Οι Έλληνες διανοούμενοι της Μαριούπολης διέπρεψαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα, στην αρχή του 20ού αιώνα και βρήκαν τρόπο να προσαρμοστούν σε πολύ διαφορετικές συνθήκες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού μετά το 1917.
Τα ονόματα των Ελλήνων Μαριουπολιτών έγιναν γνωστά στο χώρο του θεάτρου, της ζωγραφικής και του τραγουδιού.
Ο ιδρυτής του Θεάτρου της Μαριούπολης
Δυο αγάπες είχε ο ιδρυτής του Θεάτρου της Μαριούπολης, το 19ο αιώνα, Βασίλι (Βασίλειος) Λεόντιεβιτς (Ελευτέριεβιτς) Σαποβάλοφ (Κετσετζί). Αγαπούσε απερίφραστα το θέατρο και την πόλη του, τη Μαριούπολη. Το πάθος του για δημιουργία και η αφάνταστη εργατικότητα του θα μπορούσαν να εκφρασθούν με τα λόγια του μεγάλου ποιητή Μιχαήλ Λέρμοντοφ «ένα, όμως φλογερό πάθος».
Ο Βασίλι Σαποβάλοφ ξεκίνησε την καριέρα του από το ερασιτεχνικό θεατρικό όμιλο της Μαριούπολης, ο οποίος ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο τοπικός Τύπος εκείνης της εποχής είχε αρκετές αναφορές στο ταλέντο του νέου ηθοποιού. Συνήθως οι άνθρωποι αυτού του επαγγέλματος δεν έμεναν σε ένα μέρος, κάνοντας συνέχεια περιοδείες. Όμως ο Σαποβάλοφ ονειρευόταν μια σταθερή θεατρική σκηνή στη Μαριούπολη με γνωστούς ηθοποιούς. Το όνειρό του πραγματοποιήθηκε το 1878, όποτε και δημιούργησε τον επαγγελματικό θίασο και ίδρυσε το μόνιμο θέατρο στην πόλη του. Στο θίασο του Θεάτρου του Βασίλι Σαποβάλοφ (Κετσετζί) έπαιζαν ο Ιβάν Ζαγκόρσκι και η Λιουμπόφ Λινίτσκαγια, η καριέρα των οποίων συνεχίστηκε και κατά τη σοβιετική περίοδο στην Ουκρανία.
Ο Βασίλι Σαποβάλοφ ονειρευόταν να κτίσει ένα μεγάλο θέατρο του επιπέδου των κεντρικών πόλεων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Όμως είχε αρκεστεί στα χρήματα που είχε, φτιάχνοντας ένα όμορφο κτήριο, το οποίο αποκαλούσε «Μέγαρο Μουσικής».
Τα εγκαίνια του θεάτρου έγιναν στις 8 Νοεμβρίου 1887 με την πρεμιέρα του έργου Ο επιθεωρητής του Νικολάι Γκόγκολ, στο οποίο έναν από τους κύριους ρόλους έπαιξε ο ίδιος ο Σαποβάλοφ. Το Θέατρο της Μαριούπολης συμπλήρωσε φέτος τα 144 χρόνια ζωής του από τη δημιουργία της μόνιμης θεατρικής σκηνής το 1778 και 135 χρόνια από τα εγκαίνια του κτηρίου το 1887. Η πρώτη μεγάλη ζημιά στο κτήριο του Θεάτρου προκλήθηκε στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Το Θέατρο ανοικοδομήθηκε μετά τον πόλεμο και καταστράφηκε ολοσχερώς από το βομβαρδισμό στη διάρκεια της επίθεσης του ρωσικού στρατού στις 16 Μαρτίου του 2022.
Το Θέατρο στη διάρκεια της μακροχρόνιας ιστορίας του προσέλκυσε στη Μαριούπολη γνωστούς θεατρικούς θιάσους. Στη σκηνή του έπαιζαν οι γνωστοί ηθοποιοί, όπως Π. Σαξαγκάνσκι, Ι. Καρπένκο-Κάρι, Ν. Σαντόφσκι και οι θίασοι του Μ. Κροπιβνίτσκι, του Μ. Στάριτσκι και άλλοι. Το έργο του Σαποβάλοφ συνέχισε ο γιος του Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Κετσετζί-Σαποβάλοφ, επιστήμονας, ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας. Επαγγελματικά με την ηθοποιία ασχολήθηκε και ο εγγονός του ιδρυτή του θεάτρου της Μαριούπολης Βαλέρι Μιχαήλοβιτς Σαποβάλοφ.
Ο ιστορικός της τέχνης από τη Μαριούπολη
Ντμίτρι (Δημήτριος) Βλάσιεβιτς Αϊνάλοφ έμεινε γνωστός στην ιστορία των Ελλήνων της Αζοφικής και όλης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ως ιστορικός της τέχνης. Ήταν καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, από το 1903 και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών από το 1914. Ο Ντμίτρι Αϊνάλοφ γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1862 στη Μαριούπολη.
Οι εργασίες του Αϊνάλοφ συνέβαλαν στη μελέτη της τέχνης στο Βυζάντιο.
Ο Έλληνας επιστήμονας δεν συσσώρευε απλά το επιστημονικό υλικό, εύρισκε το νόημα κάθε έργου και ανακάλυπτε τις πτυχές του χαρακτήρα της εξέλιξης της βυζαντινής τέχνης.
Μεγάλο μέρος των εργασιών του ήταν αφιερωμένες στην παλιά ρωσική τέχνη. Είχε εκδώσει μελέτες αφιερωμένες στο Ναό της Αγίας Σοφίας του Κιέβου και τα μοναστήρια του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και του Αγίου Κύριλλου. Ιδιαίτερη θέση στις εργασίες του είχαν τα μοναστήρια της πόλης Τσερνίγκοφ (Τσερνίχιβ). Το 1904 εκδόθηκε το Βιβλίο της ρωσικής ιστορίας, στο οποίο μπήκαν οι εργασίες του Ντμίτρι Αϊνάλοφ με τον τίτλο Η τέχνη του Κράτους των Ρως. Ο Αϊνάλοφ επίσης εργάστηκε για αρκετά χρόνια στο Μουσείο του Ερμιτάζ, όπου μελέτησε την εποχή της Αναγέννησης στην Ιταλία, τα έργα του Τζόττο και του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Ντμίτρι Αϊνάλοφ ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς ανθρώπους της εποχής του. Το έργο του εκτιμήθηκε από τους επιστήμονες των αρχών του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα από τον φίλο του και γνωστό Ρώσο ζωγράφο Μιχαήλ Νέστεροφ.
Ο Νέστεροφ θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Έλληνα ζωγράφου από τη Μαριούπολη Αρχίπ Κουϊντζί.
Ντμίτρι Αϊνάλοφ απεβίωσε στο Λένινγκραντ στις 12 Δεκεμβρίου 1939. Τη βιβλιοθήκη του με σπάνιες εκδόσεις σε πολλές γλώσσες του κόσμου ο επιστήμονας διέθεσε στην Ακαδημία Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης. Η παράδοση της βιβλιοθήκης καθυστέρησε και η χήρα του καθηγητή κατάφερε σε δύσκολες συνθήκες της πολιορκίας του Λένινγκραντ να τη σώσει ολόκληρη μέχρι το τελευταίο φύλλο. Η παράδοση της βιβλιοθήκης του Νμίτρι Βλάσιεβιτς Αϊνάλοφ στην Ακαδημία Επιστημών έγινε μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου πολέμου.
Ο Έλληνας σολίστ του Θεάτρου Μπολσόι
Δαβίδ Χριστοφόροβιτς Γιούζιν (Πιντεκόστ ή Πισίτκο) τραγουδιστής όπερας (λυρικός τενόρος), επιχειρηματίας είχε ελληνική καταγωγή από την περιοχή της Αζοφικής. Για μερικά χρόνια, από το 1901 ως το 1908, ήταν σολίστ του Θεάτρου Μπολσόι στη Μόσχα. Ο Γιούζιν γεννήθηκε το 1863 –σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1864 ή το 1868–, στο χωριό Ραζντόλνογιε (Μικρή Καρακουμπά) στο κυβερνείο του Εκατερινοσλάβ, της περιοχής Ντονέτσκ. Η σύζυγος του Ναταλία Ερμόλενκο-Γιούζινα και αυτή ήταν γνωστή τραγουδίστρια. Το επώνυμο Γιούζιν ήταν το ψευδώνυμο του Δαβίδ Πιντεκόστ (Πισίτκο) και αργότερα της συζύγου του.
Ο Δαβίδ Πεντικόστ γεννήθηκε στην οικογένεια αγροτών. Στην ηλικία των 9 ετών ο μικρός Δαβίδ για πρώτη φορά άκουσε μουσική ορχήστρα από τη Μαριούπολη στο γάμο μιας πλούσιας οικογένειας και από τότε ονειρευόταν να γίνει τραγουδιστής. Τα όνειρα του άργησαν να πραγματοποιηθούν. Πολύ νωρίς πέθανε η μητέρα του και ο μεγαλύτερος αδελφός του τον πήρε μαζί του στο Ταγκανρόγκ. Ο μικρός Δαβίδ και εκεί προσπαθούσε να ασχοληθεί με το τραγούδι. Παράλληλα με τις σπουδές στο σχολείο ήταν και ψάλτης στην εκκλησία.
Όταν ο Δαβίδ ήταν 15 ετών, τόλμησε να ζητήσει από το γνωστό συγκρότημα του Ντμίτρι Αγκρένεφ-Σλαβιάνσκι να τον προσλάβουν για συνεργασία.
Έτσι ξεκίνησε η καριέρα του ως τραγουδιστή και εμφανίστηκε ανάγκη για ψευδώνυμο. Μαζί με το συγκρότημα ο Δαβίδ Γιούζιν έκανε περιοδείες σε πολλές πόλεις της Ρωσίας και το εξωτερικό. Ενδιάμεσα ο νέος τραγουδιστής προσπάθησε να μπει στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης. Η αποτυχία δεν τον στενοχώρησε. Οι περιοδείες τον έκαναν αρκετά διάσημο.
Όταν ο Δαβίδ Γιούζιν ήταν 19 ετών το συγκρότημα, το οποίο τόσο αγάπησε, διαλύθηκε, και ο νεαρός τραγουδιστής έμεινε χωρίς δουλειά. Η απόγνωση τον ώθησε σε μια τολμηρή πράξη. Ο Δαβίδ βγήκε στην όχθη του ποταμού Μόσκοβα και άρχισε να τραγουδάει με θλίψη. Αμέσως γύρω του δημιουργήθηκε κλοιός από τους περαστικούς. Ανάμεσα στους περαστικούς ήταν και ο συνταγματάρχης Γκοντσαρόφ, ο οποίος άκουσε την πονεμένη ιστορία του Δαβίδ, τον φιλοξένησε σπίτι του και βρήκε τους κατάλληλους καθηγητές. Η πρώτη του καθηγήτρια ήταν η Ντ. Λεόνοβα. Αργότερα ο Δαβίδ Γιούζιν σπούδασε στο εξωτερικό.
Μετά τις σπουδές ο Δαβίδ Γιούζιν μπήκε στη χορωδία του Αυτοκρατορικού θιάσου της Αγίας Πετρούπολης. Το 1892 τραγουδούσε στο Θέατρο «Μαρίινσκι». Αργότερα έκανε περιοδείες σε όλη τη Ρωσία, πολλές φορές οργανώνοντας ο ίδιος τις συναυλίες του μαζί με τη σύζυγο. Από το 1901 ως το 1908 ο Γιούζιν ήταν σολίστ του Θεάτρου Μπολσόι και επισκεπτόταν το Θέατρο Μαρίινσκι της Αγίας Πετρούπολης. Από το 1908 ως το 1912 ο Γιούζιν ήταν σολίστ της Όπερας του Ζιμίν. Ο Γιούζιν ερμήνευε τα γνωστά τραγούδια της τότε εποχής όταν με το Θέατρο Μπολσόι συνεργαζόταν ως διευθυντής και μαέστρος Σεργκέι Βασίλιεβιτς Ραχμάνινοφ. Τραγουδούσε δίπλα με τον Φιόντορ Σαλιάπιν και τον Λεονίντ Σόμπινοφ.
Το 1919, μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων, ο Δαβίδ Γιούζιν οργάνωσε μόνιμο θίασο στην αίθουσα του θεάτρου του Καρλ Μαρξ (πρώην «Όλυμπος»).
Ο Δαβίδ Πεντικόστ (Γιούζιν) απεβίωσε στις 28 Δεκεμβρίου 1923, όταν η Ρωσία μετά τον εμφύλιο πόλεμο ζούσε την απόλυτη καταστροφή. Η σύζυγός του Ναταλία Ερμόλενκο-Γιούζινα μετά την κηδεία του μετανάστευσε στο Παρίσι.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός
- Διαβάστε το πρώτο μέρος της έρευνας εδώ.