Ο πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία δημιούργησε πολλά ερωτήματα για τις αιτίες της έχθρας ανάμεσα στα δυο έθνη, οι ρίζες των οποίων πηγάζουν από τους Ρως του Κιέβου. Η εθνογένεση των Ρώσων και των Ουκρανών πέρασε από πολλά στάδια χωρίς να γίνει η πραγματική ένωση των δυο κομματιών του ανατολικού σλαβικού κόσμου.
Η αποτυχία της πραγματικής ένωσης ευνόησε και την ύπαρξη της τρίτης χώρας στα εδάφη των ανατολικών Σλάβων, της Λευκορωσίας.
Την περίοδο των Μεγάλων μεταναστεύσεων των λαών ή Βαρβαρικών εισβολών από το 4ο έως το 7ο αιώνα οι απόγονοι πολλών σημερινών εθνών άλλαξαν τα παραδοσιακά εδάφη της εγκατάστασής τους και μετανάστευσαν σε άλλες περιοχές. Έτσι μετακινήθηκαν από το κέντρο της Ευρώπης προς τη Δύση και την Ανατολή οι γερμανικές και οι σλαβικές φυλές. Οι γερμανικές φυλές κινήθηκαν προς τη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι σλαβικές φυλές προς τα Βαλκάνια και τα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας, Λευκορωσίας και ενός μέρους της ευρωπαϊκής Ρωσίας.
Η Μεγάλη μετανάστευση των Σλάβων
Ένα μέρος των Σλάβων, που κατοικούσαν μεταξύ των Καρπαθίων όρων και της Βαλτικής Θάλασσας έμειναν στο κέντρο της Ευρώπης και σήμερα οι απόγονοί τους αποτελούν τον πληθυσμό της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας. Ένα άλλο μέρος των Σλάβων μετακινήθηκε προς τα Βαλκάνια και μέχρι τις μέρες μας έχουν σχηματίσει δικά τους εθνικά κράτη: Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Στα Βαλκάνια ένα μέρος των Σλάβων ενώθηκε με τουρκογενή φυλή των Βουλγάρων και ένα άλλο μέρος τους έχασε την αρχική τους συνείδηση, όπως ο σλαβικός πληθυσμός της «Βόρειας Μακεδονίας». Ο τοπικός εθνικισμός των Σλάβων συνέβαλε στη δημιουργία πολλών ξεχωριστών εθνικών κρατών τους, παρά τη μεγάλη συγγένεια των σλαβικών γλωσσών.
Ανατολικά των Καρπαθίων τον 6ο αιώνα δημιουργήθηκε ο κόσμος των ανατολικών Σλάβων. Όπως λέει το πρώτο χρονικό των Ρως «Ιστορία των Περασμένων Χρόνων» του μοναχού Νέστωρα, που περιγράφει την περίοδο από το 850 έως το 1110, ήταν γνωστές 12 ενώσεις ανατολικών σλαβικών φυλών (Πολιάνοι, Ντρεβλιάνοι, Ντρεγκόβιτσοι, Ραντίμιτσοι, Βιάτιτσοι, Κρίβιτσοι, Σλοβένοι του Ιλμέν, Ντουλέμποι (ή αλλιώς – Βολινιάνοι ή Μπουζάνοι), Λευκοί Κροάτες, Σεβεριάνοι, Ούλιτσοι, Τίβερτσοι.
Στην περιοχή πάνω από τη σύγχρονη πόλη της Μόσχας κατοικούσαν οι φινοουγγρικές φυλές. Κάποιες από αυτές εξελίχτηκαν σε λαούς και υπάρχουν και στις μέρες μας: Έρζυα, Ινγκριανοί Φινλανδοί, Καρέλιοι, Χάντι, Κόμι, Μανσί, Μάρι, Μόκσα, Νενέτσιοι, Κόμι-Περμιάκ, Σάαμι, Καρέλιοι του Τβερ, Ουντμούρτιοι, Βέπσιο, Λιβονίοι και Σέτο. Πολλοί από τους Φινιούγγρους αφομοιώθηκαν από τους Σλάβους.
Μια από τις επίσημες, στη Ρωσία, εκδοχές της εξήγησης του τοπωνύμιου Μόσχα λέει πως και αυτό προέρχεται από τη φινοουγγρική λέξη.
Οι τρεις φινοουγγρικοί λαοί Εσθονοί, Φινλανδοί και Ούγγροι δημιούργησαν δικά τους εθνικά κράτη στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Ανατολικά από τα νέα εδάφη των Σλάβων στον ποταμό Βόλγα εγκαταστάθηκε η τουρκογενής φυλή των Βουλγάρων. Ένα άλλο μέρος των Βουλγάρων μετά την ήττα τους από τους Χαζάρους στο Βορρά του Εύξεινου Πόντου μετακινήθηκε προς τα Βαλκάνια. Οι τουρκογενείς Χαζάροι, ιουδαίοι στο θρήσκευμα, οι οποίοι τον 7ο αιώνα δημιούργησαν ένα μεγάλο κράτος στον Κάτω Βόλγα και το Ντον, αποτελούσαν μεγάλη απειλή για τους ανατολικούς Σλάβους, όμως συγκρατούσαν την εισβολή άλλων νομαδικών φυλών από τα βάθη της Ασίας στην Ευρώπη.
Το κράτος των Ρως του Κιέβου
Τον 8ο αιώνα σημειώθηκε σημαντική ανάπτυξη του εμπορίου στην περιοχή δυτικά και ανατολικά του ποταμού Δνείπερου. Σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε μεγάλο ρόλο ο εμπορικός δρόμος με την ονομασία «από τους Βαράγγους στους Έλληνες», με τον οποίο η βόρεια Ευρώπη συνδεόταν μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, του Δνείπερου και του Εύξεινου Πόντου με το Βυζάντιο και την Ανατολή.
Οι άρχοντες των Βαράγγων (Βίκινγκς), που έλεγχαν την περιοχή, και των Σλάβων, που ήταν η πλειοψηφία του πληθυσμού, σταμάτησαν να πληρώνουν φόρους υποτέλειας στη Σκανδιναβία και δημιούργησαν δικό τους κράτος. Ο γενάρχης των πριγκίπων των Ρως ήταν ο Βαράγγος Ρούρικ. Από το 882 ξεκίνησε η ιστορία των Ρως του Κιέβου με τη δυναστεία των Ρουρικίδων, οι απόγονοι των οποίων κυβερνούσαν ως το 1598. Ο πρίγκιπας της πόλης Νόβγκοροντ Ολέγκ κατέλαβε το Κίεβο, το οποίο έγινε πρωτεύουσα του Κράτους των Ρως και αργότερα τοπική Μητρόπολη της Ορθόδοξης Χριστιανικής εκκλησίας τους.
Το 882 σχηματίστηκε το πρώτο γνωστό σε εμάς φεουδαρχικό μεσαιωνικό κράτος των Ρως του Κιέβου και ξεκίνησε η ένωση των φυλών κάτω από μία ονομασία και ενιαία Αρχή. Όμως η ένωση αυτή ήταν σχετική μέχρι την Βάπτιση των Ρως από τους Βυζαντινούς το 988. Η ένωση κάτω από μία ονομασία και ενιαία Αρχή δεν κράτησε για πολύ χρόνο. Μετά το θάνατο του πρίγκιπα Γιαροσλάβ του Σοφού, το 1054, το κράτος των Ρως είχε διασπαστεί με αποτέλεσμα όλα τα εδάφη του να κυβερνώνται από τους πέντε γιους του.
Το 1132 το Κράτος των Ρως διαμελίστηκε οριστικά μετά το θάνατο του Πρίγκιπα Μστισλάβ του Μεγάλου. Ξεκίνησαν εμφύλιες συγκρούσεις, που διαρκούσαν για αρκετή χρονική περίοδο. Εκτός από τις εσωτερικές έχθρες οι σλαβικές φυλές βρίσκονταν σε κατάσταση διαρκούς σύγκρουσης με τους νομάδες της απέραντης στέπας, η οποία απλωνόταν από το Νότο της σημερινής Ουκρανίας μέχρι τον ποταμό Βόλγα.
Το 10ο αιώνα ο πρίγκιπας Σβιατοσλάβ, σύζυγος της Αγίας Όλγας και παππούς του πρίγκιπα Βλαδίμηρου, που βάφτισε τους Ρως, κατέστρεψε το κράτος των Χαζάρων και κινήθηκε απειλητικά εναντίον του Βυζαντίου. Οι Χαζάροι καταστράφηκαν, όμως η ήττα τους άνοιξε το δρόμο σε άλλες νομαδικές φυλές της Ασίας προς την Ευρώπη. Στην περιοχή στέπας, που σήμερα αποτελεί το νότο της Ουκρανίας, και την οποία οι Ρώσοι αποκαλούν ως Νοβορώσια, από τότε και μέχρι την κατάκτηση των Μογγόλων ήταν κυρίαρχοι οι τουρκογενείς φυλές των Πετσενέγκων (Πόλοβτσων).
Οι κατακτήσεις των Μογγόλων
Το 1223 έγινε η πρώτη εισβολή των Μογγόλων στα σύνορα των διασπασμένων πριγκιπάτων των Ρως (Ρώσων). Οι πρίγκιπες των Ρως και οι Πετσνέγκοι (Πόλοβτσοι), νομάδες της στέπας στον Βορρά του Εύξεινου Πόντου, έχασαν τη μάχη στον ποταμό Κάλκα στους στρατηγούς του Τσένγκις Χάν, τον Σουμπουντέι και τον Ντζεμπέ.
Το 1236 τις κατακτήσεις του στην περιοχή των Ρως ξεκίνησε ο Μπατού Χαν, εγγονός του Τσένγκις Χάν. Το 1336 κατακτήθηκε από τους Μογγόλους η Βουλγαρία του Βόλγα. Από το 1237 έως το 1241 έπεσαν σχεδόν όλα τα πριγκιπάτα των Ρως, συμπεριλαμβανομένου και του Κιέβου. Τα ανατολικά πριγκιπάτα από το 1241 ως το 1480 έζησαν το ζυγό των Μογγόλων (Τατάρων) της Χρυσής Ορδής, το Νόβγκοροντ και τα βόρεια εδάφη των Ρως πλήρωναν τους φόρους υποτέλειας στους χάνους. Τα δυτικά πριγκιπάτα και το Κίεβο (η σημερινή Ουκρανία) μπήκαν στα εδάφη του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, ο πληθυσμός του οποίου ήταν ορθόδοξος και αργότερα με την ένωση με τους Πολωνούς πέρασε στον καθολικισμό. Οι Ρως υπό την εξουσία των Λιθουανών και ύστερα υπό την εξουσία της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας κράτησαν την Ορθόδοξη πίστη τους. Τα πιο δυτικά πριγκιπάτα των Ρως δέχτηκαν την εξουσία του Πάπα της Ρώμης και έγιναν ουνίτες.
Οι Ρως της περιοχής του ποταμού Δνείπερου μαζί με τους δυτικούς κατάφερναν από την αρχή να αντικρούουν τις νέες εισβολές των Μογγολοτατάρων και είχαν συνηθίσει τη σχετικά ήρεμη ζωή στην άκρη της χριστιανικής Ευρώπης. Οι Λιθουανοί κατάφεραν να επικρατήσουν οριστικά επί των Μογγολοτατάρων νικώντας τους το 1333, το1339 και το 1362. Οι υπόλοιποι Ρως έζησαν το καθεστώς υποτέλειας στη Χρυσή Ορδή μέχρι το 1380, οπότε ο Πρίγκιπας της Μόσχας έβγαλε ενιαίο στρατό στη Μάχη του Κουλίκοβο με αποτέλεσμα μετά από 140 χρόνια πρώτη φορά να νικήσουν οι Ρως. Με τους Ρώσους συμμάχησαν οι Λιθουανοί. Χρειάστηκαν ακόμα 100 χρόνια για να επιτευχθεί η απελευθέρωση. Το 1480 με την προτροπή της συζύγου του Πρίγκιπα της Μόσχας Ιβάν Γ’ Σοφίας Παλαιολογίνας οι Ρώσοι δεν πλήρωσαν τον φόρο υποτέλειας στην Χρυσή Ορδή και χωρίς σύγκρουση απελευθερώθηκαν από το Μογγολοτατάρικο ζυγό.
Από την περίοδο της διακυβέρνησης του Ιβάν (Ιωάννη) Γ’ ξεκίνησαν οι νέες εξελίξεις στην ιστορία των Ρώσων των ανατολικών και βορειοανατολικών εδαφών του πρώην Κράτους των Ρως.
Πρωτεύουσα τους γίνεται η πόλη Μόσχα την οποία το Χρονικό της εποχής αναφέρει για πρώτη φορά το 1147.
Ιδρυτής της Μόσχας θεωρείται ο πρίγκιπας του Κιέβου από τον Οίκο των Ρουρικιδών Γιούρι Α΄, γνωστός με το προσωνύμιο Ντολγκορούκι (Μακροχέρης).
Ακολουθεί η συνέχεια…
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός