«Πάμε να ακούσουμε τον γύφτο». Αλήθεια, αν αυτή η φράση ακουγόταν σήμερα πόσα ανάθεμα και εγκεφαλικά θα εισέπρατε αυτός που την ξεστόμισε. Και δικαίως. Οι εποχές αλλάξαν ευτυχώς, αν και ακόμα φαντάζει ουτοπία να κρίνονται οι άνθρωποι από την αξία τους και όχι από τη φυλή ή τη θρησκεία τους.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος όμως όταν μεσουρανούσε πέρασε τρελά ζόρια.
Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να πουλάνε οι δίσκοι και οι εμφανίσεις του. Και ας μην παιζόταν από τα ραδιόφωνα, και από τα ΜΜΕ γενικότερα. Ενίοτε και να απαξιωνόταν από ανθρώπους που το προηγούμενο βράδυ ήταν στο μαγαζί που τραγουδούσε.
Της γης οι κολασμένοι
Ο συνθέτης Θόδωρος Δερβενιὠτης ήταν ο άνθρωπος που άκουσε τον 17χρονο Μανώλη να τραγουδάει και ενθουσιάστηκε. Ο νεαρός πάλι από τα 13 του είχε άλλους μπελάδες, αφού μετά το θάνατο του μικροπωλητή πατέρα του, Ηλία, είχε αναλάβει τα ηνία της οικογένειας.
Νά όμως που τα όνειρα έχουν θέση και στον καταυλισμό της Αγίας Βαρβάρας, όπου μεγάλωσε και ζούσε. Στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου. Την ίδια περίοδο ηχογράφησε το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα».
Στις αρχές του 1958 ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε το δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το ινδοπρεπές τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», το οποίο ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη. Ήταν η περίοδος του… ινδικού ελληνικού τραγουδιού.
Έτσι ξεκίνησε σιγά-σιγά η καριέρα του. Μια καριέρα που απαιτούσε από τον ίδιο γερό στομάχι, αφού εκτός των άλλων ήταν τσιγγάνος και δεν το έκρυβε. Δίπλα του στάθηκαν οι άνθρωποι της φυλής του και η μάνα του, η Ερασμία. Και μπορεί στην κοινότητα ο άντρας να είναι ο άρχοντας, όμως η γυναίκα είναι το σκληρό αφεντικό.
Υπάρχει μια ιστορία που θέλει τη μητέρα του να πηγαίνει στα δισκοπωλεία για να δει έαν υπήρχαν δίσκοι του γιου της. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν, υποχρεώνε τους μαγαζάτορες να τηλεφωνήσουν στην εταιρεία να στείλει. Και εκείνη καθόταν και περίμενε τις παραλαβές!
«Μάνα μου, γλυκιά μανούλα, αγαπάω την Αννούλα»
Δεκαετία του ’60 και ο Αγγελόπουλος παρ’ όλες τις αντιξοότητες ήταν πρώτο όνομα. Μια μέρα στο στούντιο της Columbia εμφανίστηκαν δύο νεαρές κοπέλες. Τις πλησίασε και τους έπιασε την κουβέντα. Από τη πρώτη στιγμή τον γοήτευσε η ξανθιά με τα εντυπωσιακά μάτια. Ήταν η Αννούλα Βασιλείου, η οποία βρισκόταν στην εταιρεία για ακρόαση.
Εκείνος αμέσως άρχισε τα κομπλιμέντα και το φλερτ. Εκείνη, όπως είχε τονίσει σε συνέντευξή της, δεν θα ξεχάσει ποτέ τις πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν: «Έρχεται καταπάνω μας και μου λέει εμένα: “Τα κορίτσια τι κάνουν εδώ; Εσύ μικρό με τα τιγρίσια μάτια;”. Μου έχει μείνει αυτό και δεν θα το ξεχάσω. Του λέω: “Κύριε Αγγελόπουλε, θέλω ένα αυτόγραφο”. “Θα σου δώσω, αφού με περιμένεις”. Αφού τελείωσε, ήρθε και με ρώτησε τι έκανα εκεί. Του είπα ότι θέλουν να ακούσουν τη φωνή μου».
Έρωτας με την πρώτη ματιά, λοιπόν. Και αν η μητέρα της Βασιλείου είχε κάποιες αντιρρήσεις λόγω του νεαρού της ηλικίας, ποιος είδε την κυρα-Ερασμία και δεν τη φοβήθηκε. Επ’ ουδενί δεν ήθελε ο γιος της να παντρευτεί γυναίκα από άλλη φυλή. Ξεκίνησε έτσι ένα απίστευτο σίριαλ με ένα τραγούδι (το «Αγαπάω την Ανούλα»), που κατέληξε σε έναν επεισοδιακό γάμο.
Το κυνηγημένο ζευγάρι έγινε το αγαπημένο του ελληνικού Τύπου. Χωρισμοί, κατάρες, καβγάς του Αγγελόπουλου όπου μάλιστα έσπασε το χέρι του σε μια τζαμαρία. Εκείνος έφυγε από το σπίτι και πήγε να μείνει στη Νέα Σμύρνη με την καλή του. Δεν παντρεύτηκαν όμως, γιατί η μάνα του αρνιόταν να δώσει την ευχή της. Σε τουρνέ στο Μόντρεαλ γεννήθηκε ο πρώτος γιος, ο Ηλίας, και λίγο μετά ο δεύτερος, ο Στάθης.
Κάντε το εικόνα: Δεκαετία ’60, φουλ στα στερεότυπα και το συντηρητισμό. Τσιγγάνος τραγουδιστής είχε αστεφάνωτη λευκή –και δη στα… σουηδικά χρώματα– τραγουδίστρια, και έχουν και δυο παιδιά.
Τελικά ο γάμος έγινε το 1966 και η Ερασμία ήταν παρούσα. Όχι να ευλογήσει, αλλά για να καταραστεί. Το δώρο της πεθεράς στη νύφη ήταν η ατάκα: «Εγώ θα σε χωρίσω εσένα».
https://www.youtube.com/watch?v=JVg_eejE1VM
Όλοι στο Λυκαβηττό
Το ζευγάρι απέκτησε και μία κόρη και κάποια στιγμή οι δρόμοι του χώρισαν. Τα εχουν αυτά οι έντονοι και μεγάλοι έρωτες. Από την άλλη, η καριέρα του Αγγελόπουλου συνεχίστηκε κανονικά. Μακριά από μόδες και τρεντ.
Και αν στις αρχές της Μεταπολίτευσης αυτό που κυριαρχούσε στο χώρο του τραγουδιού ήταν η λήθη του παρελθόντος, στις αρχές των ’80s με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία οι άνθρωποι που κινούν τα νήματα στο χώρο του τραγουδιού κοίταξαν λίγο πίσω. Και σε είδη (έτσι αναβίωσε το ρεμπέτικο), αλλά και σε ανθρώπους.
Ο Αγγελόπουλος στα 44 του πουλούσε και είχε φτάσει η ώρα να βγει στο φως με τις ευλογίες πλέον της κουλτούρας –ή μέρος της– της εποχής.
Από την άλλη υπήρχε και το θέατρο του Λυκαβηττού, αυτό που έστησε η Άννα Συνοδινού και φιλοξενούσε παραστάσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών άλλου ύφους. Άντε να έφτανε μέχρι συναυλίες παραδοσιακής μουσικής. Αλλά αποφασίστηκε άνοιγμα στο λαϊκό τραγούδι και η πρώτη που ανηφόρισε ήταν η Χάρις Αλεξίου.
Γέμισε μεν το θέατρο, αλλά άκουσε τα εξ αμάξης. Και αν τα ακουσε η Αλεξίου, φανταστείτε τι συνέβη με τον Αγγελόπουλο.
https://www.youtube.com/watch?v=Wj8bZkAgwlI
Οι φήμες ήθελαν τον τραγουδιστή να φοβόταν για αυτή τη διπλή εμφάνιση. Στην ουσία πάντοτε ήταν ένας άνθρωπος του μέτρου, που ήξερε μέχρι που να απλώνεται. Πίστευε λοιπόν ότι και η συναυλία (που έγινε 19 και 20 Ιουνίου 1983) δεν θα είχε κόσμο και ο ίδιος δεν θα ήταν καλός.
Τελικά έγινε το αντίθετο. Το θέατρο ήταν φουλ, όπως και οι βράχοι γύρω απ’ αυτό. Τα ημιαγροτικά πάρκαραν δίπλα στις μηχανές, οι τσιγγάνοι κάθονταν στην ίδια σειρά με τους σοφιστικέ.
«Καλησπέρα σας, κύριε Σαββόπουλε. Πώς είστε; Τα σέβη μου… Αν και δύο άκρα αντίθετα, είμαι καλός σου φίλος!», είπε ο Μανώλης Αγγελόπουλος σε κάποιο σημείο της συναυλίας, καλωσορίζοντας τον Διονύση Σαββόπουλο που παρακολουθούσε από τις κερκίδες του Λυκαβηττού.
Την επομένη μέρα οι εφημερίδες έκαναν τον τραγουδιστή και τους διοργανωτές με τα κρεμμυδάκια. Τόνοι μελάνης, αλλά και ρατσιστικού μένους χύθηκαν, που σίγουρα πλήγωσαν τον τραγουδιστή, όμως… συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια.
Ρέκβιεμ για έναν άρχοντα
Εκτός από τη λατρεία του κόσμου και τη γνωριμία του με ένα νέο κοινό, ο Αγγελόπουλος μουσικά δεν κέρδισε πολλά πράγματα. Ίσως και να μην πρόλαβε. Από την άλλη, το είδος του τραγουδιού που βασικά υπηρετούσε είχε αρχίσει να γλιστρά στα σουξέ-σλόγκαν.
https://www.youtube.com/watch?v=8YxaFsapVBg
Ναι, ήθελε ο Χατζηδάκις να πει το «Γαρίφαλο στ’αυτί», και το είπε:
Αλλά οι έντεχνοι δεν του ταίριαξαν και οι νεολαϊκοί δεν τον προσέγγισαν. Ή μπορεί και να άργησαν, αφού στις 2 Απριλίου 1989 ο Μανώλης Αγγελόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Έξι μέρες προτού κλείσει μισό αιώνα ζωής.
Υπολογίζεται ότι γύρω στα 130.000 άτομα πήγαν στην κηδεία του. Φυσικά η φυλή του έδωσε δυναμικά το παρών. Μεγαλύτεροι αλλά και νεαροί τσιγγάνοι έκλαιγαν δίπλα σε πολιτικούς και δημοσιογράφους τον άρχοντα τους. Που τους ύψωσε στον ουρανό, που μεγάλωσαν με τα τραγούδια και τη ζωή του. Και που τα δικά τους δάκρυα ήταν και τα πιο αληθινά.
Σπύρος Δευτεραίος