Οι νικητές μετά τον Β’ Παγκόσμιο οικοδόμησαν την αρχιτεκτονική ασφάλειας του κόσμου με την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και το ανώτατο όργανό του, το Συμβούλιο Ασφαλείας, του οποίου οι αποφάσεις αποτελούν μέρος του διεθνούς δικαίου.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είναι δεκαπενταμελές και έχει ως αποστολή τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, ενώ οι αποφάσεις του -υποτίθεται ότι- είναι δεσμευτικές και εκτελεστές από όλα τα μέλη του ΟΗΕ.
Παρότι τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι 15, στα πέντε μόνιμα μέλη, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία, έχει αναγνωριστεί το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto), με το οποίο μπορούν να παρεμποδίσουν την έκδοση ψηφίσματος που πλήττει τα συμφέροντα ενός ή περισσότερων μόνιμων μελών.
Όμως, εκτός από αυτόν τον Οργανισμό, μετά το τέλος του ελληνικού εμφύλιου πολέμου ιδρύθηκε και ένας άλλος Οργανισμός, που είχε ως στόχο την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών σε διάφορους τομείς (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό), την προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων και την αποτροπή της ένοπλης επίθεσης εναντίον κάποιας χώρας-μέλους από άλλες.
Πρόκειται για τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου, γνωστό με το αρκτικόλεξο ΝΑΤΟ (Organisation du traité de l’Atlantique Nord, OTAN), ο οποίος έχει έδρα τις Βρυξέλλες και, μεταξύ άλλων, δεσμεύεται να προστρέξει σε βοήθεια οποιασδήποτε χώρας-μέλους του δεχτεί βοήθεια από τρίτη χώρα.
Το άρθρο 5
Για το θέμα αυτό το άρθρο 5, του Καταστατικού Χάρτη του ΝΑΤΟ, αναφέρει:
Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι, ένοπλος επίθεσις εναντίον ενός ή πλειόνων εξ αυτών εν Ευρώπη ή Βορείω Αμερική θέλει θεωρηθεί επίθεσις εναντίον απάντων και, συνεπώς, συμφωνούν ότι, εν περιπτώσει τοιαύτης ενόπλου επιθέσεως, έκαστον εξ αυτών, εν τη ασκήσει του υπό του άρθρου 51 του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών αναγνωριζομένου δικαιώματος της ατομικής ή συλλογικής αυτοαμύνης, θα συνδράμη τα υφιστάμενα την επίθεσιν εν ή πλείονα μέρη διά της αμέσου λήψεως, τόσον ατομικώς όσον και από συμφώνου μετά των ετέρων μερών, των μέτρων άτινα θεωρεί αναγκαία περιλαμβανομένης της χρήσεως ενόπλου βίας προς αποκατάστασιν και διατήρησιν της ασφαλείας της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού.
Πάσα τοιαύτη ένοπλος επίθεσις ως και παν μέτρον λαμβανόμενον συνεπεία ταύτης θα φέρωνται αμέσως εις γνώσιν του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τα μέτρα ταύτα θα λήξουν όταν το Συμβούλιον Ασφαλείας θα έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα προς αποκατάστασιν και διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας.
Δηλαδή, με το άρθρο αυτό ο ίδιος ο Οργανισμός και τα κράτη-μέλη δεσμεύονται να συνδράμουν στρατιωτικά σε κάποιο κράτος-μέλος που δέχεται στρατιωτική επίθεση από κράτος μη μέλος.
Η Ελλάδα έγινε μέλος του ΝΑΤΟ το 1952, ταυτόχρονα με την Τουρκία, αναλαμβάνοντας οι δύο χώρες την υποχρέωση να διαθέσουν το έδαφος και τις ένοπλες δυνάμεις τους στην αντιμετώπιση της κομμουνιστικής απειλής, η οποία προερχόταν κατά βάσιν από τη Σοβιετική Ενωση αλλά και από τα κράτη-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1955.
Όντως, Ελλάδα και Τουρκία, που αντιμετωπίζονταν από το ΝΑΤΟ επιχειρησιακά ως ενιαίος χώρος, έκαναν το καθήκον τους απέναντι στη συμμαχία.
Όμως η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την κρίσιμη γεωγραφική της θέση, τον έλεγχο των στενών και το εκτεταμένο των συνόρων της με τη Σοβιετική Ενωση, τη Γεωργία, την Ουκρανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, άρχισε να θέτει σε εφαρμογή σχέδια και διεκδικήσεις που είχε εναντίον της Ελλάδας και του Ελληνισμού.
Και αυτό κατάφερε να το κάνει επειδή το καταστατικό του ΝΑΤΟ δεν προβλέπει συνδρομή, σε περίπτωση επίθεσης ή διεκδίκησης ενός κράτους-μέλους εναντίον άλλου κράτους-μέλους. Έτσι η Ελλάδα, με μικρότερη συμβολή, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, στις ανάγκες και στην αποστολή του ΝΑΤΟ, και με πολιτικό προσωπικό αδύναμο να διαχειριστεί αυτήν την ιδιότυπη κατάσταση, βρέθηκε να χάνει απέναντι στην Τουρκία, πολλές φορές με το ΝΑΤΟ να δείχνει ανοχή, ακόμα και υποστήριξη στις εγκληματικές και επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και του Ελληνισμού.
Το βάρβαρο έγκλημα εναντίον του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, στα Σεπτεμβριανά του 1955, διαπράχτηκε υπό την επίβλεψη του αγγλικού παράγοντα, από τη Διεύθυνση Ανορθοδόξου Πολέμου, που ο προϋπολογισμός τους χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από την Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (CIA), μέχρι την επιβολή του εμπάργκο στην Τουρκία, μετά την εισβολή στην Κύπρο, το 1974.
Οι εγκληματικές συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου ήταν μια συνωμοσία εναντίον του κυπριακού Ελληνισμού και της Ελλάδας, με πρωταγωνιστές δύο συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, την Αγγλία και την Τουρκία.
Η επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών, η επιβολή της χούντας του Ιωαννίδη, το προδοτικό πραξικόπημα του Ιουλίου του 1974 και η εισβολή του Αττίλα στην προδομένη Κύπρο ήταν έργο των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, με δευτεραγωνιστές τούς επίσης συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, Αγγλία και Τουρκία.
Ακόμα και στην κρίση των Ιμίων, αν και η νομική υπηρεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ γνωμάτευσε ότι η Ελλάδα έχει δίκιο, η πολιτική θέση που εξέφρασαν οι ΗΠΑ αγνόησε τη γνωμάτευση και ήταν εις βάρος της Ελλάδας και ευνοϊκή για την Τουρκία.
Ακόμα και για μια σειρά από θέματα, όπως οι συνεχείς παραβιάσεις, το ΝΑΤΟ «νίπτει τας χείρας του», ενθαρρύνοντας στην πράξη την Τουρκία να συνεχίζει την επεκτατική και αναθεωρητική της πολιτική εις βάρος της Ελλάδας.
Όλα αυτά δεν αναφέρονται για να αμφισβητήσουμε τη θέση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα ορθώς εντάχθηκε στον Οργανισμό αυτόν, όμως, κατά την άποψή μας, δεν διεκδίκησε τον ρόλο που θα μπορούσε, κάτι που έκανε και συνεχίζει να πράττει καθ’ υπερβολή η Τουρκία.
Η Ελλάδα πρέπει να αναθεωρήσει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο συμμετέχει σε όλα τα όργανα του ΝΑΤΟ, είτε σε επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων είτε σε επίπεδο υπουργών και πρωθυπουργού, θέτοντας σε κάθε ευκαιρία με θάρρος και με τη δύναμη που -πρέπει να- μας δίνει το δίκαιο των θέσεών μας και καταθέτοντας στοιχεία και ντοκουμέντα της τουρκικής επιθετικότητας.
Ξέρουμε ότι αυτό είναι δύσκολο, όμως η στάση του «καλού και υπάκουου παιδιού» μάς οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε εθνικές καταστροφές.
Η Τουρκία
Η Τουρκία είναι σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, αλλά είναι εχθρός, και αυτό πρέπει να τονιστεί με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στους κόλπους της συμμαχίας.
Μόνο αν γίνει αυτό η συμμαχία θα αναγκαστεί να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ εκείνου που έχει το δίκαιο με το μέρος του και όχι υπέρ του πονηρού και βάρβαρου Ανατολίτη, που εκμεταλλεύεται τόσα χρόνια και τη γεωγραφική του θέση και την καλή θέληση που -κακώς- επιδεικνύει η Ελλάδα, προς χάρη της ενότητας της συμμαχίας.
Όλο αυτό είναι ένας γόρδιος δεσμός που καλείται να λύσει η Ελλάδα, αν δεν θέλουμε να θρηνήσουμε θύματα και εθνικές καταστροφές.
Κλείνοντας, διά του λόγου το αληθές, παραθέτω πρόσφατη δήλωση του Έλληνα υπουργού Εθνικής Αμύνης κ. Νίκου Παναγιωτόπουλου, την οποία έκανε σε επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων:
«Δεν είναι η καλύτερη εποχή να λες πράγματα εναντίον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, γιατί οι σύμμαχοι θέλουν να εξασφαλίσουν ότι αυτή θα παραμείνει προσδεδεμένη στο ΝΑΤΟ, βεβαίως εμείς θα αιτιολογούμε πάντα τις ενστάσεις μας και θα ζητάμε να μεταβάλει η Τουρκία τη συμπεριφορά της».