Όσο περνάνε τα χρόνια διαφοροποιούνται οι οικογενειακές δομές στην Ελλάδα, γεγονός που απαιτεί και νέες προσεγγίσεις στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της δημογραφικής πολιτικής. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται κανείς διαβάζοντας τα όσα προέκυψαν από την έρευνα του δρ Δημογραφίας Γιώργου Κοντογιάννη και παρατίθενται στο 8ο ψηφιακό τεύχος της σειράς «FlashNews» –δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ (και υλοποιούμενου από τον ΕΛΚΕ του Παν. Θεσσαλίας) ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».
«Στη χώρα μας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 λύνονται 550-900 στους 10.000 γάμους. Η ένταση αυξάνεται προοδευτικά στη συνέχεια: 2.200-2.500 γάμοι στη δεκαετία του 2000 και περισσότεροι από 2.500 στους 10.000 γάμους κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, η αύξηση της έντασης του διαζυγίου (αλλά και η αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου όπως επίσης και των δεύτερων γάμων) έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο των μονογονεϊκών οικογενειών όσο και των παιδιών που μεγαλώνουν σε οικογένειες με έναν θετό και έναν βιολογικό γονέα», σημειώνει, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο δρ Κοντογιάννης.
Ναι μεν, η μικρή σε μέγεθος πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο συνεχίζει να επικρατεί, αλλά αναδύονται και νέα οικογενειακά πρότυπα.
Οι αριθμοί μιλούν
Από την ανάλυση των δεδομένων αναφέρει ο ερευνητής, διαπιστώνουμε ότι η ένταση του διαζυγίου αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι γάμοι να οδηγούνται στη λύση τους. Έτσι, στη χώρα μας, ενώ χώρισε το 10% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν το 1972, έλυσε τον γάμο του το 17% αυτών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και είναι πολύ πιθανόν να πράξει το ίδιο το 30% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ο Γιώργος Κοντογιάννης αναφερόμενος και στο συναινετικό διαζύγιο διαπιστώνει ότι από τη θέσπισή του (το 1983) και μετά αυτό κατέστη ιδιαίτερα σύνηθες, καθώς το ειδικό τους βάρος αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα τα συναινετικά διαζύγια να αποτελούν πλέον το 59-82% του συνόλου την περίοδο 1984-2017. Η ταχύτατη δε αύξηση των δεικτών – αλλά και της μέσης διάρκειας γάμου κατά τη λύση του τις περιόδους 1979-1981 και 1984-1988 επισημαίνει, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου (ν. 868/1979 και 1329/1983) που διευκόλυνε το διαζύγιο και επέτρεψε τη μαζική λύση γάμων που ήταν ουσιαστικά για πολλά έτη «νεκροί».
Αυξάνεται το ποσοστό όσων δεν παντρεύονται και δεν κάνουν παιδιά
Στην Ελλάδα, σημείωσε, τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφονται σημαντικές αλλαγές και τάσεις σύγκλισης με τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Εκτός από την αύξηση της συχνότητας λύσης του γάμου (του ποσοστού δηλαδή των ζευγαριών που παντρεύτηκαν μετά το 1970 και πήραν διαζύγιο), αυξάνεται στις νεότερες γενεές και το ποσοστό των ατόμων που δεν παντρεύονται (καθώς και αυτών που δεν κάνουν παιδιά), οι εκτός γάμου γεννήσεις και τα ζευγάρια που επιλέγουν το Σύμφωνο Συμβίωσης.
«Επομένως, οι οικογένειες στη χώρα μας διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο από αυτές του παρελθόντος απαιτώντας νέες προσεγγίσεις σχετικά με το σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής», πρόσθεσε ο ερευνητής.