Ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας φέτος με ρυθμό 3,5% παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
«Το ΑΕΠ επέστρεψε στο προ πανδημίας επίπεδο το 2021, αντανακλώντας μια ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού, αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης καθώς τα νοικοκυριά άρχισαν να αξιοποιούν τις αποταμιεύσεις που συσσώρευσαν στην πανδημία και ισχυρές ιδιωτικές επενδύσεις που υποστηρίζονται από αυξανόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις. Η ισχυρή δημοσιονομική αντίδραση, η διευκολυντική νομισματική πολιτική και η σημαντική στήριξη της ΕΕ ήταν καθοριστικής σημασίας για την τόνωση της ανάκαμψης», αναφέρεται στην έκθεση με τα συμπεράσματα της αποστολής του Ταμείου στο πλαίσιο της διαβούλευσης του άρθρου 4.
Βέβαια, η νέα πρόβλεψη είναι χαμηλότερη κατά μία ποσοστιαία μονάδα από την προηγούμενη, ενώ γίνεται λόγος για αβεβαιότητες και καθοδικούς κινδύνους «που συνεχίζουν να θολώνουν τις προοπτικές».
Για τον πληθωρισμό, προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στο 4,5% σε μέσα επίπεδα φέτος λόγω της μεγαλύτερης και μεγαλύτερης διάρκειας αύξησης των τιμών ενέργειας, για να υποχωρήσει μεσοπρόθεσμα στο 1,9%.
Το ΔΝΤ κάνει λόγο για «αξιέπαινη πρόοδο» όσον αφορά την αντιμετώπιση προβλημάτων του παρελθόντος, παρά το δύσκολο περιβάλλον. Αναφέρεται ειδικότερα:
- στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) των τραπεζών στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής»,
- στη βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος,
- στη σταθερή μείωση της ανεργίας, και
- στην πρόοδο των μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς, όπως της ψηφιοποίησης, των ιδιωτικοποιήσεων και της βελτίωσης του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, με την ενίσχυση των δαπανών για την υγεία και τις δημόσιες επενδύσεις.
Επίσης τονίζει ότι ολοκληρώνεται η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων που είχε πάρει η Ελλάδα από το ΔΝΤ.
Για το δημόσιο χρέος, το Ταμείο αναμένει να μειωθεί, σημειώνοντας ότι οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησής του φαίνονται διαχειρίσιμοι μεσοπρόθεσμα. «Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να πέσει κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα έως το 2023, αντανακλώντας την ισχυρή ανάπτυξη, τη δημοσιονομική προσαρμογή και τον υψηλότερο πληθωρισμό», αναφέρεται στην έκθεση.
Αν και συστήνει στην κυβέρνηση μια διευκολυντική δημοσιονομική πολιτική φέτος, θεωρεί ότι το πρωτογενές έλλειμμα πρέπει να είναι μικρότερο από το 2% του ΑΕΠ. Για το 2023 συστήνει να υπάρξει στόχευση σε πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο σταδιακά θα αυξάνεται για να φθάσει το 2% του ΑΕΠ έως το 2027.
Αναφορικά με τα δημοσιονομικά μέτρα, συστήνει όσα σχετίζονται με τις υψηλές τιμές ενέργειας να είναι προσωρινά και να αφορούν τις ευάλωτες ομάδες, ενώ σημειώνει ότι μεγαλύτερη προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προστασία όσων λαμβάνουν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, με μία αύξηση τουλάχιστον στο επίπεδο του πληθωρισμού, ώστε να αποτελέσει το δίχτυ ασφαλείας έναντι αρνητικών σοκ όπως η σημερινή ενεργειακή κρίση.
Συστήνει, επίσης, την ακύρωση των σχεδίων για μόνιμες περικοπές των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της εισφοράς αλληλεγγύης για όλους τους φορολογούμενους, ή τουλάχιστον τη χρηματοδότησή τους με άλλα μέτρα.
Για τις συντάξεις και τους μισθούς στο Δημόσιο θεωρεί ότι πρέπει να περιοριστούν οι πιέσεις για δαπάνες. Για τις συντάξεις ειδικότερα αναφέρει ότι θα πρέπει να ισχύσουν το πάγωμά τους για φέτος και η προβλεπόμενη φόρμουλα αναπροσαρμογής τους από το επόμενο έτος.
Η αποστολή του ΔΝΤ ενθάρρυνε την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μία συνετή αύξηση του κατώτατου μισθού που θα διατηρεί τα κέρδη ανταγωνιστικότητας που έχει η ελληνική οικονομία.
Το Ταμείο καλωσόρισε την ταχεία εκκαθάριση των ισολογισμών των μεγάλων τραπεζών, όμως σημείωσε ότι παραμένουν προβλήματα και ότι πρέπει να υπάρξει περαιτέρω μείωση των «κόκκινων» δανείων με την εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου, τη βελτίωση των πλαισίων διαχείρισης πιστωτικών κινδύνων από τις τράπεζες και την ανάπτυξη βιώσιμων μακροπρόθεσμων αναδιαρθρώσεων.
Τέλος, σημείωσε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερες προσπάθειες για την ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών και να αντικατασταθούν αυτά που έχασαν λόγω των τιτλοποιήσεων των «κόκκινων» δανείων τους, κάτι που βραχυπρόθεσμα, όπως εκτίμησε, μπορεί να απαιτήσει αυξήσεις κεφαλαίου.