Η ουκρανική κρίση δεν γίνεται για την Ουκρανία. Αφορά τη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας, ή, αν θέλετε, τη νέα γεωπολιτική ισορροπία. Το Ουκρανικό θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για τον επαναπροσδιορισμό αυτής της αρχιτεκτονικής.
Τον Δεκέμβριο που μας πέρασε συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και την περιθωριοποίηση της Ρωσίας. Με ηγέτες τύπου Γιέλτσιν, η Ρωσία έφθασε στα πρόθυρα διάλυσης. Ο τρόπος ανάκαμψής της είναι ένα μάθημα για το πώς μπορούν να επιβιώσουν έθνη και κράτη που το θέλουν. Εργάσθηκαν όλοι. Ηγεσία και λαός.
Τον ερχόμενο Δεκέμβριο συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης. Τα δύο ιστορικά γεγονότα πρέπει να συνδυαστούν. Παρά το γεγονός ότι ο κομμουνισμός δεν είναι, σήμερα, λαοφιλής στη Ρωσία, το σοβιετικό μεγαλείο έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη συνείδηση των Ρώσων. Χαραγμένη είναι και η παρακμή που ακολούθησε την κατάρρευση το 1991.
Η Ρωσία είναι από τις σοβαρές εκείνες χώρες που διατηρούν ελίτ υπερήφανες για την καταγωγή και την ιστορία τους.
Η ντροπή της κατάρρευσης, της παρακμής και της περιθωριοποίησης δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, ακαδημαϊκοί, ιεράρχες, οικονομικοί παράγοντες, διανοούμενοι συσπειρώθηκαν και σιγά σιγά, επιλέγοντας και τον κατάλληλο ηγέτη, εργάσθηκαν για την ανάκαμψη της χώρας τους. Και το πέτυχαν. Τριάντα χρόνια μετά την κατάρρευση η Ρωσία επανήλθε θέλοντας να ορίσει τις κόκκινες γραμμές της ασφάλειάς της. Και αυτές περιλαμβάνουν τον πρώην σοβιετικό χώρο.
Η Ρωσία αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να επανακτήσει εδαφικά τον χώρο αυτό. Τον διεκδικεί, όμως, από άποψη επιρροής και ασφάλειας. Η υποψία ότι η Μόσχα είναι απασχολημένη με την αποκατάσταση της Σοβιετικής Ένωσης με διαφορετικό όνομα είναι αβάσιμη. Δεν πρόκειται να επιτρέψει ένταξη του χώρου αυτού –του χώρου που δεν εντάχθηκε, ακόμη–, στις δυτικές δομές, κυρίως, στο NATO. Και είναι αποφασισμένη γι’ αυτό. Θα αντιδρά στην περίπτωση εγκατάστασης όπλων και οπλικών συστημάτων στα κράτη του πρώην σοβιετικού μπλοκ που εντάχθηκαν, ακόμη, και στο NATO.
Την αποφασιστικότητά της την εκδήλωσε στο Ουκρανικό. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιος είναι ο επιτιθέμενος στην Ουκρανία. Η Ρωσία έχει, μεν, προσαρτήσει την Κριμαία και ελέγχει με τους αντάρτες τις ανατολικές περιοχές της χώρας –κατέχει, δηλαδή, εδάφη της Ουκρανίας–, αλλά η Δύση ήταν αυτή που κλιμάκωσε την τελευταία κρίση επιχειρώντας να αρχίσει την διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας στο NATO. Παρόλο που η ατζέντα διεύρυνσης της Συμμαχίας είναι κλειστή. Και παρόλες τις υποσχέσεις που οι ΗΠΑ έδωσαν στην καταρέουσα Ρωσία.
Όσοι ειδικοί έχουν επισκεφθεί την Ουκρανία και καταλαβαίνουν τι βλέπουν, έχουν διαπιστώσει πως οι υποδομές για την εγκατάσταση NATOϊκών στρατευμάτων υπάρχουν. Λείπει, απλώς, ο NATOϊκός στρατός. Δεν μπλοφάρει, δηλαδή, η Δύση. Αλλά και στρατός να μην εγκατασταθεί, μαζικά, η τοποθέτηση πυραύλων στο ουκρανικό έδαφος, μπορεί να ακυρώσει μεγάλο μέρος του ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου. Και αυτός είναι ένας άμεσος στόχος τα τελευταίας κρίσης.
Η τοποθέτηση αντιβαλλιστικής ασπίδας του NATO στις χώρες που γειτονεύουν με τη Ρωσία εξουδετερώνει τους νέους υπερηχητικούς πυρηνικούς πυραύλους της Ρωσίας με τους οποίους η Μόσχα μπορεί να παρακάμψει την αντιβαλλιστική άμυνα του NATO εάν η αναχαίτιση δεν γίνει νωρίς στη γειτονιά της. Στην αντιβαλλιστική ασπίδα του NATO συμμετέχει και η Ελλάδα. Σε πρόσφατη NATOϊκή άσκηση αναχαίτισης, πύραυλος εκτοξεύτηκε από νησί κοντά στην Σαντορίνη και στη διαδικασία εντοπισμού και αναχαίτισής του συμμετείχε κέντρο στην Κρήτη. Οι ΗΠΑ θέλουν να τοποθετήσουν ίδια συστήματα στις γειτονικές χώρες της Ρωσίας για τους παραπάνω λόγους. Και η Ρωσία γίνεται θηρίο.
Ο δυτικός αντίλογος είναι ότι οι υπερηχητικοί πύραυλοι των Ρώσων κατήργησαν τα συστήματα αναχαίτισης που υπήρχαν και οι ισορροπίες της συνθήκης χάθηκαν.
Όμως οι Ρώσοι πέτυχαν πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες στους πυραύλους τους, δεν τους πιάνουν, πλέον, οι Patriot και τα άλλα συστήματα των ΗΠΑ και πρέπει, κατά τη δυτική άποψη, οι ρωσικοί πύραυλοι να αναχαιτιστούν νωρίς. Έτσι εξηγείται η στρατιωτική προσέγγιση της Δύσης στα σύνορα της Ρωσίας.
Η Ρωσία διατυπώνει την άποψη ότι δεν μπορεί να ανεχθεί από τη μια την απειλή και από την άλλη τον περιορισμό της επιρροής της. Θα αντιμετωπίσει την πρώτη και θα ανακτήσει την δεύτερη. Ακόμη και αν χρειαστεί κάποιας μορφής αντιπαράθεση. ΟΙ ΗΠΑ αποχώρησαν από όλες τις συμφωνίες σχετικά με τον περιορισμό όπλων στις οποίες συμμετείχαν, προφανώς, σε μια προσπάθεια περιορισμού της Ρωσίας και ελέγχου του μετασοβιετικού χώρου.
Το κρίσιμο σημείο, που αφορά και την Ουκρανία, είναι μέχρι που μπορεί να φθάσουν οι δύο δυνάμεις. Οι ΗΠΑ μέχρι που μπορεί να περιορίσουν την Ρωσία και η Ρωσία μέχρι ποιο σημείο θα αποδεχθεί τον περιορισμό.
Εκείνο που παρατηρούμε στο Ουκρανικό είναι το «μέχρι εδώ» της Ρωσίας. Το περιέγραψε και εγγράφως. Είναι τα αιτήματα που έθεσε στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ:
- Μόνιμος τερματισμός της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς
- Μόνιμο πάγωμα της επέκτασης των στρατιωτικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ (βάσεις, οπλικά συστήματα κ.τλ.) στις πρώην χώρες που ήταν υπό την επιρροή της ΕΣΣΔ (Σύμφωνο της Βαρσοβίας)
- Τερματισμός της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία και απαγόρευση των πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη.
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Αν αυτές οι απειλές δεν επιλυθούν διά της διπλωματικής οδού, το Κρεμλίνο θα αναγκαστεί να καταφύγει σε στρατιωτικές λύσεις. Και θα το κάνει.
Στη Ρωσία υπάρχουν αναλυτές που γράφουν, ακόμη, και σε αμερικανικά μέσα, όπως ο Ντμίτρι Τρένιν στο Carnegie και μεταφέρουν μηνύματα, όπως αυτό στην ακόλουθη παράγραφο που πρέπει να προσέξετε:
«Μέχρι στιγμής η Μόσχα έχει καταφέρει να προστατεύσει και να προωθήσει την ασφάλεια και τα γεωπολιτικά της συμφέροντα με σχετικά περιορισμένα μέσα, αλλά το έργο της ανοικοδόμησης της Ρωσίας ως ηγετικής μεγάλης δύναμης –όχι αυτοκρατορίας– στο χώρο που κατείχε προηγουμένως η Σοβιετική Ένωση θα απαιτήσει συνεχή προσπάθεια για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα πράγμα είναι σαφές: η γεωπολιτική υποχώρηση που ξεκίνησε η Ρωσία πριν από τρεις δεκαετίες έχει τελειώσει και μια νέα πολιτική επιλεκτικής επέκτασης που βασίζεται στα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας έχει ξεκινήσει.
»…Η υποψία ότι η Μόσχα είναι απασχολημένη με την αποκατάσταση της Σοβιετικής Ένωσης με διαφορετικό όνομα είναι αβάσιμη. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία είναι απασχολημένη με το να καθιερωθεί ως η κύρια και πιο σημαντική δύναμη κατά μήκος των νέων της συνόρων. Οι μέρες της αυτοκρατορίας δεν θα επιστρέψουν, αλλά η Ρωσία, η μεγάλη δύναμη, εργάζεται σκληρά για την προώθηση και την προστασία των συμφερόντων της».
Πρέπει να γίνει κατανοητή η φύση της Ρωσίας σήμερα για να ερμηνευθούν και οι κινήσεις της.
Στην ιστορική της εξέλιξη, τη Ρωσία επηρέασαν τρεις μεγάλες ιδεολογίες. Στα πρώτα στάδια, θετικά την επηρέασε το Βυζάντιο. Η ιδεολογία του Βυζαντίου ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, με ρωμαϊκή κρατική δομή, υπό την επίδραση του χριστιανισμού. Η αποδοχή αυτής της επιρροής, στην οποία βοήθησε τα μέγιστα η Σοφία Παλαιολογίνα, σύζυγος του Ιωάννη Γ’, συνέβαλε στην επέκταση της Ρωσίας και τον έλεγχο διαφόρων εθνοτήτων. Η ιδεολογία αυτή αντικαταστάθηκε από τον Πανσλαβισμό, ο οποίος έδωσε πολύ εθνικά χαρακτηριστικά στη Ρωσία, με αποτέλεσμα, τη δημιουργία προβλημάτων. Ο κομμουνισμός προσπάθησε να συγκεράσει Βυζάντιο και Πανσλαβισμό αλλά απέτυχε.
Η σημερινή συμπεριφορά της Μόσχας δείχνει μια εμμονή στην εθνική αντίληψη. Είναι η ιδεολογία που φέρνει την Ρωσία σε σύγκρουση με τους γείτονές της. Η πολιτική της δεν είναι ούτε ανεκτική, ούτε αφομοιωτική. Γι’ αυτό κινδυνεύει και στο εσωτερικό της. Η ρωσική συνοχή επιβάλλεται διά της βίας.
Όλα αυτά είναι γνωστά στη Δύση, αλλά και η Δύση δεν είναι ενωμένη.
Η Ευρώπη δεν έχει κανένα συμφέρον από την δημιουργία κρίσης με τη Ρωσία. Πολύ περισσότερο δεν έχει συμφέρον από το ενδεχόμενο ενός πολέμου. Η πολιτική της Ευρώπης βασίζεται, κυρίως, στην ήπια ισχύ.
Μπορεί ο κ. Μπάιντεν για λόγους τακτικής να κατάφερε να επιβάλλει μια ενότητα στη Δύση αλλά η ενότητα αυτή στην ουσία δεν υφίσταται. Στην Ευρώπη διαμορφώνεται μια άτυπη σύγκλιση τριών ηγετών (Μακρόν, Σολτς, Ντράγκι) που εάν πετύχει, ίσως, δώσει κάποια ελπίδα στην Ένωση. Μια παρατεταμένη κρίση με τη Ρωσία θα έχει σοβαρές συνέπειες στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Το αμερικανικό αφήγημα για την περικύκλωση της Ρωσίας είναι πως κάθε χώρα –συνεπώς και η Ουκρανία–, έχει δικαίωμα να επιλέγει τις συμμαχίες για την ασφάλειά της. Και ο ρωσικός αντίλογος υποστηρίζει πως η επιλογή ασφάλειας μιας χώρας δεν μπορεί να δημιουργεί προβλήματα ασφάλειας σε άλλη. Εν προκειμένω στη Ρωσία.
Σε, παρωχημένο, ιδεολογικό επίπεδο η αμερικανική αφήγηση λέει πως μια Ουκρανία υπό δυτική επιρροή θα υπενθυμίζει στους Ρώσους πόσο διαφορετικά θα ήταν χωρίς τον Πούτιν. Δεν νομίζω αυτά να πείθουν κανέναν, στην εποχή της άμεσης διάδοσης εικόνας και ήχου οπουδήποτε στον κόσμο. Ορισμένοι Αμερικανοί έχουν μείνει στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ούτε πείθει το πολλαπλώς προβαλλόμενο «Αμερικανικό Όνειρο». Δεν υπάρχει τίποτε να προσελκύσει προς μια Αμερική που εγκαταλείπει, εν ριπή οφθαλμού, τους συμμάχους της ή εισβάλει στο Καπιτώλιο με τρόπο που θυμίζει την Ιρανική Επανάσταση.
Το βασικό ερώτημα που απασχολεί την διεθνή κοινή γνώμη είναι αν, τελικά, θα γίνει πόλεμος.
ΗΠΑ και Ρωσία δεν θα έλθουν αντιμέτωπες. Η περίπτωση αντιπαράθεσης θα έφερε από τη μια μεριά τη Ρωσία και από την άλλη την Ουκρανία. Οι ΗΠΑ, δηλαδή, θα έκαναν έναν proxy war. Αλλά η Ουκρανία, θέλει τα εδάφη της χωρίς να είναι διατεθειμένη για τον ρόλο της Ιφιγένειας.
Στο τραπέζι η διακύβευση για τις ΗΠΑ είναι η εγκατάσταση αντιβαλλιστικών πυραύλων στο έδαφος της Ουκρανίας –η ένταξη στο NATO είναι διαπραγματευτικός πλεονασμός–, και για τους Ουκρανούς η ανάκτηση των ανατολικών εδαφών της χώρας τους που ελέγχονται από τους εξεγερμένους ρωσόφιλους. Η Ρωσία θα αντιδράσει σίγουρα σε περίπτωση επίθεσης στους αντάρτες που υποστηρίζει και πολύ πιθανόν να αντιδράσει και στην περίπτωση εγκατάστασης αντιβαλλιστικών πυραύλων στην Ουκρανία. Και τα δύο υπάρχουν περιθώρια να τα χειριστεί η διπλωματία. Και σε αυτό το επίπεδο η Ρωσία θα πρέπει να απαντήσει στη Δύση αν δικαιούται (η Δύση) να υπερασπίσει τους πολίτες της από τους ρωσικούς υπερηχητικούς πυραύλους.
Υπάρχει και μια τρίτη περίπτωση προσφυγής σε όπλα. Αυτή που ανέδειξε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του ο στρατηγός Κωσταράκος.
Η «στρατηγική υπεροψία» του Πούτιν ο οποίος θεωρεί πως η Δύση βρίσκεται σε αδύναμο σημείο. Θεώρηση που μπορεί να την οδηγήσει σε αψυχολόγητες ενέργειες.
Γενικώς, μετά από όλα αυτά η εκτίμηση είναι πως ο «Γκοντό» δεν θα έρθει και τώρα. Οι πρωταγωνιστές της παράστασης θα τον περιμένουν. Ένταση θα συνεχίσει να υπάρχει. Η προσφυγή στα όπλα δεν συμφέρει κανέναν.