«Η μνήμη είναι σαν ένα στυπόχαρτο που ότι έχει απορροφήσει το κρατά, δεν είναι σαν τη φωτογραφία, που τ’ αποτυπώνει όλα. Τις εικόνες, όμως, που έχει απορροφήσει −όπως το μελάνι− τίποτα δεν τις σβήνει, κι αυτές είναι οι πιο σπουδαίες, που μένουν αποτυπωμένες στη θύμηση του ανθρώπου και συνθέτουν το μαγικό βιβλίο της παιδικής ζωής του», τονίζει με συγκίνηση ο Δημήτρης Ψαθάς στο αυτοβιογραφικό χρονικό του Γη του Πόντου, που έγραψε σε ώριμη ηλικία (το 1966). Αναγνωρισμένος πια ως απαράμιλλος χρονογράφος, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας ιστόρησε τα παιδικά του χρόνια αλλά και τα πάθη και τα κλέη των Πόντιων ανταρτών και πολεμιστών που «αγωνίστηκαν για λευτεριά και ανεξαρτησία γράφοντας ένα έπος αντίστοιχο με του ’21».
Με απερίγραπτη τρυφερότητα γυρίζει πίσω στην Τραπεζούντα, την γενέθλια γη, στις άγιες μέρες του Πάσχα όπου παιδάκι 12 χρονών, μαθητής ακόμα του Δημοτικού στο φημισμένο Φροντιστήριον Τραπεζούντας, επιλέγεται από τον δάσκαλό του Τσιράχ να ψάλει τον «Απόστολο» την Κυριακή του Πάσχα στην εκκλησία της ενορίας του… Περήφανοι γι’ αυτό και οι δυο γονείς του η Τραπεζούντια Μαρία Χαραλαμπίδου και ο Τενέδιος Ιωάννης Ψαθάς. Το απόσπασμα από το βιβλίο αναδύει τη γλύκα μιας άλλης εποχής.
Λένα Νίτσου, εκδότρια των Απάντων του Δημήτρη Ψαθά.
Παιδικές αναμνήσεις από την Τραπεζούντα – Ο πρώτος μου Απόστολος
[…] Περισσότερο από σαράντα χρόνια ζω στην Αθήνα, περισσότερο από σαράντα φορές έχω γιορτάσει το Πάσχα στον ελεύθερο αέρα της πόλης τούτης, υπό συνθήκες πολυποίκιλες και ηλικίες όλο και… βελτιούμενες -δόξα Σοι ο Μεγαλοδύναμος-, κι όμως όσες φορές ξεφυλλίζω τις πασχαλινές μου αναμνήσεις, εκείνες που φωτίζονται ζωηρότερα, με κάθε λεπτομέρεια και καταπληκτική διαύγεια, είναι οι παιδικές.
Καθώς κάθομαι, λοιπόν, σήμερα να χαράξω μερικές γραμμές πασχαλινές, να σου πάλι ξανοίγεται μπροστά στα μάτια μου η πόλη εκείνη του Ευξείνου Πόντου όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια -η Τραπεζούντα των Κομνηνών-, που εξουσίαζε ο Τούρκος αλλά τη χαιρόταν και τη ζούσε ο Έλληνας, ριζωμένος εκεί από τα βάθη των αιώνων, ξυπνός, δουλευτής, πιστός στις χριστιανικές του παραδόσεις, θρήσκος, αμόλευτος από ξένες επιδράσεις και λάτρης αθεράπευτος της μακρινής Ελλάδας.
Τη βλέπω να γέρνει καμαρωτή πάνω στο γαλανό κύμα του Ευξείνου, που τους χειμώνες σηκωνόταν φοβερό, άφριζε και βροντολογούσε στα μεγάλα βράχια του γιαλού κι έφτανε μανιασμένο μέχρι την πόρτα του σπιτιού μας -που κάποτε την έσπασε- κι ανέβαινε σφυρίζοντας στα στενά ανηφορικά σοκάκια και τα πλημμυρούσε.
Βλέπω τα σπίτια, τους δρόμους και τα μαγαζιά, τα σχολεία, τις αμέτρητες εκκλησίες και προπάντων τα πλήθη εκείνα του ελληνικού της πληθυσμού -που όσοι τον γνώρισαν ξεριζωμένο στην Ελλάδα έχουν να λένε για τον ντόμπρο χαρακτήρα του-, μορφές ποικίλες, γραφικές, που μέσα στην καρδιά της Τουρκιάς αποτελούσαν μια ολοζώντανη Ελλάδα γεμάτη απο ακοίμητο πατριωτισμό κι ευλάβεια χριστιανική. Μεγάλη Βδομάδα ήταν βουτηγμένη στην κατάνυξη η πόλη και το Πάσχα καιγόταν το πελεκούδι.
Μαθητής του δημοτικού -θα ήμουν δώδεκα χρονών- είχα αναδειχτεί σε κανονάρχη κι αποτελούσα το καμάρι του δασκάλου μου που ήταν ψάλτης στο Μετόχι και πρόβλεπε για μένα μεγάλο μέλλον ιεροψάλτη. Όχι πως θέλω να το παινευτώ αλλά ήμουν καλλικέλαδος κι όταν καμιά φορά, κανοναρχώντας, έπιανα τις επάνω νότες, απορούσε το εκκλησίασμα κι έστρεφε τα μάτια προς το δεξί στασίδι των ψαλτών για να δει ποιος ήταν ο νέος αστέρας που ανέτελλε στο ψαλτικό στερέωμα.
Ήταν, λοιπόν, Κυριακή των Βαίων, θυμάμαι, όταν ο δάσκαλός μου, φροντίζοντας πάντα στοργικά -Θεός, σχωρέστ΄ τον- για την προαγωγή μου, μου ανάγγειλε μ’ επισημότητα:
– Την Κυριακή του Πάσχα θα πεις εσύ τον Απόστολο…
Ύψιστε Κύριε!… Τι εκθαμβωτική τιμή ήταν τούτη και τι στάδιο δόξης λαμπρό άνοιγε μπροστά μου! Απ’ τη συγκίνησή μου είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό.
– Τον Απόστολο, είπατε;
– Μάλιστα τον Απόστολο. Πάρε τον στο σπίτι σου και μελέτησε καλά!…
Τα χέρια μου τρέμανε, καθώς είχα πιάσει το ιερό βιβλίο, και η λαλιά μου είχε κοπεί. Αυτό δεν ήταν απλώς μια απροσδόκητη προαγωγή. Ήταν η εκπλήρωση ενός μεγάλου καημού της φλογερότερης φιλοδοξίας που έκαιγε τα όνειρά μου. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη αλλά και η συναίσθηση της ευθύνης τόσο συγκλονιστική ώστε απ’ τη στιγμή εκείνη μ’ έπιασε ένα φοβερό τρακ -το μεγαλύτερο και διαρκέστερο τρακ που ένιωσα απο τότε σ’ όλη τη ζωή μου.
Θα τα κατάφερνα τάχα να φανώ άξιος της τιμής που μου γινόταν και ν’ ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της υψηλής τιμής που μου γινόταν; Ολόκληρη τη Μεγαλοβδομάδα εκείνη μ’ έτρωγε αυτή η αγωνία, ενώ με το βιβλίο στο χέρι δοκίμαζα στο κείμενο την κλίμακα της φωνής μου -αρχίζοντας σιγανά και ανεβαίνοντας από παράγραφο σε παράγραφο όλο και ψηλότερα, προετοιμάζοντας το σταμάτημα στις τελείες με τσαλιμάκια, τσακίσματα της φωνής μου, για να πιάσω την παρακάτω παράγραφο σε υψηλότερο ακόμα τόνο, ώσπου να φτάσω στο τελικό φινάλε του «Αμήν», που έπρεπε να είναι μακρόσυρτο, γεμάτο από φωνητικά καλλιτεχνικά, σκαμπανεβάσματα, άνετα, χωρίς βράχνιασμα στους ψηλότερους τόνους της κλίμακας.
Ύψιστε Θεέ μου, τι χτυποκάρδι ήταν εκείνο! Στο σπίτι μου είχαν βαρεθεί να με ακούνε εκτός απ’ τον μακαρίτη τον πατέρα μου, που ήταν η προσωποποίηση της καλοσύνης και της ευλάβειας -καλόκαρδος νησιώτης απ’ την Τένεδο που είχε εγκατασταθεί από τα νιάτα του στην Τραπεζούντα- και μοιραζόταν μαζί μου την αγωνία:
– Καλά τα πηγαίνεις, μ’ ενθάρρυνε συνεχώς.
– Θα τα καταφέρω, πατέρα; τον ρωτούσα ανήσυχος.
– Ελπίζω. Μόνο να μην τρέμουν τα χέρια σου όταν κρατάς το ιερό βιβλίο.
Ε, λοιπόν, αυτό το τρέμουλο ήταν αδύνατο να το κατανικήσω! Προσπαθούσα να πείσω τον ευατό μου ότι είχα καλή και πλούσια φωνή, ότι το κείμενο σχεδόν το είχα αποστηθίσει, ότι τα μυστικά της τέχνης του Απόστολου τα κατείχα κι ότι δεν λάθευε στους τόνους το αυτί μου, όμως η καρδιά μου, παρ’ όλα ταύτα, δεν έπαυε να χτυπά και να χοροπηδά.
Άκουγα καμιά φορά τον Κρίτωνα -δυο ή τρία χρόνια μεγαλύτερό μου – στον Άγιο Γρηγόριο, τη μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης μας, κι έλεγα ότι δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να φτάσω τη γλυκύτατη φωνή και το ταλέντο του. Εκείνος, όμως, είχε υπέρ αυτού το αβαντάζ ότι ο πατέρας του ήταν ο πιο διάσημος ψάλτης της πόλης μας και φυσικά τον δίδασκε κατ’ οίκον.
Έτσι πέρασα τη Μεγαλοβδομάδα με ασκήσεις. Ψέλναμε στην εκκλησία τα Πάθη του Κυρίου κι εγώ από μέσα μου έλεγα τον αναστάσιμο Απόστολο. Έλεγα το “Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος…”, “Τα πάθη τα σεπτά η παρούσα ημέρα”, “Ιούδας ο δόλιος”, “Η πόρνη εν κλαυθμώ”, ακόμα και το η “Η ζωή εν τάφω” και μόλις σταματούσαμε για ν’ αρχίσει ο αριστερός, έπιανα το “Αδερφοί” του Αποστόλου της Λαμπρής.
Πως πέρασε η Μεγάλη Βδομάδα ούτε το κατάλαβα. Δεν κατάλαβα ακόμα ούτε την αναστάσιμη ακολουθία κι ούτε πήρα χαμπάρι απ’ το πατατράκ των “φουσεκιών”, των βεγγαλικών, των κουμπουριών, των ανεξάντλητων πυροτεχνημάτων που γεμίζαν τον αέρα με το τόσο αγαπητό μας αναστάσιμο άρωμα του μπαρουτιού. Δεν θυμάμαι ν’ άκουσα ούτε καν τα χαρούμενα αναστάσιμα χτυπήματα του πλούσιου σε καμπάνες και ήχους κωδωνοστασίου. Όλο αυτό το διάστημα το τράκ δεν με είχε αφήσει.
— Έλα, πάρε το βιβλίο και προχώρει, μου είπε ο δάσκαλός μου ο Τσιράχ.
Πήρα το βιβλίο, βγήκα έξω απ’ το στασίδι μας, έκανα μια άγαρμπη υπόκλιση προς την Ωραία Πύλη κι ύστερα πήγα κι ανέβηκα ένα σκαλί προς το θρόνο του δεσπότη, ενώ το ευλαβές ακροατήριο παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον όλες τις κινήσεις του νέου αστέρα, που ετοιμαζόταν να ντεμπουτάρει στην ιερή σκηνή:
— Αδελφοίοιοιοι, ακούστηκε η φωνή μου.
Μόλις άρχισα, μου έφυγε μονομιάς όλο το τρακ, συνέχισα κανονικά και τελείωσα το κείμενο έτσι ακριβώς όπως το είχα μάθει σ’ όλες του τις λεπτομέρειες. Δυστυχώς, το ευλαβές κοινό της εκκλησίας δεν συνηθίζει να χειροκροτεί αυτούς τους αδικημένους καλλιτέχνες του Αποστόλου κι έτσι δεν είχα την ευκαιρία ν’ απολαύσω την επιδοκιμασία του ακροατηρίου και τον ενθουσιασμό του, που ήταν αδύνατο να τον μαντέψω μέσα στην κατανυκτική σιγή που ακολούθησε, αλίμονο, όλο εκείνο το θαυμάσιο και περίτεχνο «Αμήηην» του τέλους.
Θα πρέπει, όμως, να ήταν ένας θρίαμβος ο πρώτος μου Απόστολος, γιατί μόλις γύρισα στο στασίδι μας, με χάιδεψε ο δάσκαλός μου και μου είπε −κατασυγκινημένος για το δημιούργημά του−: «Μπράβο, μπράβο». Φρόντισε, μάλιστα, να μη μείνει χωρίς θετικότερες συνέπειες η λαμπρή μου επιτυχία κι έτσι εκτός απ’ τους πολλούς επαίνους για την πρόοδό μου, την άλλη Κυριακή, ευθύς μετά τη Λειτουργία, έσκυψε και μου έκανε μια βαρυσήμαντη ανακοίνωση:
— Σε θέλει ο επίτροπος.
Αφού πήρα το αντίδωρο απ’ το χέρι του παπά που με ευλόγησε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο − «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι εφ’ ημάς»− τράβηξα προς το παγκάρι, όπου ο επίτροπος μου έβαλε στο χέρι μερικά γρόσια.
— Τι είναι αυτά; ρώτησα.
— Η αμοιβή σου. Απ’ αυτή την Κυριακή θα πληρώνεσαι τακτικά. Σου κόψαμε ένα μικρό μηνιάτικο.
Έγινα κατακόκκινος κι ήθελα ν’ αφήσω τα γρόσια στο παγκάρι, αλλά ο επίτροπος δεν δεχόταν αντίρρηση:
— Σους, μου είπε ποντιακά, έπαρτα και δέβα. Εσύ είσαι καλόν παιδίν, θα ίνεσαι καλός ψάλτης.
Ήταν τα πρώτα λεφτά που κέρδιζα με την αξία και την τέχνη μου…
- Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό-ιστορικό χρονικό του Δημήτρη Ψαθά Γη του Πόντου (Εκδόσεις Μαρία Δ. Ψαθά)