Ξέχωρα από την άποψη που έχει ο καθένας για την δεκαετία του ’60 και την έκρηξη του ελληνικού κινηματογράφου, σίγουρα δεν διαφωνεί σε κάτι: Κανείς και κυρίως καμία δεν έμοιαζε με τον άλλον. Ή την άλλην εάν μιλάμε για τις κυρίες. Πάρτε για παράδειγμα την Μπεάτα Ασημακοπούλου, που «έφυγε» σαν σήμερα, το 2009, στα 77 της.
Ήταν η απόλυτη αρχοντογυναίκα του θεάτρου και του κινηματογράφου! Και ταυτίστηκε με αυτό το ρόλο γιατί πολύ απλά τον υποδυόταν μοναδικά.
Φυσικά «πλήρωσε» το τίμημα. Όχι απλά δεν υποδύθηκε στο σινεμά την ενζενί, αλλά έπαιζε πάντοτε γυναίκες μεγαλύτερες από την ηλικία της.
Όπως για παράδειγμα στο Στουρνάρα 288 όπου υποδυόταν την μητέρα του Νίκου Καζή. Ο τελευταίος ήταν 5 χρόνια μεγαλύτερος της.
Κλασική αξία από την αρχή
Η ιστορία της Μπεάτας Ευδοκίας Ασημακοπούλου –όπως ήταν το πλήρες όνομά της– δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα κορίτσια της γενιάς της.
Σε μικρή ηλικία ανακαλύπτει την αγάπη της για το θέατρο, αλλά πάντα στην ιστορία εκείνων των χρόνων, υπάρχει ένας μπαμπάς που φωνάζει «δεν θα γίνει η κόρη μου θεατρίνα».
Με παρότρυνση όμως της σπουδαίας ηθοποιού Ελένης Χαλκούση, που της παρέδιδε μαθήματα αγγλικών, αποφασίζει να ακολουθήσει το όνειρό της. Και άσε τον Τριπολιτσιώτη πατέρα να φωνάζει. Μέσω της Χαλκούση περνάει από τη σχολή του Εθνικού θεάτρου ως ακροάτρια. Λατρεύει αυτό που βλέπει και αποφασίζει να μπει σε σχολή. Και η πορεία είναι από την αρχή ελπιδοφόρα. Περνάει στη Σχολή του Τάκη Μουζενίδη και έκανε την πρώτη εμφάνισή της ως μαθήτρια της Σχολής, το 1954, στο σαιξπηρικό Ρωμαίος και Ιουλιέτα, ενώ επαγγελματικά ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι το 1955, στη γαλλική μουσική κωμωδία Δημόσιο Σκάνδαλο. Το μουσικό θέατρο την θέλει, αλλά η πρόζα της ταιριάζει. Όμως το μοιραίο θα συμβεί στην επιθεώρηση.
Συνέβη στο Ακροπόλ
Τη χειμερινή σεζόν 1955-56, την πρώτη σεζόν που λειτούργησε ως χειμερινό θεάτρο το “Ακροπόλ”, ο επιχειρηματίας Βασίλης Μπουρνέλλης συγκέντρωσε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της επιθεώρησης. Από γυναίκες, η Νανά Σκιαδά, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σπεράντζα Βρανά, η Γεωργία Βασιλειάδου. Από άντρες, ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Ορέστης Μακρής, ο Κυριάκος Μαυρέας. Και πόσα ακόμα μικρά ονόματα που μεγάλωσαν αργότερα. Μια από αυτές ήταν και η Μπεάτα Ασημακοπούλου, που στο πρόγραμμα της παράστασης αναγράφεται ως Μπέμπα Ασημακοπούλου
Δύο χρόνια αργότερα, στο ίδιο θέατρο αλλάζει η ζωή της. Και συγκεκριμένα την ημέρα που ο Βασίλης Αυλωνίτης, έρχεται ως «ενδιάμεσων» να της πει ότι ο σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος, θέλει να συναντηθεί μαζί της για να μιλήσουν επαγγελματικά.
Η μεγάλη αγάπη
Ίσως το φιλμ Δάφνης και Χλόη είναι το σημαντικότερο ελληνικό φιλμ της βωβής περιόδου. Σκηνοθέτης ήταν ο Ορέστης Λάσκος. Συγγραφέας, ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης, κονφερασιέ και ένας άνθρωπος που είχε ζήσει έντονα την ζωή του. Μάλιστα η πρώτη του σύζυγος ήταν η ηθοποιός και τραγουδίστρια Στέλλα Γκρέκα. Τότε λοιπόν ήθελε να ξαναγυρίσει την ταινία και ήθελε και την Μπεάτα για να παίξει. Εκείνη στην αρχή διστάζει γιατί το σενάριο έχει κάποιες γυμνές σκηνές. Τελικά εκείνη δέχτηκε, αλλά η ταινία δεν γυρίστηκε.
Όμως ο Λάσκος συνέχισε το φλερτ. Και η Μπεάτα γοητεύτηκε από την περσόνα αυτού του ανθρώπου. Κλείνουν και οι δυο τα αυτιά και τα μάτια, γιατί υπάρχουν και 25 χρόνια διαφορά.
Το 1960 παντρεύονται και η ευτυχία τους ολοκληρώνεται με την απόκτηση του γιου τους Βασίλη. Το όνομα του το οφείλει στον χαμένο ήρωα του Β Παγκοσμίου Βασίλη Λάσκο, αδελφό του σκηνοθέτη. Ο γιος, το 2002, συμμετείχε στο reality του Mega, Φάρμα.
Αποφάσεις ζωής
Μπορεί κάποιος να πει ελαφρά τη καρδία –και με αρκετή κακία– ότι η Μπεάτα επέλεξε να παίξει κυρίως σε ταινίες του συζύγου της για να είναι πρωταγωνίστρια.
Κοιτάζοντας όμως προσεχτικά τις ταινίες που γύρισαν μαζί, διαπιστώνει ότι η ηθοποιός αδικήθηκε. Εν γνώσει της. Γιατί έβαλε πάνω απ’ όλα την οικογένεια, όχι την καριέρα.
Το ζευγάρι ανήκε στην εταιρεία «Ρουσόπουλος, Σαρρής, Λαζαρίδης» και ελάχιστα πράγματα έκαναν εκτός αυτής.
Η τελευταία ταινία της σε αυτό που λέμε παλιός Ελληνικός κινηματογράφος ήταν στο Αγάπη μου ουάουα. Η μεγάλη επιτυχία του ζευγαριού Αναλυτή-Ρηγόπουλος ήταν πως η Ασημακοπούλου, όχι μόνο έπαιξε και στις 7 σεζόν της παράστασης, αλλά έκανε και προσωπική επιτυχία ως σύζυγος του Ρηγόπουλου.
Στην κινηματογραφική μεταφορά αισθάνθηκε ριγμένη και έκανε τα παράπονά της στον Φιλοποίμην Φίνο. Δεν εισακούστηκε ιδιαίτερα, αλλά τουλάχιστον είπε αυτό που αισθανόταν.
Για πάντα
Μετά το τέλος του παλιού κινηματογράφου, η ηθοποιός δεν έμεινε ξεκρέμαστη. Υπηρέτησε το θέατρο, ενώ ταυτόχρονα είχε και την «μπουτίκ Μπεάτα» στην Φωκίωνος. Μέχρι το 1988 εμφανίζεται στο θέατρο, αλλά μετά αφοσιώνεται στην επιχείρησή της και τον σύζυγό της. Ο τελευταίος «έφυγε» το 1992, βυθίζοντας την στην θλίψη. Δεν θέλει πια να δουλέψει στο χώρο μέχρι που ο Γιώργος Πανουσόπουλος της προτείνει την Ελεύθερη κατάδυση, όπου υποδύθηκε την μητέρα της Καραμπέτη, και την πείθει να βγει από το σπίτι.
https://www.youtube.com/watch?v=66Z2X1y7oJc
Κάνει επιλεγμένες δουλειές σε τηλεόραση ενώ επιστρέφει ύστερα από 12 χρόνια στο θέατρο σε ένα εντελώς διαφορετικό έργο στην Anorexia Nervosa. Κοινό και κριτικοί πιστώνουν ωριμότητα, αλλά εκείνη προτιμά να μένει με τις αναμνήσεις της. Πίσω από το ψυχρό παρουσιαστικό της, συνάδελφοι της κάνουν λόγο για μια γυναίκα με χιούμορ που στεκόταν και βοηθούσε τους συναδέλφους της. Μακριά από τις κάμερες σαν σωστή αρχοντογυναίκα που ήταν.
Σπύρος Δευτεραίος