Τη βεβαιότητα ότι η ΕΕ οδεύει πολύ γρήγορα προς μια κοινή ταυτότητα άμυνας και ασφάλειας, με επόμενο βήμα τη δημιουργία δύναμης ταχείας επέμβασης 5.000 στρατιωτών, εξέφρασε σήμερα από το βήμα του 7ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς.
Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι δεν είναι πια τόσο μακριά και το ενδεχόμενο ύπαρξης ευρωπαϊκού στρατού.
«Αποφασίσαμε για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία με πόρους του “Peace Facility” να αγοράσουμε [σ.σ. ως ΕΕ] οπλισμό για την Ουκρανία. Αυτά είναι πράγματα που δεν έχουν γίνει ξανά στο παρελθόν και δείχνουν ότι χωρίς καμία αμφιβολία οδεύουμε γρήγορα προς μια ευρωπαϊκή ταυτότητα άμυνας και ασφάλειας» υπογράμμισε.
Όπως εξήγησε, με βάση τη «Στρατηγική Πυξίδα», το κείμενο δηλαδή που συμφωνήθηκε στις Βρυξέλλες στις 21 Μαρτίου, η λειτουργία της δύναμης ταχείας επέμβασης θα συνοδευτεί με τη σύγκλιση των προγραμμάτων των κρατών-μελών σε αμυντικά και οπλικά συστήματα και στο τέλος της διαδικασίας θα προκύψει και ο ευρωπαϊκός στρατός.
Ως προς το τι πιθανώς σημαίνει αυτό για την Ελλάδα, επισήμανε ότι «όσοι φαντάζονταν τη χώρα από αυτή την πλευρά του γεωπολιτικού φράχτη, πέρα από το ΝΑΤΟ, μέσω των δομών της ΕΕ, δικαιώνονται ιστορικά».
Κληθείς να σχολιάσει τα όσα ακούγονται για την ανάγκη επιβολής πρόσθετων κυρώσεων στη Ρωσία, τόσο στο πετρέλαιο όσο και στο αέριο, ο Μαργαρίτης Σχοινάς τόνισε: «Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απειληθεί η ενότητα των “27” και στη συγκεκριμένη περίπτωση πιστεύω ότι οι κυρώσεις για το αέριο ενέχουν αυτό τον κίνδυνο. Δεν θα έλεγα το ίδιο για το πετρέλαιο, εκεί διαβλέπω μια πιθανότητα ομοφωνίας. Δεν θα υπάρξουν όμως νέα πακέτα κυρώσεων, αν δεν έχουμε εξασφαλίσει από πριν την ενότητα των “27” ».
Ως προς το ενδεχόμενο η ενεργειακή κρίση να επηρεάσει αρνητικά τους στόχους της πράσινης μετάβασης, με επαναφορά, για παράδειγμα, της αυξημένης χρήσης του «βρόμικου» λιγνίτη, σημείωσε ότι παρότι όσο διαρκεί η τρέχουσα ανασφάλεια δεν αποκλείεται να γίνουν κάποιες προσαρμογές προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, «θα ήταν πάρα πολύ μεγάλο λάθος η ΕΕ να τραβήξει χειρόφρενο στη διαδικασία».