Την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Παρισιού όπου νοσηλευόταν λόγω της Covid-19 άφησε σε ηλικία 92 ετών ο σκηνοθέτης, ποιητής, συγγραφέας και αντιστασιακός Ροβήρος Μανθούλης.
Γεννήθηκε στην Κομοτηνή και μεγάλωσε στην Αθήνα. Συμμετείχε στους κύκλους της ∆ιάπλασης των Παίδων και στις γραμμές του ΕΑΜ των Νέων και συνέχεια της ΕΠΟΝ. Από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση ήταν το «χωνί» των Εξαρχείων και της Νεάπολης, που έφερνε τα βράδια από κάποια ταράτσα στο λόφο του Στρέφη τα αντιστασιακά μηνύματα μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα των κατοίκων.
Μετά το γυμνάσιο σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Σκαλοπάτια (1949). ∆άσκαλός του στην ποίηση ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος· παρέα του στο φιλολογικό πατάρι του «Λουμίδη» ήταν ανάμεσα σ’ άλλους ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου και ο σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης που εξέδιδε το περιβόητο περιοδικό Ποιητική Τέχνη.
Από το 1949 έως το 1953 σπούδασε κινηματογράφο και θέατρο στο Πανεπιστήμιο Syracuse της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί του ανοίχτηκε και ο πρώτος αμερικανικός φάκελος, όταν δημοσίευσε ένα αντιμακαρθικό άρθρο στην πανεπιστημιακή εφημερίδα. Στην πόλη Σίρακιουζ είχε το στρατηγείο του ο Μακάρθι, στα γραφεία της Ομοσπονδίας των Παλαιών Πολεμιστών.
Τον δεύτερο φάκελο του τον άνοιξαν το 1972, όταν γύριζε στο Χάρλεμ την ταινία Μπλουζ με σφιγμένα δόντια.
Όταν επέστρεψε από την Αμερική, το 1953, συνεργάστηκε στην αρχή με το «Θέατρο της Τετάρτης» του ΕΙΡ, φέρνοντας μια καινούρια ραδιοφωνική τεχνική στις θεατρικές διασκευές. Θέλοντας να βοήσει την κινηματογραφική εκπαίδευση, ανέλαβε τη διεύθυνση σπουδών σε δύο διαδοχικά κινηματογραφικές σχολές, στη Σχολή Σταυράκου και στη Σχολή Ιωαννίδη.
Στο μεταξύ, ο Ροβήρος Μανθούλης είχε αναλάβει να οργανώσει το τμήμα ντοκιμαντέρ στο υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, αλλά σ’ έναν χρόνο απολύθηκε. Μόλις που πρόφτασε τότε, το 1958, να γυρίσει την πρώτη του ταινία, ένα ντοκιμαντέρ για τη Λευκάδα.
Η διάδοση του είδους του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα έγινε έμμονη ιδέα στον σκηνοθέτη, και το 1960 ίδρυσε την «Ομάδα των 5», με τους Ηρακλή Παπαδάκη, Φώτη Μεσθεναίο, Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και Ρούσσο Κούνδουρο. Ύστερα από έναν οργασμό διαφώτισης του κοινού και των κρατικών φορέων, με διαλέξεις, προβολές, φεστιβάλ και κινηματογραφικές λέσχες, κατέληξαν στο να γυρίζουν όλοι, αλλά και άλλοι σκηνοθέτες, σειρά από ταινίες για διάφορους οργανισμούς και να ζουν απ’ αυτό.
Η Ακρόπολη των Αθηνών (1961) που γύρισε με τον Ηρακλή Παπαδάκη και τον Φώτη Μεσθεναίο (και τον μέγα αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη) πουλήθηκε σε 3.000 πανεπιστήμια στην Αμερική.
Οι ταινίες τους αποσπούσαν κάθε φορά το βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Η Πιο Μεγάλη ∆ύναμη το 1961, Άνθρωποι και Θεοί το 1965 με τη φωνή του Κίμωνα Φράιερ (μεταφραστή της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στα αγγλικά) που μεταδιδόταν κάθε χρόνο για μια πενταετία από το αμερικάνικο δίκτυο NBC.
Το 1959 ο Ροβήρος Μανθούλης δέχτηκε μια πρόταση του Αντώνη Ζερβού (της γνωστής εταιρείας ΑΝΖΕΡΒΟΣ, που είχε στούντιο, διανομή και πολλά σινεμά) να γυρίσει μια ελληνική κωμωδία, την Κυρία ∆ήμαρχο (1960), με πρωταγωνιστές τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Κούρκουλο σε δευτερεύοντα ρόλο, τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση και τον Φώτη Μεσθεναίο ως διευθυντή φωτογραφίας.
Το ίδιο συνέβη και με την Οικογένεια Παπαδοπούλου (1961) σε σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα, με τους Ορέστη Μακρή, Ντίνο Ηλιόπουλο, Παντελή Ζερβό, Κάκια Αναλυτή, Στέφανο Ληναίο και τον Θανάση Βέγγο. Ένας από τους μεγαλύτερους ρόλους που χάρισε στον Θανάση Βέγγο και το Βραβείο Καλυτέρου Ηθοποιού ήταν στην επόμενη ταινία του Ροβήρου Μανθούλη Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ (1963), με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη ∆ιαμαντόπουλο.
Το Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ ήταν μια πρώτη πολιτική ταινία, αλλά το Πρόσωπο με Πρόσωπο (1966) προέκυψε ακόμα πιο καυστική.
Μέσα από την καρικατούρα της αναρριχόμενης νεόπλουτης τάξης των εφοπλιστών και των κατασκευαστών που γκρέμιζαν και ασχήμαιναν την Αθήνα διαφαίνονταν οι δικτατορικές τάσεις που απειλούσαν την πολιτική νομιμότητα και τις ελευθερίες που με τόσο κόπο μόλις είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην Ελλάδα.
Μια τέτοια ταινία δεν ήταν εύκολο να γυριστεί, γιατί… μεριμνούσε και η λογοκρισία. Πολλοί συνέβαλαν με μικρές χρηματικές συμμετοχές ή με την εργασία τους. Σενάριο δεν υποβλήθηκε στη λογοκρισία και το γύρισμα άρχισε με την άδεια για ένα προηγούμενο ντοκιμαντέρ.
Η κόπια πρόλαβε να βγει από το εργαστήριο για να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1966, μια μεγάλη χρονιά με πολύ καλές ταινίες. Εκεί ξεσήκωσε τη φοιτητική νεολαία, εντυπωσίασε τους ξένους κριτικούς και πήρε το Χρυσό Βραβείο Σκηνοθεσίας, όπως το έλεγαν τότε.
https://www.youtube.com/watch?v=-ty2i7h_8SA
Η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα «καθ’ άπασαν την επικράτειαν, διά λόγους γενικοτέρας θέσεως», το διαβατήριο του σκηνοθέτη ακυρώθηκε, η αστυνομία επισκέφτηκε το σπίτι του, το όνομά του μπήκε στη μαύρη λίστα που δεν έπρεπε να αναφέρει ο Τύπος. Ήταν η αρχή της εξορίας του Ροβήρου Μανθούλη στο εξωτερικό.
Η ταινία προβλήθηκε στο Παρίσι, οι κριτικές ήταν θριαμβευτικές, η γαλλική τηλεόραση του ανάθεσε τη σκηνοθεσία ενός πρωτότυπου προγράμματος με τίτλο Στην Αφίσα του Κόσμου, που γυρίστηκε σε διάφορες χώρες (ταξίδευε τότε με προσφυγικό διαβατήριο «απάτριδος»), ερευνώντας τις πολιτικές και κοινωνικές ρίζες του θεάματος, της μουσικής και του τραγουδιού.
Για την Αφίσα του Κόσμου σκηνοθέτησε διάσημους καλλιτέχνες, όπως τον Ζακ Μπρελ, την Τζόαν Μπαέζ, τους Ρόλινγκ Στόουνς με τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Μικ Τζάγκερ, τον Τζον Μαγιάλ, τον Σάνρα, την Μάριον Ουίλιαμς, τον Τζόνι Χαλιντέι, τον Ζορζ Μουστακί, τον Νουρέγιεβ και πολλούς άλλους.
Για το ίδιο πρόγραμμα γύρισε ντοκιμαντέρ με τη Μελίνα Μερκούρη, τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτή η δουλειά αγαπήθηκε τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς που έδωσαν το ετήσιο βραβείο της καλύτερης γαλλικής εκπομπής του 1969.
https://www.youtube.com/watch?v=Dg30KcFHyPk
Αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας ήταν να του αναθέσει το 3ο Κανάλι, που στο μεταξύ ετοιμαζόταν να εκπέμψει, τη σκηνοθεσία ενός ντoκιμαντέρ για τα μπλουζ. Ο Ροβήρος Μανθούλης γύρισε το Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή στην Αμερική και με το φιλμ αυτό έγινε τηλεοπτική πρεμιέρα στις 3 Ιανουαρίου 1973.
Παράλληλα, γύρισε στο Χάρλεμ την ταινία μεγάλου μήκους Μπλουζ με σφιγμένα δόντια, που παίχτηκε την ίδια χρονιά στους κινηματογράφους και απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές. Η ταινία προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ και στο τμήμα Καλύτερες Ταινίες της Χρονιάς του Φεστιβάλ Λονδίνου. Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς επελέγη επίσης από τους Βέλγους κριτικούς (μαζί με το Γάμο της Μαρίας Μπράουν του Φασμπίντερ και Το Κοπάδι του Γκιουνέι).
Τότε άρχισε και η σειρά των πολιτιστικών ντοκιμαντέρ με τον γενικό τίτλο Μια χώρα, μια μουσική, που έφερε τον Ροβήρο Μανθούλη σε πολλές χώρες των πέντε ηπείρων (στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας). Προηγουμένως είχε «σκηνοθετήσει» από τηλεφώνου τις σκηνές που γύρισε ο οπερατέρ Φώτης Μεσθεναίος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας για την ταινία Κραυγή της σιωπής.
Στο μεταξύ, η φίλη του Μελίνα Μερκούρη ενθουσιάστηκε με το επεισόδιο που γύρισε ο Ροβήρος Μανθούλης με την ίδια για την Αφίσα του Κόσμου και του πρότεινε μια ταινία με παραγωγό τον Ζιλ Ντασέν, με τίτλο Lilly’s Story. Ο σκηνοθέτης έγραψε το σενάριο στα αγγλικά (με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου) και έστειλε ένα γαλλικό συνεργείο να γυρίσει κρυφά σκηνές στην Αθήνα. Τελικά τα μέλη του συνεργείου συνελήφθησαν έξω από την Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας.
Το φιλμ δεν έγινε ποτέ, γιατί την παραμονή του γυρίσματος διαλύθηκε η εταιρεία παραγωγής. Και δεν μπόρεσε να γυριστεί ούτε στη Ρουμανία, γιατί το απαγόρευσε ο Τσαουσέσκου, ο οποίος είχε υπογράψει τις μέρες εκείνες εμπορική συμφωνία με τη χούντα.
Λίγο μετά την πτώση της χούντας η κυβέρνηση πρότεινε στον Μιχάλη Κακογιάννη να αναλάβει την Τηλεόραση (1975). Εκείνος αρνήθηκε και υπέδειξε τον Ροβήρο Μανθούλη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τού αναθέτει την καλλιτεχνική διεύθυνση της ΕΡΤ, που στο μεταξύ είχε γίνει ανώνυμη εταιρεία δημοσίου δικαίου. Ο σκηνοθέτης δέχτηκε για έναν χρόνο και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Στο διάστημα αυτό προσπάθησε να διαμορφώσει το πρόγραμμα με συνεργάτες του τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, τον Πέτρο Μάρκαρη, την Τώνια Μαρκετάκη και άλλους.
Το 1991 ο Ροβήρος Μανθούλης εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού, την οποία επιχείρησε να κάνει ένα ελληνικό πολιτιστικό κέντρο. Ίδρυσε κινηματογραφική λέσχη, εγκαινίασε περιοδικό και οργάνωσε σεμινάρια με πανεπιστημιακούς. Παράλληλα, γύρισε μια σειρά ταινιών για τους Έλληνες της γαλλικής πρωτεύουσας. Το ∆ημοτικό Συμβούλιο του απένειμε το Μετάλλιο της Πόλεως του Παρισιού για την πολιτιστική δράση του στη Γαλλία, που υπήρξε πλούσια.
Στο μεταξύ στράφηκε κυρίως σε ελληνικά θέματα, σκηνοθετώντας τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο και τη ∆ικτατορία των Συνταγματαρχών για το γαλλικό πολιτιστικό κανάλι ΑRΤΕ (σε συμπαραγωγή με την FR-3 και τη ΝΕΤ), καθώς και την ταινία μεγάλου μήκους Lilly’s Story (με θέμα το πώς δεν γυρίστηκε η παλιά ταινία με την Μελίνα), η οποία επελέγη από το Φεστιβάλ Βενετίας ως επίσημη συμμετοχή το 2000.
Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται το Κράτος της Τηλεόρασης, το Αρχαίο Ερωτικό Λεξιλόγιο για την αργκό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Μιμίαμβοι του Αλεξανδρινού κωμωδιογράφου Ηρώνδα σε μετάφραση και σχόλια, το βιωματικό μυθιστόρημα Lilly’s Story, το Μπλουζ με Σφιγμένα ∆όντια (χρονικό του γυρίσματος της ταινίας), Tο Ημερολόγιο του Εμφυλίου ∆ιχασμού, 1900-1974, κ.ά.