Την Καθαρά Δευτέρα πρωί-πρωί στους δρόμους της Σμύρνης ακούγονταν οι φωνές των τσιγγάνων, οι οποίοι κρατώντας διάφορα σκεύη έβγαιναν και μάζευαν όλα τα αρτύσιμα φαγητά που είχαν περισσέψει από το κραιπάλη της Αποκριάς.
Οι νοικοκυρές πλένανε τα μπακιρικά που είχανε μαγειρέψει μέσα με βραστό νερό και τα καθαρίζανε καλά από τα αρτύσιμα κι ετοιμάζανε τα νηστίσιμα.
Μερικοί φύλαγαν λίγα μακαρόνια από την ύστερη Αποκριά για να τα πάνε έξω στα χωράφια να τα θάψουν, συμβολίζοντας έτσι όλους τους δαίμονες της σάρκας που τους νικούν οι αγνοί με προσευχή και με νηστεία, περιμένοντας το Άγιο Πάσχα.
Τα μπακάλικα, τα ψαράδικα, τα χαλβατζίδικα, οι φούρνοι ήταν ανοιχτοί από το πρωί ως τη 1:00το μεσημέρι και περίμεναν τον κόσμο να αγοράσει τα σαρακοστιανά του: χορταρικά και φρούτα, θαλασσινά που ήταν άφθονα και φρέσκα (αστακοί, στρείδια γαρίδες, μύδια , χτένια, χάβαρα, σουλίνες, αχινοί κολιτσιάνοι, τσαγανιοί), λογιών-λογιών χαλβάδες.
Επίσης απαραίτητα ήταν τα μαρούλια, τα φρέσκα κρεμμυδάκια, τα σκόρδα και οι ελιές για την καθιερωμένη ραμαζανόπιτα. Απαραίτητα ήταν και τα πιοτά: το κρασί, το ρακί, το τσίπουρο και η τσιτσιμπίρα.
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν ταχινόπιτα, ταραμοσαλάτα, χαβιαροσαλάτα, ντολμάδες γιαλαντζί, τουρσιά, έβραζαν ρύζι με ζάχαρη και κρόκο ή χοσάφι από ξερά βερίκοκα, δαμάσκηνα , σταφίδες, ξύσμα πορτοκαλιού και λίγη ζάχαρη.
Από την Καθαρά Δευτέρα μαζί με τα σαρακοστιανά ερχόταν και η εποχή του πετάγματος των τσερκενιών. Απ’ όποιο σπίτι είχε ψηλό δώμα, ταράτσα δηλαδή, ήταν εύκολο το πέταγμα του αετού, αλλιώς πήγαιναν εκδρομή στα προάστια της Σμύρνης.
Η αριστοκρατία πήγαινε σε Μπουτζά, Μπουρνόβα, Κορδελιό και στη φημισμένη μπιραρία του Αθανασούλα στο Κοκαργιαλί. Οι λαϊκές πάλι τάξεις στο Μερσινλή, στον Προφήτη Ηλία και στην Αγία Άννα. Από τη διασκέδαση δεν έλειπε η μουσική, με την κιθάρα, το τουμπερλέκι ή το μαντολίνο!
Για τους χαρταετούς χρησιμοποιούσαν σπάγκους: τον ψιλό βενέτικο, τον χοντρό βενέτικο και όποιος είχε οικονομική ευχέρεια τον δαμασκηνό, όπως τον έλεγαν. Τα αετουδάκια της Σμύρνης λόγω κατασκευής ήταν ευέλικτα, έκαναν ωραίους ελιγμούς στα ύψη αλλά ταυτόχρονα μπλέκονταν το ένα με το άλλο· όποιος, λοιπόν, είχε πιο δυνατό σπάγκο στο τράβηγμα νικούσε τον αντίπαλό και έπαιρνε τον αετό του ως λάφυρο.
Αληθινός πόλεμος! Με μεγάλο πείσμα φροντίζανε να καταστρέψει ο ένας του άλλου το τσερκένι. Ολόκληρες γειτονιές ξεσηκώνονταν σε αυτές τις τσερκενομαχίες και παίρνανε το μέρος του γείτονά τους που πέταγε το τσερκένι του. Πολλοί βάζανε πάνω και φαναράκια, και όταν βράδιαζε ο ουρανός φάνταζε μαγευτικός.
Με τους πρώτους μενεξεδένιους ίσκιους που άπλωνε το δείλι χτυπούσαν οι καμπάνες και οι εορταστές ετοιμάζονταν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Στις εκκλησίες και τα ξωκλήσια που θα περνούσαν άναβαν το ευλαβικό τους κεράκι και άκουγαν με κατάνυξη την ψαλμωδία.
Το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας στη Σμύρνη, στους δρόμους και στα άλλοτε πολυσύχναστα σοκάκια δεν υπήρχε ψυχή. Όλοι ήταν μέσα στα σπίτια τους. Όπως λέει και το λαϊκό ρητό: «Κάθε κατεργάρης στο μπάγκο του»!
- Πηγή: Εστία Νέας Σμύρνης.