να ταξιδέψει στη Δύση και να γνωρίσει τον δυτικό τρόπο ζωής και σκέψης.
Η Καλλίπολη και οι πολιτικές φιλοδοξίες
Η συμβολή του Κεμάλ στην απόκρουση των Αγγλογάλλων στη χερσόνησο της Καλλίπολης το 1915 ήταν αρκετή για να εκτοξεύσει τη στρατιωτική του καριέρα και τις πολιτικές του φιλοδοξίες. Τότε ήταν που ανακηρύχθηκε «υπερασπιστής του ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης».
Ωστόσο, δεν έμεινε ευχαριστημένος με τους ταπεινωτικούς όρους της συμφωνίας για τη χώρα του μετά από την ανακωχή του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) ανάμεσα στην Τουρκία και στις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Γι’ αυτό, τον Απρίλιο του 1919 που διορίστηκε στρατιωτικός επιθεωρητής των Ανατολικών Επαρχιών, αντί να εξαρθρώσει τις εθνικιστικές οργανώσεις, όπως του είχε αναθέσει η τουρκική κυβέρνηση, άρχισε να τις συσπειρώνει γύρω του, προχωρώντας στη σφαγή των Ελλήνων του Πόντου.
Και δεν σταμάτησε εκεί. Τον Ιούνιο του 1919 υπέγραψε στην Αμάσεια, μαζί με άλλους ανώτατους αξιωματικούς ένα μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο οι στρατιωτικοί αυτοί αποφάσιζαν να αρχίσουν ανταρτοπόλεμο εναντίον της φιλικής προς την Αντάντ τουρκικής κυβέρνησης.
Όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ’ έμαθε τι είχε συμβεί, απέταξε τον Κεμάλ από τον τουρκικό στρατό και τον κήρυξε εκτός νόμου.
Τον Ιούλιο του 1919 ο Κεμάλ συγκάλεσε στο Ερζερούμ Εθνικό Συνέδριο όπου διατυπώθηκαν οι αρχές του «Εθνικού Συμφώνου» με βασικό σύνθημα «H Τουρκία για τους Τούρκους», και δύο μήνες αργότερα, σε δεύτερο Εθνικό Συνέδριο στη Σεβάστεια, εκλέχθηκε πρόεδρος της «Εταιρείας για την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών».
Με αυτή του την ιδιότητα απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον σουλτάνο. Την ίδια στιγμή, ξεκίνησε και τη δεύτερη φάση των διώξεων του ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι κινήσεις αυτές ήταν αρκετές για να οδηγήσουν τον σουλτάνο στην απόφαση να καταδικάσει ερήμην τον Κεμάλ εις θάνατον. Στο μεταξύ, εκείνος είχε συγκροτήσει τακτικό στρατό και μετέφερε το στρατηγείο του στην Άγκυρα.
Εκεί στις 23 Μαΐου 1920 συγκάλεσε συντακτική συνέλευση, τη «Μεγάλη Εθνοσυνεύλεση», από την οποία αναδείχτηκε η «Επιτροπή των Επιτρόπων», η προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον ίδιο.
Έκτοτε, ο στρατός του Κεμάλ ανέλαβε δράση. Μετά από τη Συνθήκη των Σεβρών και την προσπάθεια του ελληνικού στρατού, στη Μικρά Ασία, να επεκτείνει τη ζώνη κατοχής, ανέκοψε την προέλαση του προς την Άγκυρα και τον ανάγκασε σε άτακτη υποχώρηση.
Τον Αύγουστο του 1922, ο κεμαλικός στρατός έφθασε στη Σμύρνη και την έκαψε ολοσχερώς, μη διστάζοντας να προβεί σε σφαγιασμό και διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Η επίσημη ανάληψη της εξουσίας
Η επίσημη ανάληψη της εξουσίας από τον Μουσταφά Κεμάλ έγινε μετά από μία σύμβαση και μία συνθήκη, που ακολούθησαν της καταστροφής και του διωγμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Η Σύμβαση της Λοζάνης (Ιανουάριος 1923) περιλάμβανε ανταλλαγή πληθυσμών· εκτός από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, ξεριζώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι μετά από 3.000 χρόνια, από τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Θράκη.
Με τη Συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923), η Τουρκία ανακηρύχθηκε δημοκρατία με πρωτεύουσα την Άγκυρα και πρόεδρο τον Μουσταφά Κεμάλ. Μέχρι τον θάνατό του (1938), ο Κεμάλ προχώρησε σε αναμόρφωση του τουρκικού κράτους, δίνοντάς του έναν πιο κοσμικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να το δομήσει στα πρότυπα της Δύσης.
Η προσωπική ζωή του Κεμάλ
Η στρατιωτική και πολιτική πορεία του Μουσταφά Κεμάλ είναι αντιστρόφως ανάλογη της προσωπικής του ζωής. Μοναχική φιγούρα, νυμφεύτηκε (1923) τη Λατιφέ Ουσάκι (γενν. 1899, Σμύρνη) που ανήκε σε οικογένεια Σαμπαταϊστών, αλλά ο γάμος διήρκησε μόλις δύο χρόνια, καθώς χώρισαν το 1925.
Οι επιστολές της Λατιφέ στις οποίες γίνεται αναφορά για τους λόγους του χωρισμού τους παραμένουν απόρρητες, με ανανεωμένη απόφαση του τουρκικού κράτους.
Ερευνητές θεωρούν ότι στις επιστολές υπάρχουν υπονοούμενα για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Κεμάλ, οι οποίες αποτέλεσαν την κύρια αιτία του χωρισμού.
Μπορεί ο Κεμάλ να μην απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά, αλλά υιοθέτησε εννέα. Μία από τις υιοθετημένες κόρες του έγινε μετέπειτα η πρώτη γυναίκα πιλότος στην Τουρκία. Πρόκειται για την Σαμπιχά Γκιοκτσέν – κατά έναν ισχυρισμό που είχε παρουσιάσει και ο Χραντ Ντινκ, αλλά διαψεύδεται επισήμως, ήταν ορφανή Αρμένια της οποίας η οικογένεια σφαγιάστηκε από τους Νεότουρκους.
Όσο για τον «πατέρα των Τούρκων» (εξού και το προσωνύμιο Ατατούρκ), έφυγε καταπονημένος, διότι τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από κίρρωση του ήπατος που προήλθε από αλκοολισμό. Πέθανε στην Κωνσταντινούποληστις 10 Νοεμβρίου 1938. Είναι θαμμένος στην Άγκυρα, στο μαυσωλείο Ανίτκαμπιρ που κατασκευάστηκε ειδικά για αυτόν.