Η ανάλυση ενός πολέμου ξεκινά από τον προσδιορισμό του πολιτικού σκοπού, με την επίτευξη του οποίου σταματούν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Και ο πολιτικός σκοπός –όταν δεν δηλώνεται ξεκάθαρα– βρίσκεται στις δημόσιες αναφορές-παρεμβάσεις των πολιτικών ηγετών των αντιμαχόμενων πλευρών.
Για τον Πούτιν φαίνεται πως ο πολιτικός σκοπός του πολέμου ήταν η αντικατάσταση της φιλοδυτικής κυβέρνησης της Ουκρανίας με φιλορωσική και η δημιουργία μιας νέας χώρας κατά το πρότυπο της Λευκορωσίας, ήτοι απόλυτα ελεγχόμενη από τη Ρωσία.
Το ουσιώδες στοιχείο σε έναν πόλεμο συνίσταται στο να γνωρίζει κανείς και να λαμβάνει υπόψη του τις συνθήκες που επικρατούν και στα δύο στρατόπεδα. Ξεκινώντας από αυτές θα σχηματιστεί αυτόματα κάποιο κέντρο βάρους, ένα κέντρο ισχύος και κίνησης από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα. Η εξουδετέρωση του κέντρου βάρους (αδρανοποίηση, καταστροφή, αποδυνάμωση) οδηγεί στην επίτευξη του πολιτικού σκοπού του πολέμου.
Στον πόλεμο αυτό κέντρο βάρους είναι ο ίδιος ο πρόεδρος της Ουκρανίας. Η εξουδετέρωση μπορεί να επιτευχθεί είτε με το θάνατο του Ζελένσκι, είτε με τη φυγή του στο εξωτερικό (η εγκατάλειψη της χώρας θα τον οδηγούσε στην απαξίωση), είτε ιδανικά στη σύλληψή του και τη φυλάκισή του μετά από μια δίκη για εγκλήματα εναντίον της ρωσικής μειονότητας.
Οι απαιτούμενες δυνάμεις και τα μέσα είναι συνάρτηση του πολιτικού σκοπού του πολέμου και του τρόπου ενέργειας για την εξουδετέρωση του κέντρου βάρους. Με δεδομένο πως το 35% του πληθυσμού της Ουκρανίας είναι ρωσικής εθνότητας και το 50% λιγότερο ή περισσότερο φανατικά ρωσόφιλοι, προφανώς ο Πούτιν θεώρησε πως θα πετύχαινε τον πολιτικό σκοπό του πολέμου χωρίς καμιά αντίσταση, όπως έγινε στην Κριμαία το 2014.
Η λανθασμένη εκτίμηση για τη στάση των Ουκρανών ενδεχομένως να οφείλεται στον αυταρχισμό του Ρώσου προέδρου. Είναι ενδεικτική η εικόνα της συμπεριφοράς προς τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας μπροστά στις κάμερες, ο οποίος τόλμησε να εκφράσει μια διαφορετική άποψη. Στον δικτάτορα όλοι λένε αυτά που θέλει να ακούσει κι όχι την πραγματικότητα.
Κατά συνέπεια, κανείς από την πλευρά των Ρώσων δεν ήταν προετοιμασμένος για πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης έκτασης.
Σύμφωνα με τον Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος είναι μια εκπληκτική τριάδα στην οποία μπορεί κάποιος να βρει την πρωταρχική βία, το μίσος και την αντιπάθεια που λειτουργούν ως φυσική παρόρμηση. Αυτό προϋποθέτει πάθη που πρέπει να προϋπάρχουν στους υπό εξέταση λαούς. Αυτά τα πάθη οδηγούν τους στρατιώτες να χρησιμοποιούν τη δύναμή τους χωρίς οίκτο και να μην σταματούν μπροστά σε καμιά αιματοχυσία.
Αυτό δεν χαρακτήριζε τους Ρώσους στρατιώτες, οι οποίοι δεν ήξεραν ούτε ότι πηγαίνουν για να πολεμήσουν, και βέβαια γιατί πρέπει να πολεμήσουν. Ενδεικτικοί οι διάλογοι Ρώσων στρατιωτών με άμαχους Ουκρανούς μπροστά στις κάμερες.
Οι αναλυτές συνήθως περιορίζονται σε συγκρίσεις αριθμών (μέγεθος στρατού – μέσα) και στην ποιότητα των μέσων. Όμως, όπως και πάλι φροντίζει να μας ενημερώσει ο Κλαούζεβιτς, οι υλικές σχέσεις είναι πολύ απλές, το δύσκολο είναι να κατανοηθούν οι ηθικές δυνάμεις. Με λίγα λόγια, η θέληση ενός λαού για πόλεμο.
Στη βάση της λανθασμένης εκτίμησης υπήρξε κακός σχεδιασμός, δηλαδή: Μη χρησιμοποίηση της απαιτούμενης/κατάλληλης δύναμης, ανεπαρκές σύστημα διοίκησης και ελέγχου, σοβαρά προβλήματα διοικητικής μέριμνας – logistics (καύσιμα, τρόφιμα, πυρομαχικά, υγειονομική περίθαλψη, κλπ.). Τέλος, σε πολιτικό επίπεδο δεν υπήρξε η εξασφάλιση της εσωτερικής νομιμοποίησης για έναν πόλεμο τέτοιων διαστάσεων. Και εν τέλει, ίσως ο υπερεκτιμημένος ρωσικός στρατός να μην ήταν επαρκής για έναν τέτοιο πόλεμο.
Όπως γράφει στο βιβλίο του Πόλεμος – Από τη Μάχη του Μάρνη έως το Ιράκ ο Μάρτιν βαν Κρέβελντ, υπήρξε γενικά μια συρρίκνωση των συμβατικών δυνάμεων λόγω του πυρηνικού οπλοστασίου.
Κι όταν πλέον ξεκίνησε ο πόλεμος έκανε την εμφάνισή της η «τριβή» του ιδιόρρυθμου και πνευματικά ανεξάρτητου, όπως τον χαρακτηρίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, Πρώσου στρατηγού και συγγραφέα Καρλ φον Κλαούζεβιτς. Τριβή είναι εκείνο που κάνει δύσκολο ότι φαίνεται εύκολο. Είναι όλα εκείνα που ξαφνικά εμφανίζονται σε έναν πόλεμο και ανατρέπουν όλα τα σχέδια.
Στον πόλεμο όλα είναι απλά και το απλούστερο είναι δύσκολο. Οι δυσκολίες συσσωρεύονται και προκαλούν μια τριβή που κανείς δεν την αντιλαμβάνεται σωστά εάν δεν έχει δει τον πόλεμο. «Κάθε πόλεμος είναι μία ανεξερεύνητη θάλασσα γεμάτη σκοπέλους» λέει ο Κλαούζεβιτς, και ο στρατός στην ειρήνη μοιάζει με τους κολυμβητές που μαθαίνουν κολύμπι στη στεριά. Κι όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο μεγαλύτερη είναι η τριβή.
Σύμφωνα με τον Κινέζο στρατηγό Σουν Τζου, φερόμενο συγγραφέα της Τέχνης του Πολέμου, ενός αρχαίου κινεζικού βιβλίου στρατιωτικής στρατηγικής με τεράστια επιρροή, ο παρατεταμένος πόλεμος ποτέ δεν υπήρξε επωφελής για τη χώρα, και γι’ αυτό οι άριστοι στην τέχνη του πολέμου καταλαμβάνουν πόλεις χωρίς μακροχρόνιες επιχειρήσεις – και ιδανικά χωρίς μάχη.
Σίγουρα ο παρατεταμένος πόλεμος δεν ήταν στο σχέδιο του Πούτιν, αντίθετα εξελίχθηκε στη Νέμεσή του.
Επίσης ο Σουν Τζου λέει πως η χειρότερη πολιτική είναι να επιτίθεσαι σε πόλεις. Αυτό πρέπει να το κάνεις μόνο αν δεν έχεις εναλλακτική λύση. Όλοι οι στρατιωτικοί –κι όχι μόνο– γνωρίζουν πως ο αγώνας σε κατοικημένο τόπο είναι εξαιρετικά δύσκολος, απαιτεί κατάλληλα εκπαιδευμένο στρατό, πολύ χρόνο και μεγάλες θυσίες σε προσωπικό και μέσα. Ειδικά για πόλεις του μεγέθους του Κιέβου. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να είσαι έτοιμος για παρατεταμένο πόλεμο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Σε όλα τα παραπάνω να προσθέσουμε την απουσία εξωτερικής νομιμοποίησης (ούτε για τα προσχήματα), προϊόν της αλαζονείας του Πούτιν, που έφερε τον πλανήτη απέναντί του με κυρώσεις χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία.
Πλέον όπως εξελίχθηκε ο πόλεμος, μόνο με κατοχή μπορεί να ελέγξει την Ουκρανία εφόσον την καταλάβει. Και η κατοχή μιας χώρας στην καρδιά της Ευρώπης δεν χωνεύεται, ενώ έχει δυσβάσταχτο κόστος για τη Ρωσία.
Μονόδρομος η λύση μέσω διαπραγματεύσεων, και εκεί πλέον οι αντιμαχόμενες πλευρές εστιάζουν, φροντίζοντας για μεγαλύτερες επιτυχίες στο πεδίο της μάχης στο πλαίσιο ενίσχυσης της διαπραγματευτικής τους θέσης.