Ο πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία δημιούργησε πολλά ερωτήματα για τις αιτίες της έχθρας ανάμεσα στα δυο έθνη, οι ρίζες των οποίων πηγάζουν από τους Ρως του Κιέβου. Ακολουθεί το β’ μέρος του άρθρου για την εξέλιξη του κράτους των Ρως του Κιέβου.
Το Κίεβο, η Μόσχα και τα υπόλοιπα πριγκιπάτα
Η μογγολοταταρική κατάκτηση κράτησε σε διαφορετικά μέρη των εδαφών του πρώην Κράτους των Ρως του Κιέβου από το 1237 έως το 1480. Η ακαταστασία στην περιοχή εμβάθυνε τις διαφορές ανάμεσα στις φυλές ανατολικών Σλάβων. Οι πρίγκιπες του Κιέβου όλο και περισσότερο έχαναν το ηγετικό τους κύρος. Χάθηκε η πολιτική και η πνευματική εξουσία τους πάνω στα βόρεια και ανατολικά πριγκιπάτα, που μετά από την απελευθέρωση τους από τη Χρυσή Ορδή επιδίωκαν την πρωτιά στο ανατολικό σλαβικό χώρο. Ισχυροποιήθηκαν κατά πολύ σε σχέση με την προηγούμενη εποχή το Πριγκιπάτο της Μόσχας, το Πριγκιπάτο του Τβερ και η Φεουδαρχική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε τρία νέα κέντρα του κόσμου των Ρως θα μπορούσε να ταράξει την ασφάλεια στην περιοχή και να προκαλέσει την αναβίωση της ισχύος της Χρυσής Ορδής, η οποία ασχολιόταν με τις συγκρούσεις στην Ασία. Η Χρυσή Ορδή αποδυναμώθηκε ριζικά μετά τους πολέμους με τον Τιμούρ Ταμερλάνο.
Η πρίγκιπες της Μόσχας σταδιακά κατάφεραν να υποτάξουν τα υπόλοιπα δυο ισχυρά πριγκιπάτα. Χρόνο με το χρόνο μεγάλωναν τα εδάφη του Πριγκιπάτου στην ανατολική ακριτική περιοχή των διάσπαρτων εδαφών των Ρως.
Οι άρχοντες του Νόβγκοροντ, που προσαρτήθηκε στο Πριγκιπάτο της Μόσχας, κατάφεραν να κρατήσουν τη σχετική αυτονομία τους μέχρι τη βασιλεία του Ιβάν (Ιωάννη) Δ’ του Τρομερού, εγγονού του Ιβάν του Γ’ και της Σοφίας Παλαιολογίνας.
Από το 12ο έως το 15ο αιώνα η Δημοκρατία του Νόβγκοροντ συμμετείχε στη Χανσεατική Ένωση, την εμπορική και αμυντική συνομοσπονδία των εμπορικών συντεχνιών και των πόλεων-αγορών της Βορειοδυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Το 1569-1570 οι άρχοντες του Νόβγκοροντ εξοντώθηκαν από τον Ιβάν (Ιωάννη) Δ’ τον Τρομερό στα πλαίσια της καταπιεστικής πολιτικής, που ονομάστηκε «οπρίτσνινα».
Στην άκρη της Ευρώπης
Έξω από τις κατακτήσεις της Μόσχας έμειναν τα κεντρικά και τα δυτικά πριγκιπάτα με την παλαιά ιστορική πρωτεύουσα των Ρως, το Κίεβο. Η προσάρτηση αυτών των περιοχών προϋπόθεται τη σύγκρουση με την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και αργότερα με τη Σουηδία, που επεκτάθηκε από τα παράλια της Βαλτικής θάλασσας προς την ενδοχώρα. Δεν υποστήριζαν ένωση με τη νέα Ρωσία και τα ίδια τα δυτικά πριγκιπάτα, που συνήθισαν τη συνύπαρξη με τους υπόλοιπους λαούς της περιοχής.
Η ακριτική περιοχή στα σύνορα με τη Χρυσή Ορδή και τους Τατάρους της Κριμαίας, που έλεγχαν τη στέπα στον Βορρά του Εύξεινου Πόντου, άρχισε να αποκαλείται Ουκρανία (στα σλαβικά – Ουκραΐνα, ακριτική χώρα).
Η λέξη «ουκραΐνα» έχει ρίζες στα παλαιά ιδιώματα των ανατολικών Σλάβων. Την περίοδο της ύπαρξης του Κράτους του Κιέβου με τη λέξη «ουκραΐνα» οριοθετούσαν τις ακριτικές περιοχές.
Το 13ο αιώνα στις βορειοδυτικές περιοχές των ανατολικών Σλάβων σχηματίστηκε και το τρίτο έθνος της περιοχής με το δικό του πολιτισμό και γλώσσα, οι Λευκορώσοι. Ο γειτονικός λαός οι Λιθουανοί, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή αποκαλούν την Λευκορωσία – Βαλτορώσια (Βαλτική Ρωσία).
Την περίοδο, που τα πριγκιπάτα των Ρως ξαναέβρισκαν την ελευθερία τους από τους ανατολίτες κατακτητές τους το 14ο και το 15ο αιώνα, ο ελληνικός κόσμος του Βυζαντίου έχανε τα εδάφη του υπό την πολεμική πίεση των Οθωμανών Τούρκων. Η άρχουσα τάξη του Βυζαντίου κατέφυγε στην Ιταλία μετά τις οθωμανικές κατακτήσεις και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Οι άρχοντές του συνέδεαν τις ελπίδες τους με την πνευματική δράση στη νέα Ρωσία της Σοφίας (Ζωής), της ανιψιάς του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου και συζύγου του Ιβάν Γ’. Όλο και περισσότερο η προσοχή των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταφερόταν προς το Πριγκιπάτο της Μόσχας. Ο Ιβάν (Ιωάννης) Δ’ το 1547 στέφτηκε Βασιλιάς (στα ρωσικά Τσάρος, από τη λέξη Καίσαρας), αναγνωρισμένος από Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Όμως η νέα Ρωσία όσο περισσότερο πλησίαζε τα εδάφη του πρώην Βυζαντίου, τόσο απέκλινε προς τους καθαρά δικούς της στόχους.
Οι δυο Μητροπόλεις του Κιέβου
Στα χρόνια της επικράτησης των Λιθουανών και των Πολωνών στα δυτικά εδάφη και της Χρυσής Ορδής στα ανατολικά εδάφη του Κράτους των Ρως δημιουργήθηκαν δυο ανάλογα κέντρα επιρροής. Το κέντρο της Ορθόδοξης Μητρόπολης του Κιέβου και της πάσης Ρωσίας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης συνέχιζε να βρίσκεται στο Κίεβο. Στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης συμπεριλαμβανόταν η περιοχή του Δουκάτου της Λιθουανίας και του Βασιλείου της Πολωνίας.
Το 1299 η έδρα της Μητρόπολης μεταφέρθηκε από το Κίεβο, όπου ήταν από το 988, στην πόλη Βλαντίμιρ στον ποταμό Κλιάσμα. Το 1325 η έδρα μεταφέρθηκε στη Μόσχα. Όμως ο μητροπολίτης συνέχιζε να λέγεται «του Κιέβου και της πάσης Ρωσίας». Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης νομιμοποίησε αυτή την πράξη μεταφοράς της Μητρόπολης το 1354-1355.
Το 1458 η Μητρόπολη του Κιέβου είχε διασπαστεί. Οι μητροπολίτες της δυτικής Ρωσίας είχαν την έδρα τους στη Βίλνα, ενώ της ανατολικής Ρωσίας – στη Μόσχα. Στην αρχή υπήρχε και το τρίτο κέντρο των Ρώσων στον Βορρά των εδαφών των Ρως, η Φεουδαρχική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ.
Οι δυτικοί Μητροπολίτες από το 1458 λέγονταν «του Κιέβου, του Γκάλιτς και πάσης Ρωσίας». Από το 1461 οι μητροπολίτες με την έδρα στη Μόσχα άρχισαν να λέγονται «της Μόσχας και πάσης Ρωσίας». Το Οικουμενικό Πατριαρχείο πολλές φορές δεν προλάβαινε τις κινήσεις των Ρώσων πριγκίπων και νομιμοποιούσε τις πράξεις τους ή τις αρνιόταν εκ των υστέρων.
Το 1589 το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης συναίνεσε στην ίδρυση του Πατριαρχείου της Μόσχας και πάσης Ρωσίας. Λίγο αργότερα ακολούθησε η αναγνώριση του νέου πατριαρχείου από τα υπόλοιπα ιστορικά πατριαρχεία, τα οποία διατηρούσαν περισσότερα δικαιώματα. Το 1721 ο Πέτρος ο Μέγας είχε καταργήσει το Πατριαρχείο και ο ίδιος έγινε επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας μαζί με την Ιερά Σύνοδο. Το Πατριαρχείο της Μόσχας επαναφέρθηκε μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917.
Ο Πέτρος ο Μέγας (Ρομάνοφ) έγινε πρώτος Αυτοκράτορας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Η χώρα των Ρως της Μοσχοβίας ονομάστηκε από αυτόν με τον ελληνικό τρόπο, Ρωσία και η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη νέα πόλη στη Βαλτική θάλασσα, την Αγία Πετρούπολη.
Η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη Ρωσία
Το Κράτος των Ρως δεν κράτησε αρκετό διάστημα για να δημιουργηθεί ενιαία συνείδηση στις φυλές, από τις οποίες αυτό αποτελούταν. Οι ονομασίες «Ρώσοι και Ρωσία» σε μορφή «Ρούσιτς και Ρους» επικράτησαν στις περιοχές, που ήταν υποτελείς σε Χρυσή Ορδή. Οι ονομασία «Ρούσιτς» ή «Ρώσος», όπως επικράτησε στην ελληνική γλώσσα, μεταμορφώθηκε σε «Ρούσσκιι». Οι φυλές δυτικά και ανατολικά του Δνείπερου, οι οποίες σχετικά γρήγορα απελευθερώθηκαν από τους νομάδες κατακτητές, ονομάστηκαν Ουκρανοί.
Δημιουργήθηκαν δυο γλώσσες, η Ρωσική και η Ουκρανική, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης των ιδιωμάτων των ανατολικών Σλάβων.
Το 1654, την περίοδο της βασιλείας του Αλεξέι Α’ του Ρομάνοφ, πατέρα του Πέτρου Α’ του Μέγα η Ρωσία στη σύγκρουσή της με την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία απέσπασε ένα κομμάτι της Ουκρανίας με το κέντρο στο Κίεβο.
Η προσάρτηση της περιοχής του Κιέβου στο Βασίλειο της Μόσχας ονομάστηκε ως επανένωση της Ουκρανίας με τη Ρωσία. Αργότερα ακολούθησε η επέκταση της Ρωσίας και η ενσωμάτωση και άλλων εδαφών. Όμως το τσαρικό καθεστώς έβρισκε πολλές φορές αντίθετους τους Ουκρανούς στην αυτοκρατορική του πολιτική.
Οι Ουκρανοί αναζητούσαν την ελευθερία τους φεύγοντας στην περιοχή της εκροής του ποταμού Δνείπερου στον Εύξεινο Πόντο. Οι Ουκρανοί ακρίτες ονομάστηκαν Κοζάκοι του Ζαπορόζ (σημερινή περιοχή Ζαπορίζια) και περνούσαν τη ζωή τους πολεμώντας οποιουσδήποτε ξένους, ιδιαίτερα τους Τατάρους και τους Οθωμανούς. Την αρετή των Κοζάκων αποδεικνύουν διάφορες ιστορικές αναφορές. Το 17ο αιώνα ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ζήτησε από τους Ζαπορίζιους Κοζάκους να αποδεχτούν την εξουσία του και μην οργανώνουν επιθέσεις στα οθωμανικά φρούρια. Οι Κοζάκοι έστειλαν ως απάντηση στον Σουλτάνο την επιστολή τους γεμάτη βρισιές και απειλές.
Με την κατάκτηση της περιοχής, που ονομάστηκε Νοβορώσια, από την Μεγάλη Αικατερίνη στο τέλος του 18ου αιώνα η ελευθερία των Κοζάκων καταργήθηκε. Οι Ζαπορίζιοι Κοζάκοι μεταφέρθηκαν στον Βόρειο Καύκασο και μαζί με ένα μέρος των Κοζάκων του Ντον αποτέλεσαν το στράτευμα των Κοζάκων του Κουμπάν.
Από την τσαρική Ρωσία στην ΕΣΣΔ
Η κατάσταση έγινε πιο σύνθετη μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων το 1917. Με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ του 1918 στη Γερμανία έπρεπε να δοθεί ένα μεγάλο μέρος της Ουκρανίας. Η Γερμανία έχασε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, και τα εδάφη, που αποσπάστηκαν με τη Συνθήκη, ελαχιστοποιήθηκαν μέχρι τη δυτική Ουκρανία. Η Ουκρανία, που έμεινε στην επικράτεια της ΕΣΣΔ, για να υπερισχύσουν οι ντόπιοι κομμουνιστές έναντι της αντιπολίτευσης πήρε περισσότερα εδάφη για τη δημιουργία της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Το 1922 η Ουκρανία έγινε μέρος της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Όμως άμεσα ξεκίνησαν οι εσωκομματικές εκκαθαρίσεις και μεγάλο μέρος των Ουκρανών κομμουνιστών, όπως και των Ρώσων, και άλλων εθνικοτήτων, διώχτηκαν την περίοδο των σταλινικών διώξεων. Οι Ουκρανοί πήραν βαριά την πολιτική των διώξεων, και των εξοριών και τα δεινά τους είχαν συνδέσει με τις εκάστοτε εξουσίες στη Μόσχα.
Η πολιτική των σταλινικών διώξεων εναντίον των τοπικών ελίτ, της μεσαίας τάξης και των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ επηρέασε τη στάση των Ουκρανών. Αυτή την περίοδο οι δυτικοί Ουκρανοί απέφυγαν τη πρώτη φάση της καταπίεσης από τη σοβιετική εξουσία. Οι δυτικές ουκρανικές ελίτ έβρισκαν άσυλο στη Δύση και ονειρευόντουσαν τη δημιουργία της ενιαίας ελεύθερης Ουκρανίας.
Το χάσμα μεγαλώνει…
Μετά την προσάρτηση της Δυτικής Ουκρανίας στην ΕΣΣΔ το 1940 και οι δυτικοί Ουκρανοί έζησαν την πολιτική του Στάλιν. Στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου και τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμα στην περιοχή της δυτικής Ουκρανίας δρούσαν τα αυτονομιστικά κινήματα.
Την περίοδο των δημοκρατικών αλλαγών της πολιτικής «Περεστρόικα» στην ΕΣΣΔ οι Ουκρανοί ήταν ανάμεσα σε αυτούς, που χαιρέτησαν θερμά τις μεταρρυθμίσεις.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, και οι 15 Δημοκρατίες της έγιναν ανεξάρτητα κράτη. Για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες οι δυτικοί Ρως απέκτησαν τη δική τους ανεξάρτητη κρατική υπόσταση. Ό, τι πρέσβευαν οι παλαιότερες γενιές των Σλάβων των δυτικών πριγκιπάτων των Ρως ενσωματώθηκε στις προσδοκίες των Ουκρανών. Οι Ρώσοι, που ανέκαθεν επέλεγαν την πολιτική της απόστασης από τη Δύση, προσπαθούσαν όλα τα χρόνια από τη διάλυση της ΕΣΣΔ να ανασυνταχθούν σε μια νέα δύναμη. Οι Ουκρανοί επιδίωκαν, όπως και οι πρόγονοι τους, την ένωση με τη Δύση. Η κάθε πλευρά ένιωθε την πιθανή απειλή για τα σχέδιά της.
Οι διαφορετικές πορείες δημιούργησαν συνθήκες για τη σύγκρουση των δυο λαών, η οποία έρχεται είτε να ξεκαθαρίσει τις διαφορές, είτε να εμπλέξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Όπως και να είναι από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 στην επικράτεια της Ουκρανίας επιχειρούν τα ρωσικά στρατεύματα. Οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί πέφτουν νεκροί στα πεδία των μαχών και οι πολίτες της Ουκρανίας γίνονται πρόσφυγες. Η πολιτική της σύγκρουσης συνεχίζεται στα εδάφη των Ρως του Κιέβου και μετά από εκατοντάδες χρόνια.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός
⇒Διαβάστε εδώ το α’ μέρος του άρθρου.