Από το ουσιαστικό δρόμος προέρχεται το ρήμα δρομάζω της ποντιακής διαλέκτου.
Σύμφωνα με το λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου με αυτόν τον τύπο χρησιμοποιούνταν σε Οινόη και Χαλδία. Σε Όφι και Σούρμενα ήταν δρομάουμαι, τύπος που επίσης έχει καταγραφεί στη Χαλδία, όπως και το δρομάγουμαι της μέσης φωνής¹.
Η κύρια σημασία είναι διώχνω, βάζω κάποιον στο δρόμο (φρ.: Έδωκα ’τον τα πράματα κ’ εδρομίασα ’τον), αλλά και κατευοδώνω. Επίσης στη μέση φωνή σημαίνει παίρνω δρόμο, ξεκινώ.
Η δεύτερη σημασία του είναι νουθετώ, συμβουλεύω (φρ.: Δρομάζω το παιδίν να γίνεται καλόν).