Η Μεγάλη Παρασκευή είναι ίσως η πιο φορτισμένη συγκινησιακά ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, καθώς κορυφώνεται το Θείο Δράμα με τη σταύρωση και τον ενταφιασμό του Χριστού στην πορεία προς την ανάσταση και το Πάσχα.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ξεκινά ο στολισμός του επιταφίου στις εκκλησίες σε όλη τη χώρα.
Πρώτα ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες και ακολουθεί ο εσπερινός της Μεγάλης Παρασκευής. Στη συνέχεια γίνεται η Αποκαθήλωση. Ακριβώς μετά μέσα στο ιερό κουβούκλιο τοποθετείται ένα ύφασμα, ο επιτάφιος – πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί νεκρός ο Κύριος.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, ομότιμη ερευνήτρια και τέως διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, «οι γυναίκες στολίζουν τον επιτάφιο με λουλούδια της εποχής και λένε το γνωστό μοιρολόγι της Παναγίας, το οποίο αλλού τραγουδούν αγερμικά (ως κάλαντα) τα παιδιά στα σπίτια για φιλοδώρημα. Τη διαδικασία αναλαμβάνουν κυρίως ώριμες γυναίκες βοηθούμενες από νέα κορίτσια, για να “μαθαίνουν”. Ήταν από τις πιο αγαπημένες ασχολίες των γυναικών, καθώς μακριά από το σπίτι και την επιτήρηση των ανδρών μπορούσαν να συζητήσουν μεταξύ τους για διάφορα θέματα».
Η λέξη επιτάφιος είναι αρχαία ελληνική και σημαίνει επί του τάφου, επιτάφιος λόγος (π.χ. επιτάφιος του Περικλέους), ή επίγραμμα. Κατά τους χριστιανικούς χρόνους πήρε τη σημασία της αναπαράστασης του σώματος του Ιησού μετά την αποκαθήλωση από το σταυρό σε στάση προετοιμασίας για την ταφή.
Γύρω από την σκηνή της αποκαθήλωσης είναι κεντημένο το τροπάριο της ημέρας: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου Σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο».
Κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου που περιγράφει τα γεγονότα του θανάτου και της ταφής ένα ξύλινο ζωγραφισμένο ομοίωμα του σώματος του Χριστού ως εσταυρωμένου αποσπάται από το σταυρό, τυλίγεται σε λευκό ύφασμα και μεταφέρεται στο ιερό του ναού, εκεί όπου θα μεταφερθεί μετά την περιφορά του επιταφίου και ο σταυρός.
«Επιτάφιος, εκτός από το κεντημένη σε ύφασμα αποκαθήλωση, λέγεται συνεκδοχικά και το ξυλόγλυπτο κουβούκλιο (θόλος) που αναπαριστά τον τάφο του Χριστού», εξηγεί η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη.
Οι πιστοί συνηθίζεται να προσκυνούν τον επιτάφιο όλο το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής μέχρι την τέλεση του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου. Πολλοί περνούν και κάτω από το κουβούκλιο, το οποίο περιφέρεται σε κεντρικά σημεία της ενορίας. Η πομπή σταματά σε διάφορα σημεία και αναπέμπεται δέηση, ενώ κατά τη διάρκεια της περιφοράς ψάλλονται εγκώμια.
Σε πολλά ελληνικά χωριά ο επιτάφιος περνάει και από το κοιμητήριο για να δώσει στους νεκρούς το μήνυμα της ζωής.
«Τα λουλούδια, και ιδιαιτέρως αυτά που ακουμπούν στο σώμα του Χριστού, τα κρατούν για φυλαχτό ή στο εικονοστάσι. Τα κεριά του επιταφίου, καθώς και αυτά που καίνε στο σταυρό, τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι οικογένειες, πληρώνοντας ένα ποσό στην εκκλησία. Όταν έβρεχε ή άστραφτε ή έριχνε χαλάζι άναβαν το κερί, σταύρωναν τα σύννεφα και πίστευαν ότι σταματούσε. Κυρίως όμως το κερί το έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στο ταξίδι για να χρησιμοποιήσουν σε περιπτώσεις επικίνδυνης θαλασσοταραχής ή ανεμοστροβίλων.
»Σε πολλές περιοχές έφερναν στην εκκλησία την Μεγάλη Πέμπτη ή Παρασκευή ψωμί, αλάτι, αβγά και νερό σε φιάλη για να ανανεωθούν. Τα περνούσαν όλα κάτω από τον επιτάφιο ή τα έβαζαν κάτω από την Αγία Τράπεζα και τα έπαιρναν μετά την Ανάσταση», αναφέρει η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη.