Τις παιδικές του αναμνήσεις από τον εορτασμό της Μεγάλης Εβδομάδας στη γειτονιά του, στην Τραπεζούντα του Πόντου, περιγράφει με μοναδικό τρόπο ο συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς στο αυτοβιογραφικό χρονικό του Γη του Πόντου –τη «Βίβλο του Ποντιακού Ελληνισμού» κατά τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, που το προλόγισε το 1993).
Γεννημένος στην Τραπεζούντα του Πόντου, το 1907, ο Δημήτρης Ψαθάς, γιος της Τραπεζούντιας Μαρίας Χαραλαμπίδου και του Τενέδιου Ιωάννη Ψαθά, περιγράφει με νοσταλγία και χιούμορ τα νεανικά του χρόνια στο Φροντιστήριο Τραπεζούντος, όπου αριστούχος μαθητής στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου κατασκεύασε με τους φίλους του στον κήπο του σπιτιού του, τα περιβόητα φουσέκια (βαρελότα) της Ανάστασης παρά την απαγόρευση του αυστηρού καθηγητή του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος κ. Χρυσουλίδη. Ο ίδιος τα αποτυπώνει απολαυστικά στο απόσπασμα του βιβλίου που μοιραζόμαστε μαζί σας σήμερα.
Λένα Νίτσου, εκδότρια των Απάντων του Δημήτρη Ψαθά.
Παιδικές αναμνήσεις
… Με τον επίζηλον βαθμόν άριστα και διαγωγή αρίστη είχα τελειώσει και την Έβδομη τάξη του Δημοτικού και τώρα ήμουν μαθητής –μεγάλος πια– της Πρώτης Γυμνασίου. Δεν ήταν δα απλώς ένα πέρασμα απ’ το Δημοτικό σχολειό στο Γυμνάσιο για όσους μαθαίναμε τα γράμματα στο φημισμένο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος». Ήταν ένα βαρυσήμαντο γεγονός για τη μαθητική ζωή, ένας σταθμός, μια κρίσιμη καμπή, όπου ο μαθητής ένιωθε μια γενική αλλαγή της ατμόσφαιρας μαζί μ’ ένα γερό ταρακούνημα νεύρων.
Εκεί, στην πρώτη Γυμνασίου, δεν είχαμε πια συντροφιά μας τους καλόβολους συγγραφείς των «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων», τον Παπαδιαμάντη, τον Ξενόπουλο, τον Καρκαβίτσα, τον Ροΐδη, τον Νιρβάνα, ούτε τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Βαλαωρίτη. Στην πρώτη Γυμνασίου μας περίμενε ο Ξενοφών, μας περίμεναν τα βαριά, χοντρά βιβλία με τις στερεότυπες εκδόσεις των αρχαίων κειμένων, μας περίμεναν τα «εις μι και περισπώμενα» και, προπάντων, μας περίμενε ο καθηγητής Χρυσουλίδης −η δόξα και το φόβητρο του «Φροντιστηρίου Τραπεζούντος»− που ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «ο Σκορπιός». Ποντιακά τον λέγαμε «ο Χρυσούλτ’ς» ή «ο Σκορπόν».
Ολοζώντανος ακόμα προβάλλει στη θύμισή μου − Θεός σχωρέσ’ τον. Ένα πρόσωπο τριγωνικό, χοντροφτιαγμένο, γεμάτο γωνιές, που κατέληγε σ’ ένα μυτερό γενάκι. Χρυσά γυαλάκια, μάτια διαπεραστικά, φρύδια χοντρά, χέρια ευκίνητα και χοντρές δραστήριες παλάμες. Τα μαλλιά του ψαρά και αραιά, χτενισμένα προς τα πίσω και λίγο ανορθωμένα πάντα, το μέτωπο πλατύ, δύσκαμπτο μάλλον το κορμί του −μονοκόμματο− αλλά πολύ ευκίνητα τα μάτια, τα χέρια κι οι παλάμες.
Μας δίδασκε αρχαία ελληνικά και κυρίως την «Κύρου Ανάβαση», που διάβαζε με μια φωνή μακρόσουρτη και παθιασμένη, τραβώντας τραγουδιστά όλες τις λέξεις με τα δυο σύμφωνα «Έλλλλλληνες», για να υποδηλώνει την ορθογραφία, ενώ κυκλοφορούσε είτε μπροστά στην έδρα είτε ανάμεσα στα θρανία.
— Επεί δε οι στρατηγοί συνειλημμμμμμένοι ήσαν (παύση) και των στρατηγών και των στρατιωτών οι συνεπισπόμενοι απολώλεσαν (παύση) εν πολλή δη απορία ήσαν οι Έλλλλλληνες…
Απότομα σταματούσε και ρωτούσε έναν μαθητή:
— Δη!
Τα έχανε ο μαθητής, οπότε άστραφταν τα μάτια του Χρυσουλίδη.
— Κοιμάσαι, βλαξ; Την εξήγηση θέλω. Τι σημαίνει «δη»;
Κι ενώ ο μαθητής ξερόβηχε και προσπαθούσε να βρει την ακριβή εξήγηση της λέξης, την έλεγε εκείνος:
— «Ως ήτο επόμενον», βλαξ! Αυτό σημαίνει το δη! Εις πολλλλλλήν δε αμηχανίαν ευρίσκοντο οι Έλλλλλληνες…
Και γκαπ!… βαρούσε μια στο κεφάλι με το χοντρό βιβλίο, προσθέτοντας:
— Ως ήτο επόμενον!
Κι ώσπου να συνέλθει ο μαθητής… γκουπ, βαρούσε άλλη μια:
— Ως ήτο επόμενον… κοιμισμένε, ανόητε, απρόσεκτε, αμελέστατε…
Αυτός, λοιπόν, ο Χρυσουλίδης −ο «Σκορπόν»− καθώς ζύγωνε το Πάσχα, τώρα, δήλωσε αυστηρά στην τάξη μας:
— Αλίμονον εις εκείνον που θα πιάση φουσέκια κατά το Πάσχα. Αλίμονον εις εκείνον που θα κατασκευάσει! Για όποιον πληροφορηθώ θα τον αποβάλω οριστικώς εκ του σχολείου.
Εμβρόντητοι είχαμε μείνει όλοι μ’ αυτή την απαγόρευση, που δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό μας! Τι έλεγε ο Σκορπόν; Τρελάθηκε; Μα ήταν δυνατόν ποτέ, για όνομα του Θεού, να καταλάβουμε Πάσχα χωρίς φουσέκια;
Ίσα ίσα που έπρεπε να καεί το πελεκούδι. Δεν ήταν δυνατόν να φανταστούμε ότι μπορούσε να γίνει Ανάσταση χωρίς μπαρούτι, «φουσέκια», τρακατρούκες, κουμπουριές και κάθε λογής πυροτεχνήματα, που να χαλάνε τον κόσμο −μπαμ, μπουμ− άλλα να σφυρίζουν και να παίζουν σαν δαιμονισμένα μες στα πόδια μας κι άλλα να φεύγουν ψηλά και να σκάζουν βροντολογώντας στα ουράνια.
Αυτό, μάλιστα, δεν ήταν καθόλου μια δουλειά ανεύθυνη στα χέρια του καθενός, αλλά υπεύθυνη κι οργανωμένη απ’ τους επιτρόπους των εκκλησιών, που ανάμεσα στ’ άλλα καθήκοντά τους είχαν και την ευγενή φροντίδα της συγκέντρωσης των πυρομαχικών, που θα χρειαζόντουσαν για να τιμηθή δεόντως η Ανάσταση του Κυρίου. Έτσι απ’ τη Μεγάλη Βδομάδα κιόλας έβγαζαν έκτακτο δίσκο:
— Διά τα φουσέκια του Πάσχα!…
Κι οι πιστοί, ενώ παρακολουθούσαν με κατάνυξη τα Πάθη του Κυρίου, ρίχναν ευλαβώς τα χρήματά τους για να συγκεντρωθεί το ποσόν που θα χρειαζόταν για το πασχαλιάτικο μπουμπουνητό. Η κάθε ενορία μάλιστα φιλοδοξούσε να ξεπεράσει την άλλη ή να φανεί αντάξια της παράδοσης κι έτσι στον δίσκο εκείνο «διά τα φουσέκια του Πάσχα» δεν πέφταν πενταροδεκάρες, αλλά χοντρά νομίσματα.
Παράλληλα, ωστόσο, με τον υπεύθυνο κι επίσημο, να πούμε, εφοδιασμό των εκκλησιών, ανάπτυσσε τη δραστηριότητά της και η ιδιωτική πρωτοβουλία, της οποίας φιλότιμοι παράγοντες ήμαστε κι εμείς τα παιδιά, που κάναμε πάντα το κατά δύναμιν για να συγκεντρώσουμε το απαραίτητο απόθεμα των φουσεκιών. Ήμαστε καλά μυημένοι στα μυστικά της πυροτεχνουργικής και κατασκευάζαμε μονάχοι μας τα μέσα για την ενεργό συμμετοχή μας στο μεγάλο πασχαλιάτικο πανηγύρι.
Ολόκληρη τη Μεγαλοβδομάδα μάς έπιανε ακατάσχετη δραστηριότητα και χρόνο με τον χρόνο γινόμαστε άσσοι στη δουλειά. Όχι πως θα το παινευτώ, αλλά ήμουν κι εγώ ένας πολύ καλός τεχνίτης. Ήξερα, δηλαδή, όχι μόνο ν’ αλέθω προσεκτικά το χοντρό μπαρούτι στον μύλο του καφέ, αλλά, αλέθοντας και το κάρβουνο, μπορούσα να φτιάχνω άριστα το πιο κατάλληλο χαρμάνι, ώστε όταν θάναβε το φουσέκι, να φεύγει ωραία, να παίζει, να σφυρίζει κι ύστερα… μπαμ να σκάζει δυνατά.
Η απαγόρευση εκείνη είχε θεωρηθεί τουλάχιστο αστεία απ’ όλους μας, αλλά πολύ περισσότερο από μένα που είχα κιόλας προμηθευτεί εγκαίρως το μπαρούτι μου −μια οκά!− και περίμενα πώς και πώς τις διακοπές για να «δουλέψω» με τη συντροφιά μου.
— Τι είπε ο Σκορπόν;
— Τρελός είναι!
Μόλις, λοιπόν, έκλεισε το σχολειό −Μεγάλη Τρίτη− συγκεντρωθήκαμε η παρέα των πυροτεχνουργών κι απ’ τη Μεγάλη Τετάρτη πρωί πρωί αρχίσαμε την εργασία στο σπίτι μου. Είχε μπροστά μια στενόμακρη αυλή το σπίτι −με καρφωμένα βοτσαλάκια− κι από πίσω έναν κήπο με μερικά δέντρα και μια μεγάλη συκιά. Εκεί κάτω απ’ τη συκιά καθόμαστε η συντροφιά και δουλεύαμε ασταμάτητα, όλη τη μέρα. Είχαμε τα «καλούπια» μας −ξυλάκια στρογγυλά με μια λαβή−, τυλίγαμε σ’ αυτά το χοντρό χαρτί, το στρογγυλεύαμε, ύστερα το κολλούσαμε με τσιρίσι, κατόπιν περνούσαμε την άκρη του από μια θηλιά σπάγγου και στριφογυρίζοντάς το, το «πνίγαμε», για να σχηματισθεί η τρυπίτσα όπου θάμπαινε το φιτίλι.
Είχα φροντίσει μόνος μου για το άλεσμα του μπαρουτιού και του κάρβουνου, είχα κανονίσει το χαρμάνι κι απ’ αυτό γεμίζαμε τα φουσέκια, πατικώνοντάς τα και βάζοντας στην άκρη τρία τέσσερα χοντρά κομματάκια μπαρούτι, για το σκάσιμο.
— Εντάξει, Χάρη;
— Εντάξει.
— Πώς πας, Γιώργο;
— Μια χαρά!
Το μισό μπαρούτι κιόλας ήταν αλεσμένο κι έμεινε το άλλο μισό που το τύλιξα στη σακούλα του καλά και τόκρυψα στη ρίζα της συκιάς, σκεπάζοντάς το με μερικές πέτρες για πλήρη σιγουριά.
Αργά το απόγεμα, το αποτέλεσμα της παραγωγής μας ήταν απολύτως ικανοποιητικό και τ’ άλλα παιδιά φύγαν για να ξανάρθουν την επομένη το πρωί να συνεχίσουμε. Μένοντας μόνος στον κήπο, είπα προτού να φύγω κι εγώ να συγυρίσω λίγο και να σκουπίσω, ώστε να μη φωνάζει η μητέρα μου ότι τα κάναμε πάλι άνω κάτω. Ο κήπος ήταν σπαρμένος πέρα για πέρα με αραιά πιτσιλίσματα απ’ το χαρμάνι κι επειδή ήταν μπελάς να χρησιμοποιήσω σκούπα, σκέφθηκα −ευφυέστατα!− ότι θάκανα καλύτερα τη δουλειά μου μ’ ένα σπίρτο. Μ’ ένα πουφ, όλο αυτό το χαρμάνι του μπαρουτιού −ακίνδυνο καθώς ήταν ανακατεμένο με το κάρβουνο− θα… σκουπιζόταν μοναχό του.
Άναψα, λοιπόν, σ’ απόσταση πέντε έξι μέτρων απ’ τη συκιά το σπίρτο και μόλις τ’ ακούμπησα στο χώμα −ένας κρότος− μια φλόγα φοβερή με στράβωσε κι ένιωσα στο μούτρο μου ένα τσουρούφλισμα. Αστραπιαία κατάλαβα ότι οι σκόνες του χαρμανιού χρησίμεψαν για φυτίλι στη σακούλα με το μπαρούτι, αλλά ήταν κάπως αργά. Τέτοιο κάψιμο ένιωθα στο πρόσωπό μου, που έτρεξα, έχωσα το κεφάλι μου σ’ ένα βαρέλι με βροχόνερο που βρισκότανε στον κήπο κι ύστερα σαν τρελός όρμησα μέσα στο σπίτι για να δω στον καθρέφτη τι είχε γίνει.
Κοίταξα και τρόμαξα. Κάποια άγνωστη φάτσα με κοιτούσε από μέσα, ένα μούτρο απαίσιο, φουσκωμένο, κατακόκκινο, δίχως φρύδια, δίχως τσίνουρα. Φωνές ακούστηκαν:
— Παναγιά μου!
— Χριστέ μου!
Ήταν ο κόσμος που είχε ακούσει την έκρηξη και έτρεξε, η μητέρα κι οι αδελφές μου που μ’ έβλεπαν και χτυπιόντουσαν.
Ω, τι καημός εκείνη τη χρονιά! Όχι, βέβαια, γιατί κατακάηκε το μούτρο μου, αλλά γιατί δεν μπορούσα να ολοκληρώσω τη δουλειά μου κι έτσι έμεινα χωρίς φουσέκια, στο περιθώριο, αλίμονο, του γενικού μπουμπουνητού! Η μόνη μου παρηγοριά ήταν ότι ανάμεσα απ’ τις γάζες πρόβαλλε λίγο και η μύτη μου και από εκεί μπορούσα, τουλάχιστο, να παίρνω τη μυρουδιά του μπαρουτιού που μοσχοβολούσε στον πασχαλιάτικο αέρα.