Κατάνυξη, νηστεία ή και πλήρη αποχή από το φαγητό και εκκλησιασμός. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν ημέρα θρήνου στον Πόντο όπως και σε κάθε γωνιά που χτυπούσε η ελληνική καρδιά. Το εθιμοτυπικό της μέρας τηρούνταν με ευλάβεια από μικρούς και μεγάλους.
Οι πιστοί νήστευαν από το λάδι. Κάποιοι δεν έτρωγαν καθόλου. Άλλοι δεν έπιναν ούτε νερό. Σε κάποιες περιοχές οι νοικοκυρές έφτιαχναν ένα παραδοσιακό ψωμί ενώ αλλού υπήρχε το έθιμο να πίνουν ένα κουταλάκι ξίδι.
Οι μυροφόρες στόλιζαν τον επιτάφιο με αγριολούλουδα και κεριά και στη συνέχεια εναπόθεταν το κέντημα με την παράσταση του Επιτάφιου Θρήνου. Τα λουλούδια όπως και τα κεριά θεωρούνταν αγιασμένα, ικανά να αποτρέψουν το κακό αλλά και να θεραπεύσουν. Σχεδόν σε όλο τον Πόντο, όταν κάποιος ήταν άρρωστος κάπνιζαν τα άνθη σε θυμιατό ενώ τα κεριά τα άναβαν όταν ήθελαν να κοπάσει η κακοκαιρία.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης Μανόλης Γ. Βαρβούνης «Οι μητέρες φρόντιζαν να περνούν τελετουργικά τα παιδιά τους τρεις φορές κάτω από τον επιτάφιο, ενώ και οι μεγάλοι περνούσαν κάτω από το ανθοστολισμένο κουβούκλιο, κατά κανόνα μπαίνοντας στο ναό, στο τέλος της βραδινής περιφοράς.
Στα Σούρμενα, μάλιστα, και οι μουσουλμάνες πήγαιναν τα κορίτσια τους στο ναό, για να περάσουν κάτω από τον επιτάφιο, καθώς γενική και διάχυτη ήταν η πίστη ότι έτσι εξασφαλίζονταν υπερφυσικά η καλή υγεία και η τύχη του παιδιού, καθώς η όλη τελετουργία ενισχυόταν και από την τριπλή επανάληψή της.
»Στη Σάντα πίστευαν ότι θα θεραπευόταν οι ασθενείς που θα κατάφερναν να περάσουν πρώτοι κάτω από τον επιτάφιο, και ότι οι αμαρτωλοί είχαν αθέατα κέρατα –αντίληψη επηρεασμένη από την ορθόδοξη εικονογραφία του διαβόλου– τα οποία τους εμπόδιζαν να περάσουν και χρειάζονταν υποβοηθητική ώθηση από κάποιον συγχωριανό τους.
Στην Ινέπολη μάλιστα αν περνούσαν κάτω από τον επιτάφιο δεν έπρεπε μετά επί σαράντα μέρες να πλυθούν, ώστε να μην χάσουν την ευλογία.
»Στην περιοχή του Μεσοχαλδίου κατά την Ακολουθία των Ωρών πήγαιναν στο ναό κουκιά και φασόλια μαγειρεμένα χωρίς λάδι, τα οποία μαζί με παξιμάδι μοίραζαν κατά την απόλυση, κυρίως στις πιο φτωχές οικογένειες, πιστεύοντας ότι έτσι θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες των οικείων τους που είχαν πεθάνει. Γενικώς θεωρούσαν τη Μεγάλη Παρασκευή ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς, γι’ αυτό και επισκέπτονταν τα κοιμητήρια, στόλιζαν με λουλούδια και στέφανα τους τάφους των νεκρών και τελούσαν τρισάγια σε αυτούς, σε ορισμένες δε περιοχές ήταν η μέρα κατά την οποία έκαναν και τις ανακομιδές των λειψάνων των οικείων τους που είχαν πεθάνει.
Στο Σταυρίν τελούσαν, μετά την Αποκαθήλωση, γενικό τρισάγιο στο κοιμητήριο για όλους τους νεκρούς του χωριού, και κάθε οικογένεια πήγαινε στον τάφο του νεκρού της ένα είδος μικρών τελετουργικών και νεκρολατρικών άρτων, τα τρανά κολόθα, ενώ όσοι είχαν πρόσφατο πένθος παρασκεύαζαν επίσης κόλλυβα και κολοθόπα. Άναβαν κερί και τοποθετούσαν τις προσφορές αυτές στον τάφο, μετά δε το τρισάγιο οι επίτροποι έπαιρναν τα ψωμάκια, τα έκοβαν σε μερίδες, έδιναν από μία στον ιερέα και στους ψάλτες, και τις υπόλοιπες τις μοίραζαν στους κατοίκους που επισκέπτονταν την ημέρα εκείνη το κοιμητήριο, για να συγχωρήσουν τους νεκρούς.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα κύρια τελετουργικά χαρακτηριστικά της ημέρας ήταν καταρχήν η προσπάθεια προσπορισμού της υπερφυσικής προστασίας μέσω της τελετουργικής χρήσης αντικειμένων που είχαν έρθει σε επαφή με τον επιτάφιο, αλλά και διά του τελετουργικού περάσματος κάτω από αυτόν, και κατόπιν η νεκρολατρία, σύμφωνα με μια σειρά νεκρολατρικών πρακτικών, που συνάδουν και με τον γενικότερο πένθιμο χαρακτήρα της ημέρας, από εκκλησιαστική άποψη».