Το δημοτικό τραγούδι κάθε τόπου είναι η ιστορία. Και ως ιστορία δεν πρέπει να ξεχνιέται, αλλά να παραμένει ζωντανή. Ενίοτε –και αν γίνεται– ν’ ανανεώνεται. Από την άλλη υπάρχουν και τα μαζικά ακούσματα που κυριαρχούν παντού, και δικαίως.
Η Δόμνα Σαμίου έκανε κάτι μοναδικό: Δεν έβαλε ποτέ σε κόντρα το παρόν με το ιστορικό παρελθόν.
Για το τελευταίο, όχι μόνο αγωνίστηκε, αλλά πέτυχε τη διάσωσή του και τη «μεταφορά» στη νέα γενιά κατά 100%.
Οι σωστές ρίζες, η σωστή στιγμή
Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε το 1928 από Μικρασιάτες γονείς, πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης.
H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, ήρθε με την Ανταλλαγή.
Μεγάλωσε σε μια συνοικία προπύργιο των προσφύγων στην Αθήνα, την Καισαριανή. Η φτώχεια κυριαρχούσε στην οικογένεια –και στη χώρα γενικότερα–, με την ίδια μάλιστα να έχει περιγράψει: «Θυμάμαι πάρα πολλές φορές ότι τα βράδια δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι να φάμε και παίρναμε μια ρέγκα από τον μπακάλη κι ο πατέρας μου άναβε μια εφημερίδα για να την ψήσει και τρώγαμε τέσσερα άτομα, τρώγαμε μία ρέγκα και τα τέσσερα άτομα, πίναμε και μπόλικο νερό γιατί ήτανε αλμυρή η ρέγκα, φούσκωνε η κοιλιά μας και κοιμόμασταν».
Ο πατέρας της έψελνε στην εκκλησία της περιοχής τους, στον Άγιο Νικόλαο. Εννοείται ότι η μικρή Δόμνα τον ακολούθησε – και μαγεύτηκε. «Κάθε Κυριακή με έπαιρνε στην εκκλησία. Φορούσα το μοναδικό φόρεμα που είχα και ένιωθα μεγάλη ευχαρίστηση», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της. Το μόνο που σκίαζε τη χαρά της ήταν ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην εκκλησιαστική χορωδία επειδή ήταν κορίτσι.
Αρχές δεκαετίας του 1940. Η 13χρονη Δόμνα πήγαινε σε νυχτερινό και εργαζόταν ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι. Εν μέσω δουλειάς τραγουδούσε. Την άκουσε η γυναίκα στο σπίτι της οποίας εργαζόταν και μαγεύτηκε. Έτσι τη σύστησε στον εθνομουσικολόγο Σίμωνα Καρά.
Μαθήτευσε λοιπόν κοντά στον δάσκαλο –όπως τον αποκαλούσε–, παράλληλα με τη φοίτησή της στο νυχτερινό γυμνάσιο.
«Τα πέταξα όλα στον αέρα»
Μέχρι το 1961 ανήκε στη χορωδία του Σίμωνα Καρρά, ενώ νωρίτερα –το 1954– είχε μπει στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) ως μουσική παραγωγός στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνώρισε τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς.
Έτσι εξοικειώθηκε με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα της χώρας. Παράλληλα, έκανε μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές και κινηματογραφικές ταινίες.
Το 1962 κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο με τίτλο Τραγούδια της στεριάς και της θάλασσας. «Έβλεπα την κακοποίηση που γινόταν σε βάρος του δημοτικού τραγουδιού, αγανακτούσα και αποφάσισα κάποτε να συνεργαστώ με τον κύριο Πατσιφά που είχε τη Fidelity-Philips. Έβρισκα συγκροτήματα γνήσια και κάναμε δίσκους», είχε πει.
Ο Αλέκος Πατσιφάς, ο σπουδαίος άνθρωπος της δισκογραφίας, δεν λογάριασε μόδες και κόστος και επένδυσε στο δημοτικό τραγούδι. Και δικαιώθηκε.
Το 1963 η Δόμνα Σαμίου άρχισε τα ταξίδια στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο, με δικά της μηχανήματα.
1971. Η Δόμνα Σαμίου παραιτήθηκε από το ΕΙΡ γιατί «η κατάσταση με τη χούντα ήταν ανυπόφορη. Τα πέταξα όλα στον αέρα. Συντάξεις, ταμεία, όλα…». Έκτοτε αφοσιώθηκε στην έρευνα του δημοτικού τραγουδιού.
https://www.youtube.com/watch?v=TS9t-eT5rJM
Συνέβη στο «Ροντέο»
Το 1971 η ίδια η Δόμνα Σαμίου το χαρακτήριζε χρονιά-σταθμό στη ζωή της. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μεσουρανούσε συγκεντρώνοντας ένα νεανικό, φοιτητικό κοινό που ειδικά τότε μάλλον αγνοούσε και απαξίωνε το δημοτικό τραγούδι.
«Μέχρι τότε ούτε καν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου η ιδέα να τραγουδήσω μπροστά σε κοινό. Όταν λοιπόν για πρώτη φορά με κάλεσε ο Διονύσης να τραγουδήσω, εγώ δεν τολμούσα να πάω γιατί εκεί πήγαιναν όλοι οι φοιτητές και ήξερα ότι η νεολαία δεν ενδιαφέρεται για το δημοτικό τραγούδι. Ο Διονύσης, σαν ξύπνιος που είναι, κατάλαβε ότι είναι ευκαιρία, το ’71, χούντα, και τελικά με έπεισε να πάω» εξομολογήθηκε η ίδια πολλά χρόνια αργότερα.
Εκεί λοιπόν, στην μπουάτ «Ροντέο» στην Πλατεία Βικτωρίας –καμία σχέση με τη σημερινή κατάντια της περιοχής– φοιτητές άκουσαν το δημοτικό τραγούδι, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι γίνεται. Και ξεκίνησαν σιγά-σιγά να χορεύουν.
Και όπως υπογράμμιζε η Σαμίου: «Περνούσε λοιπόν η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι».
Ανοιχτές πόρτες
Το 1979 ο σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου Αλέξης Σολωμός της ανέθεσε τη μουσική επιμέλεια για τους Όρνιθες του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκαν στην Επίδαυρο.
Το 1993 ο Γιώργος Θεοδοσιάδης της ανέθεσε την επιμέλεια της «ζωντανής» μουσικής του Αγαπητικού της βοσκοπούλας που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο.
Στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού τραγούδησε για τέσσερις συνεχείς χρονιές (1995-1998).
Μεγάλη αναγνώριση λαμβάνει και από το Μέγαρο Μουσικής, όπου παραδίδει συναυλίες με ακριτικά τραγούδια και ελληνικά παραδοσιακά κάλαντα, ενώ ο ίδιος φορέας τον Οκτώβριο του 1998 της έκανε αφιέρωμα για τα 70 της χρόνια.
Το έργο της είχε ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα και την ελληνική γλώσσα, έχοντας παρουσιαστεί μέσω συναυλιών σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της αμερικανικής ηπείρου και σε πόλεις της Αυστραλίας.
Για την προσφορά και την αφοσίωση της στη μουσική τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με κορυφαία την απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, το 2001.
Για το κορίτσι που μεγάλωσε με πολλές στερήσεις και κακουχίες στις προσφυγικές παράγκες στην Καισαριανή, που πάλεψε να διαδώσει αυτό που αγάπησε, που τόλμησε. Για μια σπουδαία γυναίκα που έφυγε από τη ζωή στις 10 Μαρτίου 2012, και παραμένει –και θα παραμείνει– αναντικατάστατη
Η μεγάλη κληρονομιά
Φυσικά ξεχωριστή θέση στην προσωπική της δισκογραφία κρατάνε τα μικρασιατικά τραγούδια. Η ίδια, αεικίνητη και βαθιά ερωτευμένη με το αντικείμενό της, μπορούσε τη μία ημέρα να τραγουδάει στο Μέγαρο Μουσικής και την άλλη σε μια πλατεία χωριού.
Το 1981 ίδρυσε τον Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής «Δόμνα Σαμίου», έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με κύριο στόχο τη διάσωση και διάδοση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής.
Σπύρος Δευτεραίος