Η γιορτή της Αναστάσεως δίνει την ευκαιρία μιας ενδοσκόπησης ενός λαού, όπως ο ελληνικός, που στην ιστορική του διαδρομή, από την αρχαία εποχή ως τη νεότερη (για σήμερα δεν γνωρίζω), έθεσε τους βασικούς προβληματισμούς γι’ αυτό που ονομάστηκε ανθρωπισμός στη θεωρητική και πρακτική προσέγγιση. Κέντρο αυτής της προσέγγισης υπήρξε ο άνθρωπος, το δράμα και τα πάθη του.
Αντίθετη στον ανατολικό δεσποτισμό και στον δυτικό ατομικισμό, η ελληνική ιδιοπροσωπεία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που βιώνονται, σήμερα, υποσυνείδητα σε λαϊκό επίπεδο αλλά δεν αναπαράγονται ως διαχρονικές αξίες σε επίπεδο παιδείας. Ούτε δημόσιου λόγου. Η απουσία στη δημόσια σφαίρα αυτής της αναπαραγωγής, αυτής της ελληνικής ιδιαιτερότητας, έχει επιτρέψει τη διαμόρφωση μιας επικίνδυνης πόλωσης.
Οι αφορμές για την πόλωση δίνονται συχνά. Σήμερα είναι το Ουκρανικό πρόβλημα. Ο μανιχαϊσμός της ελληνικής κοινωνίας το βιώνει ως ελληνικό εμφύλιο. Οι μάχες που δίνονται στο διαδίκτυο είναι ομηρικές.
Σε έναν πολιτισμό όπου η αμεσότητα της δημοκρατίας και η πολυφωνία αποτελούσαν τα κύρια στοιχεία που τον διαμόρφωσαν, τείνει να επικρατήσει η βούληση κάθε εξουσίας να περιορίσει την αντίθετη άποψη. Και να την περιορίσει απόλυτα. Το ανησυχητικό είναι πως η γενική «οπαδοποίηση» αποδέχεται και ενισχύει την πολιτική αυτή σε λαϊκό επίπεδο. Η χειραγώγηση ενός λαού επιτρέπει το μονοπώλιο της κυβερνητικής εξουσίας χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις.
Για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις, υπάρχει θέμα ποιότητας της δημοκρατίας στη χώρα. Δημοκρατία δεν είναι, απλώς, η διενέργεια εκλογών.
Η αίσθηση ελέγχου του πολιτικού τοπίου και εύκολης χειραγώγησης της κοινής γνώμης επιτρέπει στην, κάθε φορά, κυβερνητική εξουσία να αδιαφορεί για τις επιθυμίες της κοινωνίας και να επαίρεται, εξ αυτού, ότι δεν ακολουθεί λαϊκιστική πολιτική. Αυτό έχει επιπτώσεις και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Κακά τα ψέματα. Από της δημιουργίας της ως κράτους, η Ελλάδα δεν κατάφερε ως σήμερα να αποκτήσει κάποια ανεξαρτησία στην διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής. Αυτή η αδυναμία, γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη όταν η πολιτική ηγεσία είναι αδύναμη, όπως συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες.
Δυστυχώς, η Ελλάδα θεωρείται δεδομένη από τα κυρίαρχα δυτικά κέντρα στους θεσμούς των οποίων ανήκει.
Ένα ιδιόμορφο grupi επιχειρεί κάθε φορά να πείσει πως η υποχώρηση από διακηρυγμένες θέσεις της χώρας που προασπίζονται τα δικαιώματα και την κυριαρχία της, είναι προσαρμογή σε ένα δυτικό και συμμαχικό πνεύμα και αποφεύγει τον πόλεμο. Προετοιμάζει το έδαφος για υποχωρήσεις διά της διολισθήσεως. Αυτή η αντίληψη είναι οριζόντια στο πολιτικό φάσμα, ενδημεί σε όλους τους πολιτικούς χώρους οι οποίοι δεν διακρίνονται για καμιά διαφορά μεταξύ τους. Είναι, απλώς, ομάδες νομής της εξουσίας και όχι σύνολα με πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο.
Τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα καθώς η γειτονική χώρα η οποία παραμένει συνεχής απειλή αμφισβήτησης του status quo που διαμορφώθηκε στην περιοχή εδώ και πολλά χρόνια, φαίνεται να εξέρχεται ενισχυμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Για λόγους δύσκολα ερμηνεύσιμους όλες οι δυνάμεις που εμπλέκονται στον πόλεμο και οι χώρες που υποστηρίζουν διαφορετική πλευρά των εμπολέμων αναγνωρίζουν ως εξισορροπητικό τον ρόλο της Τουρκίας.
Σε αντίθεση με τη γειτονική χώρα η ελληνική κυβέρνηση στην πρώτη φάση της κρίσης χειρίστηκε με ερασιτεχνικό τρόπο τις εξελίξεις επιδεικνύοντας μια ελάχιστα διπλωματική στάση. Δύσκολα να πιστέψει κανείς πως στο επίπεδο της κυβέρνησης δεν γίνεται αντιληπτή η διάκριση της ανθρωπιστικής στάσης που έπρεπε να κρατήσει η χώρα στον πόλεμο και η εμμονή σε αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως η μη αποδοχή της ρωσικής εισβολής, έπρεπε να διαχωριστούν από τις διπλωματικές ισορροπίες που δεν τηρήθηκαν. Η αίσθηση του δεδομένου για τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις έδωσε τα περιθώρια σε ξένες κυβερνήσεις να πιέζουν την Αθήνα για ακόμη περισσότερες αποστολές οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία πέραν αυτών (που είναι αρκετά) που εστάλησαν από τα νησιά.
Η ανησυχία για τον τρόπο που διαχειρίζονται οι ελληνικές κυβερνήσεις την ασφάλεια της χώρας επιτείνεται από το γεγονός ότι με ευκολία αποδέχτηκαν να αποσύρουν σοβιετικά οπλικά συστήματα από τα νησιά για να ικανοποιήσουν και τους δυτικούς συμμάχους και την Τουρκία η οποία το απαιτούσε. Στην ελληνική κοινή γνώμη η αποστολή αυτή παρουσιάστηκε ως ανθρωπιστική ευαισθησία στα θύματα που προκάλεσε η ρωσική εισβολή, λες και οι κυβερνήσεις είναι κατηχητικά σχολεία.
Τα οπλικά αυτά συστήματα δεν θα επιστρέψουν στην βάση τους και δεν θα αντικατασταθούν.
Έτσι, ένα τουλάχιστον μέρος της τουρκικής απαίτησης ικανοποιήθηκε και ενδεικτικό αυτής της ικανοποίησης είναι ότι η Τουρκία δεν ζητά, πλέον, άλλη αποστρατιωτικοποίηση. Κλιμάκωσε την απαίτησή της θέτοντας θέμα συνδιαχείρισης των ενεργειακών αποθεμάτων ανεξαρτήτως του τι δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο.
Την ιστορία και το δίκαιο τα διαμορφώνουν οι νικητές. Και στην περίπτωση της Ουκρανίας νικητές φαίνονται να αναδεικνύονται, κυρίως, οι Αμερικανοί και δευτερευόντως, η Τουρκία. Τρίτος, δεν υπάρχει.
Δεν είναι, ακόμη, γνωστό, μέχρι ποιου σημείου είναι διατεθειμένες οι ΗΠΑ να οδηγήσουν την πίεση στην Ρωσία. Πάντως, αν τα χαρακτηριστικά αυτού του πολέμου είναι μια ιδιόμορφη, πρωταρχική, φάση ενός μακρού Τρίτου Παγκοσμίου, το διεθνές σύστημα οργάνωσης δεν ικανοποιεί την Ουάσιγκτον.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε η Κοινωνία των Εθνών η οποία εξέπνευσε μετά την λήξη του Β! Παγκοσμίου πολέμου, δίνοντας την θέση της στον ΟΗΕ. Ο ΟΗΕ δεν καλύπτει σήμερα τις αμερικανικές απαιτήσεις. Ένας νέος διεθνής οργανισμός θα διαμορφωθεί αλλά η μορφή του δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή. Ποια θέση θα έχουν σ αυτόν τον οργανισμό η Ρωσία και η Κίνα; Και τι θα γίνει με την Τουρκία η οποία απαιτεί μια θέση μονίμου μέλους;
Και σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει και ποια είναι η πολιτική της Αθήνας;
Στις κυρίαρχες ομάδες της ελληνικής πρωτεύουσας η αδυναμία διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής η οποία θα υποστηρίζεται από μια ισχυρή αποτρεπτική δύναμη έχει γίνει αποδεκτή. Δεν φαίνεται να διεκδικούν τίποτε για την χώρα στην διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας με υποβαθμισμένη την κατακερματισμένη Ευρώπη. Και όχι, μόνο αυτό. Οι αναπαραγωγοί της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα κατηγορούν ακόμη και την Γερμανία την οποία μέσω της Ουκρανίας εξευτέλισαν, ότι δεν προστρέχει με τη δέουσα επιθυμία στην ικανοποίηση των απαιτήσεων του Ουκρανού προέδρου διότι δεν εγκαταλείπουν με τη ταχύτητα που η Ουάσιγκτον υπαγορεύει το ρωσικό φυσικό αέριο.
Το γεγονός θα έχει επιπτώσεις στην γερμανική οικονομία η συμβολή της οποίας στη λειτουργία της ΕΕ είναι καταλυτική. Ούτε αυτό τους απασχολεί.
Οι ιδεολογικές και ιδεαλιστικές επικλήσεις του δυτικού κόσμου θα ήταν αποδεκτές αν δεν ήταν υποκριτικές.
Τις τελευταίες ημέρες, η Τουρκία έχει εισβάλει στο Ιράκ και βομβαρδίζει θέσεις Κούρδων έχοντας τη δυτική σιωπή εξασφαλισμένη. Στο Βόρειο Ιράκ υπάρχει μια συμπαγής κουρδική κοινότητα. Δεν είναι οι Κούρδοι της Τουρκίας. Είναι του Ιράκ. Η Τουρκία εισβάλει όποτε θέλει σε μια ανεξάρτητη χώρα, σκοτώνει, καταστρέφει και η Δύση, αν δεν την χειροκροτεί, σιωπά.
Βεβαίως, πρέπει να καταδικάζεται η οποιαδήποτε εισβολή σε ανεξάρτητα κράτη και σωστά έγινε αυτό στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Δεν πρέπει να γίνει και με την Τουρκία που καταπατά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Συρία, το Ιράκ, την Λιβύη, ακόμη και την Κύπρο;
Η διαμορφούμενη ως κυρίαρχη οπτική της Δύσης δεν έχει σχέση με το αξιακό σύστημα που επικαλούνται οι ηγεσίες της. Επικαλούνται αρχές στις οποίες δεν πιστεύουν. Εάν τις πίστευαν δεν θα διαμόρφωναν μονοπωλιακές καταστάσεις ενημέρωσης με τις οποίες χειραγωγούν την κοινή γνώμη και εξοβελίζουν με κάθε τρόπο την άλλη άποψη. Ούτε και θα καταδίκαζαν τις εισβολές σε κράτη à la carte.
Διαφορετικά για την Τουρκία και διαφορετικά για τη Ρωσία. Η Τουρκία και η Ρωσία προσομοιάζουν σε πολλά. Έχουν και οι δύο χώρες ένα αυταρχικό, με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά καθεστώς. Φυλακίζουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Καταστέλλουν τις κοινωνικές διαμαρτυρίες. Βασανίζουν πολίτες. Εξοντώνουν τις μειονότητες. Κυνηγούν την διαφορετικότητα. Εισβάλλουν όπου θέλουν και όποτε θέλουν.
Η υποκρισία της Δύσης βρίσκεται στο ότι ενώ έχουμε να κάνουμε με δύο όμοια καθεστώτα, τα αντιμετωπίζει διαφορετικά.
Εν κατακλείδι, το ερώτημα «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο»; Είναι υπαρκτό. Πολλά δείχνουν –τηρουμένων των αναλογιών– πως μπαίνουμε στη δεκαετία του ’50.
Είναι αυτό που επιδιώκουμε; Ή δεν μας ρωτά κανείς;