Ο πόλεμος συνεχίζεται για 5η εβδομάδα, με τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης να αποτελεί τον πρώτο σημαντικό σταθμό στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας με διαμεσολαβητή την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Όσον αφορά την τουρκική διαμεσολάβηση, να υπογραμμίσουμε ότι πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα υποκρισίας της διεθνούς κοινότητας, αφού μία χώρα που διατηρεί στρατεύματα κατοχής στο 37% της Κύπρου, η οποία είναι πλήρες μέλος της ΕΕ και των Ηνωμένων Εθνών, παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής με σκοπό το τέλος του πολέμου και της κατοχής εδαφών.
Το θέμα αυτό οι κυβερνήσεις στη Λευκωσία και την Αθήνα φρόντισαν να μην το αναδείξουν από την πρώτη μέρα της εισβολής, ξεπλένοντας τον Ερντογάν και ανοίγοντάς του το δρόμο να αναδειχτεί από εισβολέας και παράνομος σφετεριστής του 37% της Κύπρου σε ειρηνευτή, μια «λευκή περιστερά της ειρήνης», παίρνοντας ταυτοχρόνως συγχωροχάρτι για τη μη επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία και διεκδικώντας την άρση των σε βάρος της Τουρκίας κυρώσεων από ΗΠΑ, Καναδά και Γερμανία σε θέματα που σχετίζονται με τα F-35, τα F-16 και την αμυντική της βιομηχανία.
Επίσης, ο Ερντογάν εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή γι’ αυτόν συγκυρία λόγω και της εμπλοκής του στην ειρηνευτική διαδικασία σπάει την απομόνωση στην οποία βρισκόταν ο ίδιος και η χώρα του όσο επέμενε στο νεοοθωμανικό του δόγμα, φροντίζοντας να αποδυναμώνει τη μία μετά την άλλη τις όντως φιλόδοξες συμμαχίες που είχε πετύχει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι μόνο τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που εξαγόρασαν από την ισραηλινή Delek το κοίτασμά της στην ισραηλινή ΑΟΖ παζαρεύοντας την κατασκευή αγωγού μέσω Τουρκίας, ούτε η επίσκεψη του Τσαβούσογλου στο Ισραήλ στις 3 Απριλίου 2022. Ο αρμόδιος Τούρκος εισαγγελέας που είχε χρεωθεί την υπόθεση του αντιφρονούντα δημοσιογράφου Κασόγκι, ο οποίος δολοφονήθηκε μέσα στο γενικό προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη από ειδική ομάδα που έστειλε ο διάδοχος του θρόνου, αποφάσισε να παραπέμψει το φάκελο στη Σαουδική Αραβία, εξαλείφοντας με τον τρόπο αυτό ένα σοβαρό εμπόδιο στην αναθέρμανση των σχέσεων των δύο χωρών, που παραμένουν σχεδόν παγωμένες.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε το εξής: Η Τουρκία ήταν πανταχόθεν απομονωμένη όσο εφάρμοζε το νεοοθωμανικό δόγμα ως «ναυαρχίδα» της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Η πολιτική της αυτή ενοχλούσε σχεδόν όλες χώρες της Β. Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού Κόσμου, με εξαίρεση το Κατάρ.
Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να αναλάβει πρωτοβουλίες και να οικοδομήσει σημαντικές συμμαχίες στη βάση του κοινού συμφέροντος σχεδόν με όλες τις χώρες των περιοχών που προαναφέρθηκαν.
Η Τουρκία εγκαταλείπει –ή κάνει ότι εγκαταλείπει– τη νεοοθωμανική της πολιτική, αποσύρει σε έναν βαθμό την υποστήριξη που παρείχε στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και φροντίζει να κλείνει το ένα μετά το άλλο τα μέτωπα που η ίδια, με δική της ευθύνη, είχε ανοίξει.
Όμως, με τον τρόπο αυτό εξαλείφει το κοινό συμφέρον των συμμαχιών που είχε συνάψει η Ελλάδα, οι οποίες κινδυνεύουν να μείνουν «πουκάμισο αδειανό».
Ακόμα και η συμμαχία με τη Γαλλία –που όλοι χειροκροτήσαμε, και την οποία πληρώσαμε και με αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ– κινδυνεύει σε έναν βαθμό, αφού η Τουρκία φρόντισε να προσεγγίσει το Παρίσι προσφέροντας και το «τυράκι» της πιθανής αγοράς του γαλλοϊταλικού συστήματος αεροπορικής άμυνας υψηλών υψών.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι το εφησυχαστικό αφήγημα περί τουρκικής «απομόνωσης» και ισχυρών ελληνικών συμμαχιών δεν ισχύει πλέον και κινδυνεύει να ανατραπεί. Άλλωστε από αυτήν εδώ τη στήλη είχαμε τονίσει ότι οι συμμαχίες απαιτούν συνεχή, καθημερινή προσοχή και μόχλευση, για να μην καταντήσουν κάποια στιγμή «πουκάμισο αδειανό».
Δυστυχώς βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο και η Ελλάδα θα πρέπει να ανασχεδιάσει την εξωτερική της πολιτική, να αναλάβει νέες πρωτοβουλίες, για να αποφύγει τα δυσάρεστα που έρχονται.
Όσον αφορά την αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας, θα επανέλθουμε στο επόμενο άρθρο μας, με την επισήμανση ότι σε περίπτωση που κατορθώσει να κατοχυρώσει τον τίτλο της χώρας που δρα ανεξάρτητα στην περιοχή ερήμην του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των ΗΠΑ, όπως πράττει στο Ουκρανικό, οι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι τεράστιοι.