Μία λέξη από τη μεσαιωνική ελληνική είναι το καυκίν της ποντιακής διαλέκτου, μετεξέλιξη των λέξεων καύκος και καυχίν. Πρόκειται για το ποτήρι, το τάσι.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκτός από τα δημώδη τραγούδια του Πόντου, υπάρχει και σε άλλα παλαιότερα κείμενα, όπως τα «Διήγησις Βελισσαρίου», «Ερωφίλη» κ.ά.
Στην ποντιακή δημοτική ποίηση απαντάται συχνά. Π.χ., στα «Εκατόλογα της αγάπης»:
Καυκίν κρασίν η θάλασσα,
κόρ’, η εγάπε μ’ είσαι…
Απαντάται ακόμη και ποιητικότερα, ως αργυροκαύκιν:
Αφέντη ’κι έχω μαστραπάν,
’κι έχω αργυροκαύκιν.
Αν θελτς και καταδέχκεσαι.