«Δεν θέλω να τα θυμάμαι… Εγώ έγινα η αιτία που κατασφάχτηκαν τα παιδιά και η γυναίκα μου».
Έτσι ξεκινάει η μαρτυρία του Β. Ράλλη από το Τσανταρλί από τον πρώτο τόμο του βιβλίου Έξοδος. Στην τρίτομη Έξοδο διαβάζουμε τις σπαραχτικές μαρτυρίες ανθρώπων από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας.
«Κοίταγα να πάρω το βιος, κοίταγα να σώσω τ’ άψυχα.
Να μην τα θυμούμαι, βαραίνει η ψυχή μου! Και μου φώναζε το παιδάκι μου “Πατέρα πάρε μας”.
Και εγώ ο κοκορόμυαλος του έλεγα: “Θα γυρίσω”, λες και ήτανε στο χέρι μου. Δεν το φαντάστηκα. Έβαλα σε μια βενζινάκατο όλα τα καλά που είχα, τράβηξα για Μυτιλήνη και είπα θα γυρίσω», συνεχίζει στην ιστορία του.
Αυτός, όμως και πολλοί άλλοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Το κακό που θα έβρισκε τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου.
«Μα δεν πρόλαβα, έπεσε σφαγή.
Τους βάλανε όλους μέσα στο φρούριο και έπεσε πελέκι’ τέσσερα παιδιά και η γυναίκα μου, πάνε από μένα. (…)
Μείναν τα νυφικά της κακόμοιρης της γυναίκας μου και σαν ξαναπαντρεύτηκα τα βρήκε τούτη δω, τα ξήλωσε και τα έκανε φουστάνια δικά της.
Έτσι είναι. “Πατέρα πάρε μας!” Εγώ πουθενά».
Τελικά το μόνο που έμεινε από αυτούς τους ανθρώπους που χάθηκαν ήταν πολλές φορές κάποια αντικείμενά τους. Τα οποία, όμως, και αυτά στην πορεία άλλαξαν μορφή ή καταστράφηκαν και τα ίδια και το μόνο που έμεινε είναι η ανάμνηση αυτών που τους θυμόταν.
Πηγή: Ευδοξία Καλπατσινίδου, Έξοδος