Νίκος Καπετανίδης, ένας από τους πολλούς της αφρόκρεμας του ποντιακού ελληνισμού που άφησαν την τελευταία τους πνοή στις αγχόνες των Νεότουρκων, δικασμένοι και καταδικασμένοι σε θάνατο από τα διαβόητα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας
Σε αυτά τα «δικαστήρια» οδηγήθηκαν ουσιαστικά οι εχθροί του καθεστώτος. Επρόκειτο για έναν ακόμα τρόπο εξόντωσης κατά τη δεύτερη και πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Τα κείμενα του εκδότη της εφημερίδας Εποχή, ο οποίος απαγχονίστηκε το 1921, στηλίτευαν ακριβώς αυτό το καθεστώς, γεμάτο από εγκλήματα κατά των χριστιανικών μειονοτήτων της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Έλληνες, Αρμένιοι, Ασσύριοι). Ταυτόχρονα ήταν και ένα φλογερό κάλεσμα για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Το 1919 οι Νεότουρκοι (που εξέθρεψαν τις ληστοσυμμορίες του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα και του Κιαγχιά στην Τραπεζούντα) ενοχλούνταν σφόδρα από τις ελληνικές εφημερίδες. Αν και ανειλικρινείς όσον αφορά τήρηση των διατάξεων του Συντάγματός τους για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, τελικά δεν προχώρησαν σε ανοιχτή επιβολή λογοκρισίας.
Την επέβαλαν όμως έμμεσα, όπως με την «επίσκεψη» του σφαγέα των Ποντίων Τοπάλ Οσμάν στον Νίκο Καπετανίδη, στις 20 Μαρτίου 1920. Χρόνια αργότερα, στο τεύχος Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1975 της Ποντιακής Εστίας, ένας αρθρογράφος ονόματι Κώστας Μορφίδης (πρόκειται για τον Κώστα Καπετανίδη, αδερφό του εθνομάρτυρα), έγραψε το εξής:
«Με πικρό χαμόγελο δέχτηκε ο Νίκος Καπετανίδης την Παρασκευή 20 Μαρτίου 1920 την ανακοίνωση ότι θα τον επεσκέπτετο στα γραφεία της Εποχής ο Οσμάν αγάς, που με το… ασκέρι του βρισκόταν στην Τραπεζούντα, για να επεκτείνει, ίσως, όπως το επιθυμούσε, και εκεί την απαίσια δράση του.
»Ως λόγος της επισκέψεως ανεφέρετο στην ειδοποίηση προς τον Νίκο η επιθυμία του Οσμάν αγά “να τον δει και να τον γνωρίσει προσωπικά”.
»Ο απαίσιος αυτός σφαγέας των Ελλήνων της Κερασούντας, βαρκάρης το επάγγελμα και διορισμένος από τον Κεμάλ δήμαρχος Κερασούντος, που κατά τον πλέον φρικτό, άγριο και απάνθρωπο τρόπο είχε κατακρεουργήσει κυριολεκτικά το άνθος της ελληνικής εκείνης πόλεως· την αφρόκρεμα σε μόρφωση, σε πλούτο και σε κοινωνική υπόσταση –δικηγόρους, γιατρούς, φαρμακοποιούς, καθηγητές, κτηματίες, μουσικούς, δασκάλους–, έκαμνε τώρα την εμφάνισή του στην Τραπεζούντα!
»Το ασκέρι του, βρομεροί φονιάδες, αποβράσματα της κοινωνίας, αγράμματοι και απαίδευτοι, οπλισμένοι με μάνλιχερ, με περίστροφα και κάθε είδους μαχαίρια, είχε σπείρει τον τρόμο, την καταστροφή και τον όλεθρο πέρα από την Κερασούντα και τα περίχωρά της, και στην Τρίπολη, Ορντού, Σαμψούντα, Οινόη, Φάτσα, Έρπαα, όπου, χωρίς καμιά αντίσταση έσφαζε γυναίκες, παιδιά και γέρους, ατίμαζε κορίτσια και έκαιε σπίτια.
»Ο Νίκος [σ.σ. Καπετανίδης], με μόλις συγκρατούμενη ψυχραιμία, δήλωσε πρόθυμα πως θα τον δεχθεί και τον περιμένει, και γύρισε στους γύρω του και είπε: “Το κεφάλι μου δε στέκεται καλά στους ώμους μου”. Εκείνοι τρομοκρατημένοι του συνέστησαν να φύγει, να πάει στη Σάντα. Ο Νίκος αρνήθηκε.
»Κατά τις 3 το απόγευμα της ίδιας μέρας ήρθε ο Οσμάν αγάς, περιστοιχισμένος από τα αιμοβόρα “παλικάρια” του, οπλισμένα με κάθε είδους όπλα. Ο Οσμάν αγάς, ο “άνθρωπος”, έκατσε σ΄ ένα κάθισμα απέναντι από το γραφείο του Νίκου, πολύ κοντά του, και οι υποτακτικοί του πήραν επίκαιρες θέσεις: Δύο στο δωμάτιο όπου το γραφείο του Νίκου· ανά ένας στα τρία παράθυρα του γραφείου· άλλοι στον προθάλαμο όπου ήταν η διεκπεραίωση της εφημερίδας· άλλοι στην εσωτερική σκάλα του κτηρίου, γιατί τα γραφεία της Εποχής ήτανε στον πρώτο όροφο, και τέσσαρες πέντε στήθηκαν στην κεντρική είσοδο κάτω στο πεζοδρόμιο. Έτσι “κατέλαβαν” το άπαρτο κάστρο.
»Ο αδερφός του Κώτσος [σ.σ. Καπετανίδης], που κρατούσε την διαχείριση της Εποχής, παρέμεινε στη θέση του, που ήτανε στην παράπλευρη γωνία του γραφείου του Νίκου. Ο Οσμάν αγάς καταδέχτηκε να χαιρετήσει τον Νίκο. Κάθισε χωρίς να περιμένει να του υποδείξουνε θέση, και αφού έβαλε το ένα πόδι επάνω στο άλλο και το αριστερό χέρι απλωτά πάνω στο γραφείο του Νίκου, άρχισε να του ομιλεί σε έντονο ύφος.
»“Γιατί γράφεις στην εφημερίδα σου εναντίον μου; Εγώ αγαπώ τους Έλληνες πατριώτες [καρντασλάρ-αδέλφια] και φροντίζω για την ησυχία τους. Τιμωρώ μόνον όσους δεν είναι πιστοί στην οθωμανική πατρίδα. Η κατάσταση στην Κερασούντα είναι ομαλή. Ποτέ άλλωστε δεν ήταν κακή. Λυπούμαι γιατί μερικοί “γκιαούρ” σπεύδουν πάντα χωρίς καμιά αφορμή να καταγγέλλουν ψέματα στους Συμμάχους”.
»“Και τα λεγόμενα και τα γραφόμενα;…”, τον ρωτάει ο Νίκος [σ.σ. Καπετανίδης]. “Είναι ψέματα. Καθαρή συκοφαντία. Τα διαλαλούνε και τα γράφουνε. Εγώ γνωρίζω τι γράφουν για μένα τα ελληνικά φύλλα και τα αγγλικά. Ενεργώ πάντοτε υπέρ των εθνικών μας οργανισμών. Είναι καθήκον μου να εργάζομαι υπέρ της πατρίδας μου, για το ντοβλέτ”.
»Στο μεταξύ ένα από τα παλικάρια του τον πλησίασε και του είπε κάτι στ΄ αφτί. Ο Οσμάν αγάς κίνησε το κεφάλι του και συνέχισε τις περιαυτολογίες, με ύφος πολύ πιο μαλακό, και στο τέλος είπε στον Νίκο: “Να δημοσιεύσεις πως οι Τούρκοι και οι “Ουρούμ“ [σ.σ. οι Ρωμιοί] της Κερασούντας ζουν πολύ καλά και υπογράφουν πως είμαστε “καρντάς”. Να προσέχεις να μη γράφεις ανακριβή γεγονότα στην εφημερίδα σου!”. Και αμέσως έπειτα σηκώθηκε και έφυγε αφού του είπε: “Θα ξαναϊδωθούμε πάλι…”.
»Έτσι έληξε η δημοσιογραφική συνέντευξη με τον Τοπάλ Οσμάν αγά. Όταν ο δήμιος κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε από το κτήριο ο πάντα πολυσύχναστος εκείνος δρόμος [οδός Ουζούν σοκάκ] ήταν παντέρημος – δίπλα ήτανε τα γραφεία της τράπεζας των αδελφών Φωστηρόπουλου και απέναντι το μεγάλο κατάστημα γυαλικών των αδελφών Τσαϊρίδη. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά.
»Μόνον αφού φύγανε και οι τελευταίοι άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν άρχισε να συρρέει ο κόσμος πάνω στα γραφεία της Εποχής. Γέμισαν από φίλους, συγγενείς και γείτονες. Τρομοκρατημένοι όλοι ζητούσαν να μάθουν από τον Νίκο τι έγινε – ο κουνιάδος του Ιφικράτης Μεταξάς, οι άλλοι συνάδελφοί του Γιάννης Λυπηρίδης, Σταύρος Χατζηιωαννίδης, Γεώργιος Δερματόπουλος, και άλλοι. Και ο Νίκος, γεμάτος συγκίνηση, μα γελαστός σαν να μιλούσε για το πιο απλό πράγμα, απαντούσε: “Κι αυτή τη φορά γλίτωσα το κεφάλι μου!”.
»Την επομένη ο Οσμάν αγάς εγκατέλειψε την Τραπεζούντα».