«Υπερβολικά». Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που δίνει ο Φίλιππος Δρακονταειδής¹ στον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1919 μπλέχθηκε στην Eκστρατεία της Ουκρανίας, η οποία έγινε με στόχο την αναχαίτιση των Μπολσεβίκων και της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Κριμαία και κράτησε μόλις έξι μήνες.
Κάτι παραπάνω από έναν αιώνα πριν, και με την πεποίθηση ότι ο «δρόμος για τη Μικρά Ασία περνά από την Ουκρανία», ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στη Μεσημβρινή Ρωσία (τη σημερινή Ουκρανία) σε μία επιχείρηση που σημείωσε παταγώδη αποτυχία.
«Θα έλεγε κανείς πως η Ελλάδα έφτασε στην Ουκρανία με τον τρόπο που την διακρίνει. Ενθουσιώδης υπερβολικά, ανοργάνωτη υπερβολικά, αστόχαστη υπερβολικά. Εκεί πολέμησε ηρωικώς υπερβολικά και ηττήθηκε σιωπηρώς υπερβολικά», γράφει ο Φίλιππος Δρακονταειδής, ο οποίος το 2015 επιμελήθηκε και εξέδωσε τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Νίδερ, του διοικητή του Α’ Σώματος Στρατού ο οποίος οργάνωσε την πρώτη επέμβαση έξω από τα εθνικά σύνορα και μετά την υποχώρηση ανέλαβε διοικητής στη Μικρά Ασία, τον Μάιο του 1919.
Ο βαυαρικής καταγωγής (αλλά πολίτης Μεσολογγίου) στρατηγός κατέγραψε τις λεπτομέρειες της ατυχούς για τα ελληνικά στρατεύματα εκστρατείας, και η εξιστόρησή του δημοσιεύτηκε το 1929 σε συνέχειες στη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια.
Το πώς οι Έλληνες έφτασαν στην Ουκρανία οφείλεται στους Γάλλους· η Δύση είχε ξεμπερδέψει με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν βρήκε την ευκαιρία να επέμβει στον ρωσικό εμφύλιο στο πλευρό των τσαρικών και εν γένει αντικομμουνιστικών δυνάμεων, ήδη από τις 5 Δεκεμβρίου του 1918.
Το αντάλλαγμα που θα έδινε ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό στον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν η στήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Ζυγίζοντας την κατάσταση ο Έλληνας πρωθυπουργός συνυπολόγισε την ισχυρή ελληνική παρουσία στην περιοχή αλλά και τον προβλέψιμο κίνδυνο αντεκδικήσεων από τους Μπολσεβίκους.
Κάπως έτσι λοιπόν οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στην Οδησσό. Γράφει ο Κωνσταντίνος Νίδερ:
«Την πρωΐαν της 7 Ιανουαρίου 1919 τα πλοία επλεύριζον εις την προκυμαίαν της Οδησσού. Πυκνά πλήθη Ρώσων και Ελλήνων κατοίκων της πόλεως συνέρρευσαν εις την παραλίαν όπως χαιρετήσωσι τα ελληνικά στρατεύματα, από των οποίων ανέμενον την σωτηρίαν και απολύτρωσίν των από της μπολσεβικικής τρομοκρατίας.
»Ομάδες ρακενδύτων γερόντων, γυναικών και παιδίων με ανάγλυφα επί του προσώπου των τα σημεία της πείνης, των στερήσεων, της κοινωνικής αθλιότητος, περιεκύκλωσαν τα πλοία εκλιπαρούσαι παρά των στρατιωτών μας τεμάχιον διπυρίτου. Τα τέκνα της Μεγάλης Ρωσίας έτεινον επαίτιδα χείρα προς τα τέκνα της Μικράς Ελλάδος. Ζωηροτάτη εικών της μεταπολεμικής των λαών κοινωνικής συνθέσεως».
Το μέτωπο στον οποίο επρόκειτο να εμπλακούν οι ελληνικές δυνάμεις υπό τις εντολές των Γάλλων ουσιαστικά δεν υπήρχε, καθώς στην περιοχή της Ουκρανίας η κατάσταση ήταν αρκετά περίπλοκη. Ουκρανοί εθνικιστές, οπαδοί του τσάρου, τοπικοί οπλαρχηγοί, στρατηγοί και πρίγκιπες με προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, ένοπλες οργανώσεις, πολιτικοί και στρατιωτικοί σχηματισμοί των Μπολσεβίκων δημιουργούσαν μια κατάσταση γενικευμένης σύγχυσης.
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αριθμούσε 23.551 άνδρες – ανάμεσα στους διοικητές των μονάδων γνωστοί στρατιωτικοί με σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αργότερα, όπως ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Οθωναίος και οι αντισυνταγματάρχες Γεώργιος Κονδύλης και Νικόλαος Πλαστήρας.
Μεγάλη μερίδα ιστορικών συμφωνεί ότι ήταν ένας πόλεμος σκοπιμότητας, αδικαιολόγητος και πρόχειρα προετοιμασμένος, στον οποίο οι Γάλλοι μπήκαν εμφανώς καταπονημένοι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ενώ πολλοί έβλεπαν με συμπάθεια το κομμουνιστικό καθεστώς του Λένιν.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι Σοβιετικοί είχαν τρεις στρατιές με δύναμη 217.000 ανδρών. Έτσι, αφού συνέτριψαν το ουκρανικό αυτονομιστικό κίνημα τον Ιανουάριο του 1919, στράφηκαν στη συνέχεια κατά των συμμάχων στην Οδησσό και στην Κριμαία.
Η πρώτη μάχη με την εμπλοκή ελληνικών δυνάμεων δόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου: Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ρόκα απελευθέρωσε τη φρουρά της Χερσώνας την οποία πολιορκούσε ο Κόκκινος Στρατός. Στη συνέχεια οι Έλληνες στρατιώτες έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, έως τις 20 Μαρτίου οπότε οι σύμμαχοι έδωσαν εντολή για το τέλος της εκστρατείας και την εκκένωση της Οδησσού.
Οι ελληνικές μονάδες υποχώρησαν με υποδειγματική τάξη και παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου για να υπερασπίσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας (σημερινή Μολδαβία). Στην περιοχή της Κριμαίας παρέμεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγμα Πεζικού το οποίο αντιμετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού και κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστούπολης, οι οποίοι ήταν ενισχυμένοι με Γάλλους ναύτες που είχαν στασιάσει.
Τον Ιούνιο του 1919 το Α’ Σώμα Στρατού προωθήθηκε στη Σμύρνη, όπου ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε από τον Μάιο. Κατά την Εκστρατεία της Ουκρανίας οι απώλειες για την Ελλάδα ήταν 398 νεκροί και 657 τραυματίες.
Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου δεν δικαιώθηκε. Οι εθνικές διεκδικήσεις σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία έμειναν στα χαρτιά αφού μεσολάβησε η Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ μεγάλο ήταν το κόστος για τις ελληνικές κοινότητες της νότιας Ρωσίας που στοχοποιήθηκαν από τις σοβιετικές Αρχές.
Ένα ντοκουμέντο από την Εκστρατεία στην Ουκρανία θα υπάρχει στο Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Κέντρου Αθλητισμού, Μνήμης και Πολιτισμού «Αγια-Σοφιά». Ο γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη Νίκος Σαμψών προσέφερε το «Φύλλον Πορείας» που έλαβε ο παππούς του Νικόλαος Σαμψών, κάτοικος Κωνσταντινούπολης με ελληνική υπηκοότητα και καταγωγή από τη Σίφνο. Συμμετείχε στην εκστρατεία ως δεκανέας του 34ου Συντάγματος Πεζικού.