Η πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία στο Ουκρανικό, έχει συζητηθεί αρκετά στη διεθνή κοινότητα αλλά και στο εσωτερικό της Τουρκίας, ενώ για το ίδιο θέμα υπάρχει μια αμηχανία στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα, που ακολούθησε κατά γράμμα τις βασικές επιλογές των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, δηλώνοντας προς όλες τις πλευρές ότι βρίσκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, παρατηρεί με αμηχανία μια άλλη πολιτική που ακολούθησε και συνεχίζει να ακολουθεί η Τουρκία στο ίδιο θέμα, αν και η ίδια είναι μέλος του NATO και υποψήφια προς ένταξη χώρα στην ΕΕ.
Για να αποφύγουμε τον ετεροπροσδιορισμό της εξωτερικής μας πολιτικής, που είναι εξαιρετικά επώδυνος και υποτιμητικός, όταν η διαδικασία αυτή γίνεται με βάση την Τουρκία, καταφεύγουμε στα όσα είπε ο Aykan Erdemir στον διευθυντή της ιστοσελίδας Ahval, Yavuz Baydar. Ο Aykan Erdemir είναι πρώην βουλευτής του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στην Τουρκία και από το 2015 είναι ανώτερος συνεργάτης του Ιδρύματος για την Προάσπιση των Δημοκρατιών (Foundation for Defense of Democracies), με έδρα την Ουάσιγκτον.
Το άρθρο με το οποίο παρουσιάζεται η συζήτηση του Erdemir με τον Baydar είχε τίτλο: Η Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για τη Ρωσία για να σπάσει τις κυρώσεις
«Όταν μιλάμε για την πολιτική ισορροπίας, υπάρχουν δύο διαφορετικές έννοιες στα αγγλικά: η πρώτη είναι “εξισορροπητική πράξη” (balancing act) και η δεύτερη είναι η πολιτική του καιροσκοπισμού (fence-sitting) “κάθισμα σε φράχτη”. Η δεύτερη έννοια εδώ είναι στην πραγματικότητα μια έννοια που δίνει έμφαση στην “αναποφασιστικότητα και στην παραμονή στο μέσον των εμπλεκομένων”.
Όσον αφορά τη στάση της Τουρκίας στο Ουκρανικό, είναι απαραίτητο να δούμε τι γίνεται στην πράξη.
Το πρώτο ζήτημα είναι οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Η Τουρκία δεν έχει επιβάλει η ίδια κυρώσεις στη Ρωσία και έχει επίσης εκφράσει σε υψηλούς τόνους την αντίθεσή της γενικά στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία. Δηλαδή, συνεχίζει να κρατά στάση ενάντια στο φιλελεύθερο δυτικό παγκόσμιο σύστημα. Η κυβέρνηση Ερντογάν θεωρεί ότι η επιβολή κυρώσεων είναι μια παράνομη διαδικασία που έχει εφευρεθεί από τη Δύση, και σε αυτό το σημείο ευθυγραμμίζεται με το Ιράν, τη Ρωσία και τη Βενεζουέλα.
»Το δεύτερο ζήτημα είναι αυτό του εναέριου χώρου. Η Τουρκία δεν έκλεισε τον εναέριο χώρο της στη Ρωσία και εξακολουθούμε να βλέπουμε στρατιωτικά αεροπλάνα να πηγαινοέρχονται από τη Ρωσία στη Συρία για να υποστηρίξουν το καθεστώς Άσαντ.
Το τρίτο ζήτημα είναι ότι η Τουρκία απείχε από το πάγωμα της παρουσίας της Ρωσίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης και διαχωρίστηκε από άλλες δημοκρατικές χώρες στο Συμβούλιο.
Τώρα ας έρθουμε στο κύριο ζήτημα, τη Σύμβαση του Μοντρέ. Αυτό είναι το πιο παρεξηγημένο θέμα στη Δύση. Λίγα λεπτά μετά τη δήλωση της Τουρκίας ότι κλείνει τα Στενά, εφαρμόζοντας τη Συνθήκη του Μοντρέ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, τηλεφώνησε στον υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και είδαμε ότι οι ΗΠΑ ευχαριστούσαν την Τουρκία σε αυτή την τηλεφωνική συνομιλία. Είτε ο Μπλίνκεν δεν κατάλαβε τι πραγματικά έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε έκανε ότι δεν κατάλαβε. Διότι η πραγματικά σωστή δήλωση ήρθε από τον Ρώσο πρέσβη στην Άγκυρα δύο μέρες αργότερα, με την οποία το Κρεμλίνο εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη θέση της Άγκυρας στο συγκεκριμένο θέμα.
»Τώρα εδώ, η Ρωσία έχει δίκιο. Κι αυτό γιατί η Τουρκία, ενώ μπορούσε να κλείσει τα Στενά μόνο στους εμπλεκομένους τον πόλεμοι, δηλαδή σε ρωσικά και ουκρανικά πλοία, εφαρμόζοντας το 19ο άρθρο της Συνθήκης του Μοντρέ, εφάρμοσε το άρθρο 21 και έκλεισε τα Στενά και στα πλοία του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια πολύ σημαντική παραχώρηση στη Ρωσία εδώ. Επομένως, το ευχαριστώ του Ρώσου πρέσβη είναι δικαιολογημένο, αλλά το ευχαριστώ του Μπλίνκεν, είναι ένα ακατανόητο ευχαριστώ.
Εδώ συμβαίνει κάτι περίεργο. Αφενός, βλέπουμε πώς η Άγκυρα έχει αποκλίνει από το ΝΑΤΟ και διαφωνεί με τους συμμάχους της από πολλές απόψεις, και από την άλλη, βλέπουμε ότι η αντίληψη της Δύσης για την κυβέρνηση Ερντογάν δεν είναι και τόσο προβληματική. Μπορεί να υπάρχουν δύο εξηγήσεις για αυτό:
- Η πρώτη εξήγηση είναι ότι υπάρχει πραγματικά ένα πρόβλημα κατανόησης της πραγματικής κατάστασης από τις κυβερνήσεις της Δύσης, δηλαδή ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν τι γίνεται στην πραγματικότητα.
- Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι η Δύση έχει καταλάβει το θέμα, αλλά συνεχίζει να ενεργεί σαν να μην υπάρχει πρόβλημα, νομίζοντας ότι εκπέμποντας προς την Άγκυρα θετικά μηνύματα, θα οδηγήσει την Τουρκία σε συγκεκριμένα βήματα.»
Ο Erdemir, από την άλλη, αναφερόμενος στις μεγάλης κλίμακας κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, είπε ότι αυτές μπορούν να παρακαμφθούν μέσω της Τουρκίας. Είπε συγκεκριμένα για το θέμα:
«Βλέπω ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις με βάση τις οποίες η Τουρκία θα είναι η κύρια βάση για να παρακαμθούν οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία. Θα πρέπει να σημειώσω δε ότι ο Ερντογάν μπορεί να προσθέσει τη Ρωσία στον κατάλογο των δραστηριοτήτων παράκαμψης κυρώσεων που έχουν επιβληθεί σε άλλες χώρες, στις οποίες έχει συνηθίσει, λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την Τουρκία. Ακριβώς όπως οι δυτικές πρωτεύουσες, ειδικά η Ουάσιγκτον, τώρα, με αφορμή την κρίση με τη Ρωσία, αγνοούν τις κυρώσεις που είχαν επιβάλει στο Ιράν και τη Βενεζουέλα, έτσι μπορεί αν κάνει και η Τουρκία, συνεχίζοντας τις συναλλαγές και τη συνεργασία με τη Ρωσία.
Ο Ερντεμίρ, ο οποίος έχει επίσης κάνει αξιολογήσεις για τις προσπάθειες της Τουρκίας να βελτιώσει τις σχέσεις με το Ισραήλ και την Αρμενία, προτείνει ότι μπορούν να γίνουν και άλλες αναγνώσεις σ’ αυτές τις κινήσεις της Άγκυρας:
«Η Τουρκία έχει μια στρατηγική για τη βελτίωση των σχέσεών της με το Ισραήλ και την Αρμενία πλήρως εναρμονισμένη με την Ουάσιγκτον. Στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε τις 14 Μαρτίου, στην κατοικία του Τούρκου πρέσβη στην Ουάσιγκτον, στην οποία κλήθηκαν διάφορες εβραϊκές οργανώσεις και ηγετικές προσωπικότητες των ΗΠΑ, δεν τονίστηκαν μόνο οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, αλλά και η πρωτοβουλία της Άγκυρας να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Αρμενία. Ως εκ τούτου, η Τουρκία δίνει ένα πολύ σαφές μήνυμα προς την Ουάσιγκτον: Θα καταβάλλει προσπάθειες να εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, την Αρμενία και την Ελλάδα.
Η άποψη της Άγκυρας για το θέμα αυτό είναι η εξής: «Τα αρμενικά, εβραϊκά και ελληνικά λόμπι βρίσκονται είναι η κύρια πηγή των προβλημάτων μου στις ΗΠΑ. Αν αλλάξω τα δεδομένα, με μια πολιτική βιτρίνας, τα αρμενικά, εβραϊκά και ελληνικά λόμπι στις ΗΠΑ θα άρουν τις κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας. Αν πετύχω κάτι τέτοιο, σε πρώτη φάση οι ΗΠΑ θα μου δώσουν τα F-16 Viper και τα κιτ εκσυγχρονισμού των παλιών F-16. Σε δεύτερη φάση ίσως καταφέρω να πάρω Patriot και F-35. Στην πραγματικότητα, αυτή θα είναι μια τόσο θετική διαδικασία που θα φτάσω να πάρω αυτά που θέλω από τις ΗΠΑ, χωρίς να θυσιάσω τους S-400 ».
Αυτή είναι μια πολύ ρηχή ανάγνωση της Τουρκίας για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στην Ουάσιγκτον. Διότι χθες, ταυτόχρονα με τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του Τούρκου πρέσβη στην Ουάσιγκτον, στο Φόρουμ των Δελφών βρέθηκαν καλεσμένοι από Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και από το Ισραήλ και το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Εκεί, ο Δημοκρατικός Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, Μπομπ Μενέντεζ, έστειλε ένα πολύ σαφές μήνυμα: Τόνισε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει καμία ενέργεια στο Κογκρέσο για τις εξαγωγές όπλων χωρίς η Τουρκία να κάνει κάποια βασικά βήματα, ειδικά στο θέμα των S-400. Σε αυτή τη συνάντηση του Φόρουμ των Δελφών, συμμετείχαν πρόσωπα που η Τουρκία θεωρεί ότι αποτελούν μέλη του εβραϊκού, το ισραηλινού και του ελληνικού λόμπι, των μελών του Κογκρέσου συμπεριλαμβανομένων.
Πρέπει να εξάγουμε τα ακόλουθο συμπέρασμα από όλο αυτό: Το να διαβάζεις την Ουάσιγκτον με ένα ισλαμικό, συνωμοτικό μάτι μόνο μέσω της λειτουργίας και της επιρροής που ασκούν τα λόμπι, σημαίνει ότι παραβλέπεις πώς λειτουργεί η πολιτική. Όταν ζητάς από τις ΗΠΑ τα F-16 μια μέρα μετά τη φιλοξενία του προέδρου του Ισραήλ, Herzog, στην Άγκυρα, τότε απλά επιβεβαιώνεις σε πόσο γελοία θέση βρίσκεσαι».