Αποχωρισμό οικογενειών, ανθρώπους να τρέχουν ενώ τους κυνηγούν οι φλόγες που καίνε τη Σμύρνη, λεπτομέρειες από το εσωτερικό των σπιτιών, είναι ορισμένα από όσα διασώζονται από μαρτυρίες πρώτης γενιάς προσφύγων για όσα συνέβησαν λίγες στιγμές έως ημέρες προτού εξαναγκαστούν σε ξεριζωμό, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι προσωπικές αυτές μαρτυρίες σώζονται στο πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.
Μαρτυρίες που εξιστορούνται με τρόπο τέτοιο, σαν να βιώνονται ξανά, παραμένουν ζωντανές παρά τον πανδαμάτορα χρόνο. Ακόμη και αν μικρές λεπτομέρειες δεν είναι τόσο καθαρές.
Τις παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο πλαίσιο φακέλου για τη Μικρασιατική Καταστροφή, με το αφιέρωμά του να συνεχίζεται, μετά τον ξεριζωμό, στο ταξίδι της προσφυγιάς και στη νέα πατρίδα.
Το ταξίδι αυτό «δεν ήταν ένα ταξίδι αναψυχής καθώς έγινε κάτω από αντίξοες συνθήκες, με καταρρακωμένη ψυχολογία, με φόβο, στεναχώρια και αβεβαιότητα για το μέλλον. Οι πρόσφυγες δεν είχαν τρόφιμα, δεν είχαν ρούχα και οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν ιδιαίτερα ανθυγιεινές, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι να είναι πολύ εξασθενημένοι, καταβεβλημένοι και ευάλωτοι σε κακουχίες και ασθένειες», όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ιστορικός του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (Καλαμαριά), Μαρία Καζαντζίδου.
Το ταξίδι της προσφυγιάς
Υπήρχαν παροτρύνσεις. «Βαγγέλη, τα κορίτσια σου να τα φευγατίσεις στη Σμύρνη… » όπως είχε ακούσει ο Βαγγέλης Μερτζεμέκης από τον φίλο του από τα μαγαζιά στο Αξάρι, λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Έχεις θεία, είναι Αύγουστος, πες πως θα πάνε παραθέριση, φύγε κι εσύ». Και με αυτή τη συμβουλή σώθηκαν οι ζωές των τριών κοριτσιών της οικογένειας. Μία από αυτές η Φωτεινή Μερτζεμέκη από το Αξάρι, που τότε ήταν πέντε ετών. Θυμάται, και αφηγείται τα γεγονότα στην ερευνήτρια του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού.
Ο πατέρας τους, τους έδεσε πάνω τους φλουριά, χρυσαφικά και λίρες, και έμεινε πίσω, καθώς δεν μπορούσε να αφήσει τη γυναίκα του, την πεθερά και τον πεθερό του. Έβαλε εκείνη και τις δύο αδελφές της στο τρένο για τη Σμύρνη, εκεί τις παρέλαβε η θεία τους, και έπειτα έφυγαν από τη Σμύρνη.
Το σπίτι της θείας της ήταν ωραίο, σαν βίλα, θυμάται η Φωτεινή Μερτζεμέκη. Έφυγαν γρήγορα, έβαλαν σε έναν μπόγο όσα χρειάζονταν, και πήγαν στην παραλία. «Και πού να πάμε; Απ’ εδώ θάλασσα, απ’ εκεί να καούμε; “Από εκεί να πάτε”, μας έλεγαν με τα όπλα, άντε όλα τα γυναικόπαιδα τρέχαμε από εκεί. Τους άνδρες τσι μαζεύαν, τσι πηγαίνανε, άλλους τους σκοτώνανε, άλλους αιχμαλώτους τους ρίχνανε. Ύστερα εμείς καθόμασταν εκεί στην προκυμαία και απέναντι ήτανε μαούνες και εκεί βάζανε και ένα καράβι μεγάλο: Αμερικάνικο; Εγγλέζικο; Τώρα δε θυμάμαι.. Ερχόντανε τη νύχτα με σβηστά φώτα και έπαιρναν όποιους γλύτωναν και την ημέρα έφευγε έξω, να μη φαίνεται…» αφηγείται.
Έμειναν τρεις ημέρες στην προκυμαία ώσπου να ανέβουν στη μαούνα και μετά στο καράβι που τους οδήγησε στον Πειραιά. Στο Αξάρι «δεν γλίτωσε κανείς» καθώς οι Έλληνες της περιοχής σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.
Η φυγή από την Απολλωνιάδα Προύσης
«Η Απολλωνιάδα δεν έπαθε καταστροφή γιατί οι περισσότεροι είχαν τα καΐκια τους και βγήκαν με τα καΐκια στο Μιχαλήτσι. Από εκεί βγήκαν από το ποτάμι στο Μπουγάζι», περιγράφει η Φωτεινή Τολούδη – Κοσμά από την Απολλωνιάδα Προύσης, στο Ιστορικό Αρχείο, για τα γεγονότα της ίδια χρονικής στιγμής.
Όπως εξιστορεί, η διαταγή ήρθε την Παρασκευή, 29 Αυγούστου, και μέχρι την Κυριακή έπρεπε όλοι να φύγουν. «Μπήκαμε στις μαούνες και φτάσαμε στη Σιληβρία», επόμενοι σταθμοί του ταξιδιού της οικογένειάς της ήταν η Θεσσαλονίκη με το πλοίο και μετά το Αμύνταιο.
Ζωντανές είναι και οι εικόνες που περιγράφει για όσα συνέβησαν στα Μουδανιά. «Μόλις πλησίαζε λίγο το πλοίο, έτρεχε ο κόσμος για να μπει μέσα στα πλοία, οπισθοχωρούσε πίσω το πλοίο κι έπεφτε ο κόσμος μέσα στη θάλασσα για να πνιγεί… Όσοι προλάβανε και μπήκανε, μπήκανε. Μετά από τρεις μέρες ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός κι όσοι έμειναν ζωντανοί τους μάζεψε και τους έφερε στην Ελλάδα».
Τι συνέβη το 1919
Στην καταστροφή του 1919, με τους Τούρκους να παίρνουν αιχμαλώτους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας τα παιδιά όσων δεν πρόλαβαν να φύγουν, εστιάζει ο Δημήτρης Σιμιτόπουλος από το Αϊδίνι. Σύμφωνα με την αποδελτίωση της μαρτυρίας του που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο, «ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την περιοχή από τη Σμύρνη μέχρι το Αϊδίνι, με ημερομηνία άφιξης στο Αϊδίνι την 15η Μαΐου 1919.
» Ο στρατός, ο οποίος δεν ήταν ντόπιος, εγκαταστάθηκε μέσα στην πόλη γύρω από τον Άγιο Χαράλαμπο. Τότε οι Τούρκοι έφυγαν από την περιοχή μαζί με όλη την τουρκική διοίκηση. Από την μια πλευρά, οι πρόσκοποι βοήθησαν στην τακτοποίηση του στρατεύματος, ενώ από την άλλη πλευρά οι Ιταλοί, ενωμένοι με τους Τούρκους, επιτέθηκαν στο στρατό του Αϊδινίου… Οι Έλληνες πολίτες πίεζαν να πάρουν όπλα αλλά δεν τα δικαιούνταν. Έτσι αναγκάστηκε ο στρατός να συμπιεστεί και να κατευθυνθεί προς δυσμάς διότι εκεί υπήρχαν συγκεντρωμένες κι άλλες ελληνικές δυνάμεις. Όταν ο στρατός υποχώρησε, οι πρόσκοποι βοηθούσαν πολίτες και στρατό να φύγουν».
Οι κάτοικοι του Αϊδινίου συνέδεσαν τον ερχομό του στρατού με την ελπίδα ότι θα τους απελευθερώσουν, και έτσι στα σπίτια τους έκαναν γλέντια. Όταν αυτό διαψεύστηκε, η οικογένειά του δεν πρόλαβε να φύγει, και αιχμαλωτίστηκε για τέσσερεις ημέρες στο χώρο του Διοικητηρίου. Έπειτα, ο ελληνικός στρατός ξαναπήγε πιο οργανωμένα και τότε ακριβώς συστάθηκε επιτροπή που έβαζε τους Έλληνες να μείνουν στα τουρκικά σπίτια. Κατά τη δεύτερη, δηλαδή, επίθεση, οι Τούρκοι έφυγαν από τη συνοικία τους. Ο Δημήτρης Σιμιτόπουλος έμεινε εκεί από το 1919 ως το 1922.
Η ελληνική περιοχή ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι σκότωναν με βασανιστήρια όσους συνεργάστηκαν με τον ελληνικό στρατό, όπως και την ομάδα των 31 προσκόπων.
Ο Δημήτρης Σιμιτόπουλος δεν συμμετείχε στους προσκόπους λόγω της μικρής του ηλικίας. Τον Αύγουστο του 1922 ταξίδεψε με τρένο από το Αϊδίνι στη Σμύρνη, από το λιμάνι της πόλης επιβιβάστηκαν σε αγγλικό καράβι που τους οδήγησε στη Μυτιλήνη. Από εκεί μετέβησαν στο ελληνικό πλοίο «Μεγάλη Ελλάς» και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922.
Εκτοπισμός ελληνικών πληθυσμών
Ο Γρηγόρης Γεωργόπουλος από το Αρμουτλί της Νικομήδειας κάνει λόγο για τον εκτοπισμό των Ελλήνων από την περιοχή το 1914, με αφορμή τη δήθεν τροφοδότηση των αγγλικών υποβρυχίων που υπήρχαν στην περιοχή. Όπως θυμάται, το προηγούμενο βράδυ ανατέθηκε στον παπά να προειδοποιήσει όλους τους κατοίκους να είναι έτοιμοι μέχρι το επόμενο πρωί για αναχώρηση.
Έπειτα από μια μεγάλη διαδρομή, η οικογένεια έφτασε στα Κουβούκλια, την Προύσα και μετά στην Κωνσταντινούπολη. Με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Αρμουτλί άνοιξε ξανά και οι δικοί του επέστρεψαν, όμως ο ίδιος έμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Με την έλευση του ελληνικού στρατού και τη δράση των Τσετών, οι τελευταίοι, αφού έφυγαν οι Τούρκοι, έκαναν προσπάθεια να κάψουν το χωριό και το περιστατικό αυτό ανάγκασε τους Έλληνες να φύγουν στη Ραιδεστό προτού γίνει η καταστροφή και μετά στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ιωάννης Δανιηλίδης από το Ανταβάλ της Καππαδοκίας θυμάται ότι ένας κήρυξας ειδοποίησε τους Έλληνες ότι πρέπει να φύγουν, γιατί θα γίνει ανταλλαγή. Εκείνος έφυγε τον Μάιο του 1924.
«Όταν ήρθε η εντολή να φύγουν με την Ανταλλαγή το μόνο που πήραν μαζί τους ήταν ένα πάπλωμα και μια αλλαξιά ρούχα», εξιστορεί η Μαρία Παρασίδου Μαρκούτσογλου. Την ίδια στιγμή, οι πρόσφυγες πια μηχανεύονταν τρόπους για να πάρουν μαζί τους λίρες ώστε να έχουν κάτι για να ζήσουν.
«Λόγω έλλειψης χρόνου, οι Έλληνες πήραν μαζί τους την ψυχή και τα παιδιά τους», λέει η Ελένη Γαβριηλίδου – Τσεπραηλίδου και προσθέτει ότι τα λιγοστά υπάρχοντα που κατάφεραν να πάρουν μαζί τους από το Γιαϊλαντσίκ, τα αφήσαν στα Μουδανιά, όπου όλα πέρασαν στην κατοχή των Τούρκων.
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ Π. Γιούλτση