Οι Έλληνες έμειναν στην Αζοφική και μετά την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1922. Οι Μαριουπολίτες ήταν αυτόχθονες κάτοικοι της περιοχής και δεν είχαν σκοπό να αρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Αντιθέτως αρκετά γρήγορα προσαρμόστηκαν προς τα νέα δεδομένα και μεγαλούργησαν παρά τις διώξεις από το νέο καθεστώς, τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Η προσφορά των Μαριουπολιτών σε διάφορους τομείς της οικονομίας και του πολιτισμού της Ουκρανίας και της ΕΣΣΔ ήταν σημαντική.
Οι προσωπικότητες, που συνέχισαν να δοξάζουν τον τόπο τους ήταν αντάξιες των προπατόρων τους με καταγωγή από τη θρυλική Ταυρίδα.
Γκεόργκι (Γεώργιος) Κοστοπράφ
Ο Γκεόργκι (Γεώργιος) Αντόνοβιτς (του Αντώνη) Κοστοπράφ ήταν πρωτοπόρος στη δημιουργία της σοβιετικής ελληνικής μαριουπολίτικης λογοτεχνίας. Ήταν γνωστός στο χώρο του ελληνισμού της ΕΣΣΔ ως ποιητής, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας.
Ο Γκεόργκι Κοστοπράφ γεννήθηκε σε αγροτική οικογένεια, στις 27 Οκτωβρίου 1903, στο ελληνικό χωριό Μάλι Γιανισόλ (Μαλογιανισόλ), στην περιοχή Βολοντάρσκογιε της περιφέρειας Ντονέτσκ.
Τα πρώτα του ποιήματα άρχισε να τα συνθέτει στην ηλικία των 7 ετών. Το ταλέντο του Γκεόργκι Κοστοπράφ πρόσεξαν οι δάσκαλοί του. Με τη δική τους καθοδήγηση ο μικρός ποιητής γράφτηκε στο «Πραγματικό Σχολείο της Μαριούπολης» ως μαθητής ανώτερης προπαρασκευαστικής τάξης, για το ακαδημαϊκό έτος 1913-1914. Μετά από δυο χρόνια, το φθινόπωρο του 1915, ο Κοστοπράφ φοίτησε στην Ε’ τάξη του σχολείου του χωριού του, όπου διακρίθηκε σε φιλολογικές και συγγραφικές δραστηριότητες.
Σε ηλικία των 28 ετών άρχισε να γράφει στην ρουμαίικη (ρωμαίικη) ελληνική διάλεκτο της Μαριούπολης.
Την περίοδο από το 1921 ως το 1931 έγραψε συνολικά 300 ποιήματα, από τα οποία διασώθηκαν μόνο δέκα. Την περίοδο των σταλινικών διώξεων (1937-1938) τα βιβλία στις γλώσσες των μειονοτήτων της ΕΣΣΔ καταστρέφονταν και οι λογοτέχνες στην πλειοψηφία τους εκτελούνταν.
Το 1932 ο Κοστοπράφ έγινε συνεργάτης της ελληνόφωνης εφημερίδας Κολεχτιβιστής με έδρα στη Μαριούπολη, όπου οργάνωσε και διεύθυνε την ομάδα των νέων ποιητών, που έγραφαν στα διάφορα ιδιώματα της μαριουπολίτικης ελληνικής διαλέκτου. Από την ομάδα του Κοστοπράφ βγήκαν γνωστοί ποιητές της Μαριούπολης Βασίλι (Βασίλειος) Γκαλά (Γαλάς), Αντόν (Αντώνης) Σαπούρμα (Σαπούρμας), Λεόντι (Λεόντειος) Κιριάκοφ.
Τα βήματα του Γκεόργκι Κοστοπράφ στο χώρο της τοπικής ελληνικής λογοτεχνίας, ήταν πολύ γρήγορα. Τα βιβλία του Τα πρώτα βήματα, Λεόντι Χαναχμπέι, Καλημέρα, ζήσιμο (Καλημέρα, ζωή) κέρδισαν τους ρουμαιόφωνους αναγνώστες στην περιοχή της Μαριούπολης.
Ο Γκεόργκι Κοστοπράφ μετέφρασε σε μαριουπολίτικη διάλεκτο τα έργα πολλών γνωστών ποιητών και συγγραφέων Ρώσων και Ουκρανών της τσαρικής και της σοβιετικής περιόδου. Οι μαθητές των ελληνικών σχολείων της Αζοφικής μάθαιναν τα έργα του Αλεξάντερ Πούσκιν, του Ταράς Σεβτσένκο, του Μαξίμ Γκόρκι, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και στη δική τους μητρική γλώσσα.
Το 1934 ο Κοστοπράφ έλαβε μέρος στις εργασίες του «Α’ Συνεδρίου των Σοβιετικών Συγγραφέων» στη Μόσχα. Ο νέος Έλληνας της Μαριούπολης συναντήθηκε όπως με τον Μαξίμ Γκόρκι έτσι και με τον Κώστα Βάρναλη και τον Δημήτρη Γληνό, που είχαν προσκληθεί από την Ελλάδα. Το 1937, ο Κοστοπράφ συμμετείχε στο Συνέδριο της Ένωσης συγγραφέων Ουκρανικής ΣΣΔ.
Η μοίρα του Γκεόργκι Κοστοπράφ ήταν τραγική. Η καριέρα του άρχισε να εκτοξεύεται μετά από έξι χρόνια εντατικής εργασίας (1931-1937). Τη νύχτα από τις 23 προς 24 Δεκεμβρίου 1937, ο Έλληνας της Μαριούπολης Γκεόργκι Κοστοπράφ φυλακίστηκε στο πλαίσιο της ελληνικής επιχείρησης Ν.Κ.Β.Ντ. Η σύζυγός του Όλγα Μασλακόβα δεν ήξερε για πολλά χρόνια τίποτα για τη μοίρα του Κοστοπράφ. Τη δεκαετία του 1950 έμαθε πως ο σύζυγός της πέθανε στη φυλακή στις 23 Ιουλίου 1944. Όμως η αλήθεια ήταν πιο σκληρή.
Ο Γκεόργκι Κοστοπράφ καταδικάστηκε στην εκτέλεση σε μια δίκη παρωδία, στις 14 Φεβρουαρίου 1938, στην ηλικία των 34 ετών και την ίδια μέρα εκτελέστηκε.
Αντόν (Αντώνης) Σαπούρμα
Ο Αντόν (Αντώνης) Αμβρόσιεβιτς (του Αμβροσίου) Σαπούρμα (Σαπούρμας), μαθητής του Γκεόργκι Κοστοπράφ, γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1911 σε φτωχή ελληνική οικογένεια, στο χωριό Σαρτανά της Μαριούπολης.
Ήταν Έλληνας Μαριουπολίτης ποιητής της σοβιετικής περιόδου, μεταφραστής, κριτικός της λογοτεχνίας και μέλος της Ένωσης συγγραφέων της Ουκρανικής ΣΣΔ.
Και οι δυο γονείς του Αντόν Σαπούρμα, Αμβρόσιος του Στέφανου και η Έλενα του Ιβάν, ήταν γηγενείς κάτοικοι του χωριού Σαρτανά. Το 1929, ο Αντόν τελείωσε το σχολείο και μπήκε για σπουδές στο Ινστιτούτο Λαϊκής Οικονομίας του Κιέβου. Όμως την ίδια χρονιά γύρισε στη Μαριούπολη, όπου εργαζόταν ως λογιστής.
Τα πρώτα ποιήματα του Αντόν Σαπούρμα στη ρουμαίικη (μαριουπολίτικη) διάλεκτο είδαν το φως στις σελίδες της ελληνικής εφημερίδας της Μαριούπολης Κολεχτιβιστής, με το ψευδώνυμο «Ρωμαίος». Το 1934 ο Σαπούρμα έγινε μέλος της ομάδας του Γκεόργκι Κοστοπράφ. Τα έργα του δημοσιεύονταν τακτικά στην εφημερίδα Κολεκτιβιστής και το περιοδικό Νεότητα μέχρι την απαγόρευση του ελληνόφωνου Τύπου στην ΕΣΣΔ το 1937.
Ο Αντόν Σαπούρμα ήταν πιο τυχερός από πολλούς άλλους συμπατριώτες του. Κατά τύχη δεν τον άγγιξε η πολιτική των σταλινικών διώξεων. Η εργασία στο λογιστήριο δεν τράβηξε την προσοχή του Ν.Κ.Β.Ντ. Ο νέος ποιητής σταμάτησε να γράφει στην ελληνική γλώσσα και να μεταφράζει ελληνικά κείμενα. Ο πρώτος στόχος της πολιτικής των διώξεων ήταν η διανόηση. Και όχι μόνο η ελληνική. Διώχτηκαν αθώοι άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων.
Την περίοδο της εξουσίας του Νικίτα Χρουστσόφ, οι Έλληνες της Μαριούπολης Αντόν Σαπούρμα και Λεόντι Κιριάκοφ κατέβαλαν προσπάθειες για την αναγέννηση της μαριουπολίτικης λογοτεχνίας. Ο Σαπούρμα εκείνη την περίοδο έγραφε στη μητρική του γλώσσα ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις των Ρώσων και των Ουκρανών κλασικών συγγραφέων. Ο Σαπούρμα μετέφρασε στη μαριουπολίτικη διάλεκτο από τα ουκρανικά το Κομπζάρ του Ταράς Σεβτσένκο. Η μετάφραση εκδόθηκε το 1964. Το 1966, ο Σαπούρμα έκδωσε στην τοπική ελληνική διάλεκτο τη Μικρή ανθολογία της ουκρανικής ποίησης. Το 1972 στην ηλικία των 71 ετών ο Αντόν Σαπούρμα κατάφερε να εκδώσει τη μετάφραση των ποιημάτων και των παραμυθιών του στη ρωσική γλώσσα με το τίτλο Τοστ (Πρόποση). Όμως οι ελευθερίες, που δόθηκαν προσωρινά από τον Χρουστσόφ, πολύ σύντομα εξαφανίστηκαν.
Στο αφιέρωμά του στο συνάδελφο Λεόντι Κιριάκοφ, ο Αντόν Σαπούρμα έγραψε στη ρωσική γλώσσα:
Ας ζήσουν στη γραμμή (του ποιήματος) μας,
Εμπνευσμένα από την αγάπη,
Η πατρίδα μας –το Ντονμπάς,
Το τραγούδι μας –η Αζοφική.
(ελεύθερη μετάφραση, Βασίλης Τσενκελίδης)
Οι προσπάθειες του Σαπούρμα και άλλων Ελλήνων πατριωτών της Αζοφικής δεν απέδωσαν στο βαθμό που οι ίδιοι ονειρεύονταν. Η διδασκαλία στην ελληνική γλώσσα έμενε στη μακρινό πια το 1937. Χρόνο με το χρόνο οι συμπατριώτες τους ξεχνούσαν τη μητρική τους γλώσσα. Και ο ίδιος ο Αντόν Σαπούρμα έγραφε περισσότερο στη ρωσική γλώσσα, η οποία επικράτησε με την πολιτική απόφαση του Στάλιν.
Το 1983 ο Σαπούρμα και άλλοι Έλληνες λογοτέχνες προσπάθησαν να αποσπάσουν άδεια από τις Αρχές να γιορτάσουν επίσημα τα 80 χρόνια από τη γέννηση του Γκεόργκι Κοστοπράφ. Η απάντηση ήταν αρνητική και καμία εφημερίδα δεν αφιέρωσε ούτε μια γραμμή στον ιδρυτή και πρωτοπόρο της ελληνικής σοβιετικής λογοτεχνίας της Αζοφικής. Δεν προχωρούσαν και οι προσωπικές λογοτεχνικές προσπάθειες του Σαπούρμα. Μόνο την περίοδο της περεστρόικα, το 1986, ο ποιητής κατάφερε να εκδώσει το βιβλίο στη μητρική του γλώσσα Του κάρδακομ του Πριαζόβια (Ο τόπος μου, η Αζοφική). Ο Αντόν Σαπούρμα απεβίωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 1987.
Λεόντι (Λεόντειος) Κιριάκοφ
Ο Λεόντι (Λεόντειος) Νέστοροβιτς (του Νέστωρα) Κιριάκοφ, μαθητής του Γεόργκι Κοστοπράφ, ποιητής και μεταφραστής, γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1919 στο χωριό Σαρτανά της Μαριούπολης. Ήταν μέλος της Ένωσης των συγγραφέων της ΕΣΣΔ και της Ένωσης συγγραφέων της Ουκρανίας. Το 1935 ο Λεόντι τελείωσε τις επτά τάξεις του ελληνικού σχολείου του χωριού Σαρτανά. Μέχρι το 1938 (με μια διακοπή) σπούδασε στο Παιδαγωγικό ίδρυμα της Μαριούπολης. Ύστερα σπούδασε στο παράρτημα του Περιφερειακού πανεπιστημίου των εργατικών και αγροτικών δημοσιογράφων του Ντονέτσκ στη Μαριούπολη.
Ο Λεόντι Κιριάκοφ ξεκίνησε να γράφει ποιήματα στην μαριουπολίτικη ελληνική διάλεκτο το 1932.
Είχε μεταφράσει τα γνωστά έργα διαφόρων κλασικών συγγραφέων και ποιητών στη δική του μητρική γλώσσα. Όπως ένα έργο της εποχής του Κράτους των Ρως Λόγος για το στράτευμα του Ίγκορ και το ποίημα του Γεωργιανού ποιητή του 13ου αιώνα Σότα Ρουσταβελί Ιππότης με δέρμα του τίγρη.
Λεόντι Κιριάκοφ πρόλαβε να εργαστεί στην ελληνόφωνη εφημερίδα Κολεχτιβιστής, το 1936-1937, και μετά το κλείσιμο της εργαζόταν στο εργοστάσιο μεταλλουργίας της Μαριούπολης. Απέφυγε τις σταλινικές διώξεις επειδή δεν πρόλαβε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μορφωτικό και λογοτεχνικό τομέα λόγω ηλικίας.
Ο Λεόντι Κιριάκοφ πολέμησε στο Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο (1941-1945) στην Ουκρανία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Αυστρία. Στις 26 Φεβρουαρίου 1944 τραυματίστηκε στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, κοντά στην πόλη Νίκοπολ. Μετά τον πόλεμο, τον Ιούνιο του 1946, γύρισε στη Μαριούπολη και συνέχισε να εργάζεται στο εργοστάσιο, το οποίο ήταν το καταφύγιο του από τις πιθανές διώξεις. Ο φόβος του 1937 κυνηγούσε τους πολίτες της ΕΣΣΔ μέχρις τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1990.
Ο Λεόντι Κιριάκοφ ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της οργάνωσης του ελληνικού κοινωνικού κινήματος στην Ουκρανία.
Μαζί με άλλους Έλληνες πατριώτες κατέβαλε απέραντες προσπάθειες για την αναβίωση της μαριουπολίτικης ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1989 έλαβε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο Συλλόγου Ελλήνων της Ουκρανίας. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην πρώτη ραδιοφωνική εκπομπή στην ελληνική γλώσσα στη Μαριούπολη. Το 1992 έκδωσε το Ρώσο-Ρουμαίικο-Νεοελληνικό λεξικό των 10 χιλιάδων λέξεων.
Ο Λεόντι Κιριάκοφ, από το 1992 ως το 1996, εργαζόταν ως επιστημονικός συνεργάτης στο Λαογραφικό μουσείο του χωριού Σαρτανά. Την ίδια περίοδο σκέφτηκε και οργάνωσε την έκδοση των αλμανάκ στην μαριουπολίτικη διάλεκτο Πιρνέσου άστρου (Πρωινό άστρο), στα οποία δημοσιεύονταν τα καλύτερα έργα των Ελλήνων λογοτεχνών της Ουκρανίας. Ο εκδοτικός οίκος «Ντονμπάς» έκανε 4 εκδόσεις του αλμανάκ (1988, 1989, 1991, 1993). Το 2007 μαζί με άλλους μελετητές ετοίμασε και έκδωσε Τα παραμύθια των Ελλήνων της Αζοφικής.
Ο Έλληνας διανοούμενος της Μαριούπολης του 20ου αιώνα έγινε μάρτυρας των γεγονότων και στην αρχή του 21ου αιώνα και απεβίωσε το 2008.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός.