Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για την Τετάρτη της δ’ εβδομάδος των νηστειών1 με ακροστιχίδα: «τον προφήτην Κυρίου» με θέμα την μετάνοια (On Repentance, Εις τη μετάνοια)2. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας.
Προοίμιο
Απά στη μαύρη απελπισιά τη Νινευή προφταίνεις
και τη σκληρή καταστροφή που είχες εξαγγείλει στο τέλος την απέτρεψες.
Το έλεός Σου νίκησε και πάλι την οργή Σου, Κύριε Μεγαλοδύναμε.
Έτσι σπλαχνίσου μας κι εμάς, την πόλη, τον λαό Σου·
βάλ’ τώρα Παντοδύναμε το χέρι Σου και σώσε, και τους εχθρούς μας γκρέμισε.
Στη μεσιτεία ελπίζουμε εμείς της Θεοτόκου,
για να δεχτείς πως ήρθαμε πράγματι σε
μετάνοια.
Οίκοι
α’. Για όσους έχουν άρρωστη νοοτροπία και κρίση, η μετάνοια είν’ το γιατρικό κι υπάρχει ιατρείο που είναι τώρα ανοικτό, διαθέσιμο σε όλους· εμπρός λοιπόν,
ας πάμε! Εκεί αποκατασταίνεται η ψυχική υγεία.
Εκεί η Πόρνη έσπευσε και βρήκε την υγειά της,
εκεί ΄ναι π’ απαλλάχτηκε απ’ την άρνησή του ο Πέτρος,
την πονεμένη του καρδιά που έγινε κομμάτια εκεί ο Δαυίδ την έφτιαξε,
κι οι Νινευίτες πήγανε εκεί και γιατρεύτηκαν.
Φτάνει! Άλλο μην κάθεστε νωθροί και αποκαρδιωμένοι· άντε ας σηκωθούμε!
Το τραύμα ας δείξει ο καθείς οπού ‘χει στον Σωτήρα· και παίρνει τότε φάρμακο κατάλληλο και ‘γιαίνει.
Όποιο κι αν είν’ το πάθημα, για κάθε θεραπεία όλους τους καλοδέχεται, τ’ αντίτιμο όλοι το ‘χουν· το ‘χει ο καθένας εύκαιρο και λέγεται
μετάνοια.
β’. Δεν απαιτείται αμοιβή· απ’ όσους πρόστρεξαν σ’ Αυτόν ποτέ δεν βρέθηκ’ ένας που να μην πήγε δωρεάν.
Γιατί -κακά τα ψέματα- για τέτοια θεραπεία, αντίτιμο αντάξιο κανένας τους δεν είχε·
κι έτσι δωρεάν γιατρεύτηκαν.
Θα πεις: τι δώσαν τελικά; Εκείνο που μπορούσαν.
Καν χρήματα, καν αμοιβές, καν δώρα άχρηστ’ ήταν. Δάκρυα μόνον δώσανε. Αυτά ήταν που ήθελε,
αυτά ήταν π’ αγαπούσε, με πόθο τα περίμενε απ’ όλους ο Σωτήρας.
Μάρτυρες είναι αψευδείς η Πόρνη και ο Πέτρος,
μαζί τους είναι κι ο Δαυίδ, κοντά κι οι Νινευίτες· κλάματα μόνο πρόσφεραν
προσπίπτοντας στον Λυτρωτή θερμοπαρακαλώντας. Κι Αυτός τα καλοδέχτηκε γιατί είχανε
μετάνοια.
γ’. Ο θρήνος και τα δάκρυα λυγίζουν το Θεό· για να το πούμε και αλλιώς -κι ας μην είν’ τόσο δόκιμο- κάπως Τον… αναγκάζουν.
Γιατί από τα δάκρυα ο Εύσπλαχνος πιέζεται· μα είν’ αυτή μια πίεση που δέχετ’ ευχαρίστως.
Κυρίως, μιλάω για δάκρυα που απ’ την ψυχή αναβλύζουν,
και όχι τόσο για αυτά που απ’ τα μάτια τρέχουν, όταν η θλίψεις τις ζωής την πόρτα μας χτυπάνε.
Και τους νεκρούς σαν θάβουμε κι αν τύχει και καμιά πληγή πάρουμε ‘πά στο σώμα, κλάματα τότε ρίχνουμε,
γιατί η σάρκα είν’ πηλός και ρέει- δεν είν’ πέτρα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, τα δάκρυα που τρέχουν απ’ τα μάτια απ’ την καρδιά θε να ‘ρχονται.
Έτσι κι εμείς να κλάψουμε όπως οι Νινευίτες που με κατάνυξη πολύ τον Ουρανό ανοίξαν
και τράβηξαν την προσοχή του Θεού μας και Σωτήρα που δέχτηκε πως είχανε αληθινή
μετάνοια.
δ’. Τον νου ας στρέψουμε, λοιπόν, σ’ αυτούς τους Νινευίτες· ας μελετήσουμε καλά
αυτήν την ιστορία κι ας δούμ’ αυτοί τι έπραξαν.
Μετά από το εκφοβιστικό το κήρυγμα π’ ακούσαν
από το στόμα του Ιωνά για όλους ‘κεί στην πόλη που δεν δείχναν’ εγκράτεια·
μετά απ’ την αναπάντεχη κι αφόρητη
απειλή και την προειδοποίηση για τιμωρία που ‘ρχεται που έδωσ’ ο προφήτης,
όλοι οι Νινευίτες -σαν να ‘τανε τεχνίτες-
να υποστυλώσουν έτρεξαν την πόλη τους τη δόλια, γιατί η κακία διάβρωσε όλα της τα θεμέλια.
Και για να το πετύχουνε λιθάρια αυτοί δεν βάλαν, μόν’ διάλεξαν τον βράχο, που είναι ο πιο στέρεος, και που τον λεν
μετάνοια.
ε’. Με δάκρυα ξεπλύνανε της αμαρτίας τη λέρα κι οι προσευχές τους στόλισαν την καθαρή πια πόλη.
Κι επάνοδος της Νινευή στης αρετής τον δρόμο ήταν κάτι που άρεσε στον Σπλαχνικό μας Κύριο.
Της πόλης πια η ομορφιά πήγαζ’ απ’ τις καρδιές τους
κι αυτό ήταν ολοφάνερο στον Μέγα Καρδιογνώστη.
Τα σώματα τ’ αμαρτωλά έδειξαν να πενθούνε, με στάχτη όλ’ αλείφτηκαν· πετάξαν τα φορέματα, τρίχινους σάκους βάλαν.
Τα πρόσωπά τους έλαμπαν από αγαθοεργίες, πιότερο απ’ τα έλαια που πριν πασαλειβόνταν.
Κι η νηστεία που έκαναν, πιο ωραία ευωδίαζε απ’ τ’ αρώματα που βάζαν.
Στο αρχαίο κάλλος ήρθανε και έμοιασαν στον Λόγο και προσκολλήθηκαν σ’ Αυτόν.
Γι’ αυτό και ο Νυμφίος ήρθε και την αγκάλιασε, του άρεσ’ η
μετάνοια.
Το παρόν αφιερώνεται στον σπουδαίο φιλόλογο κ. Λεωνίδα Χαριτίδη για την προσφορά του στον Ελληνικό κι Ορθόδοξο λόγο και στην παιδεία.