Ο Χριστόφορος Ακριτίδης του Παύλου είναι 85 ετών και κατάγεται από το ελληνικό χωριό Σακίρε της Γεωργίας, που οι κάτοικοί του αποκαλούν και με την ονομασία Χασχαταλά. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ζει στην Καλλιθέα Αττικής. Εκεί τον συναντήσαμε και μας μίλησε ποντιακά, τη διάλεκτο που χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του για να επικοινωνήσει από τότε που μετακόμισε στην Ελλάδα.
Αν και δεν ειπώθηκαν πολλά, ήταν αρκετά για να σχηματίσουμε άποψη για το ιδίωμα του χωριού Σακίρε.
Το χωριό Σακίρε που ιδρύθηκε από τους προγόνους του, ανήκει στην περιοχή Ντμανίσι της περιφέρειας Κβέμο Κάρτλι. Η περιφέρεια Κβέμο Κάρτλι (Νότια Γεωργία) πολύ νωρίς δέχτηκε τα κύματα προσφύγων από τον Πόντο.
Το 1813 στην περιοχή του Τέτρι-Τσκάρο δημιουργήθηκε το χωριό Τσιντσκάρο με τους μετοίκους από την περιοχή του Ερζερούμ. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα σε αυτή την περιοχή ήρθαν οι Έλληνες του παραθαλάσσιου Πόντου (Τραπεζούντα, Σάντα, Αργυρούπολη). Από την αρχή του 19ου αιώνα και μέχρι την περίοδο της Γενοκτονίας στον Πόντο (1916-1923) όλη η περιφέρεια της Κβέμο Κάρτλι απέκτησε δεκάδες ελληνικά χωριά. Την πιο μεγάλη ελληνική εστία της περιφέρειας από το 1829 μέχρι τη δεκαετία του 1990 αποτελούσε η περιοχή της Τσάλκας.
Η ιδιαιτερότητα των ελληνικών χωριών της Κβέμο Κάρτλι ήταν το ό,τι υπήρχε τουρκόφωνος ελληνικός πληθυσμός. Και ποντιόφωνοι και τουρκόφωνοι Έλληνες συνυπήρχαν αρμονικά.
Στη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα δημιουργήθηκαν πολλές δίγλωσσες ελληνικές οικογένειες. Παράλληλα στην περιοχή κέρδιζαν έδαφος οι επίσημες γλώσσες, η γεωργιανή και η ρωσική. Από το 1801 η Γεωργία αποτελούσε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Στο Ντμανίσι της νότιας Γεωργίας οι Έλληνες του Πόντου ίδρυσαν και άλλα τέσσερα ποντιακά χωριά, τα Βελισπίρι, Σαρκινέτι, Γκόρα και Γκαναχλέμπα. Στα πρώτα δυο χωριά οι κάτοικοι ζούσαν τουρκόφωνοι, στο χωριό Γκαναχλέμπα μιλούσαν μια διάλεκτο της αρμενικής γλώσσας. Η Αρμενία συνορεύει με την περιφέρεια Κβέμο Κάρτλι. Εκεί τα πρώτα ελληνικά χωριά ιδρύθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα από τους μεταλλωρύχους της Αργυρούπολης και ήταν όλα ελληνόφωνα. Ελληνόφωνα ήταν και τα δυο χωριά της περιοχής Ντμανίσι, Σακίρε και Γκόρα.
(Ακολουθεί η μετάφραση της συνέντευξης στην κοινή ελληνική)
-Το δικό μας χωριό λεγόταν Χασχαταλά και το άλλαξαν σε Σακίρε. Είμαι ο Χριστόφορος Ακριτίδης. Γεννήθηκα στις 17 Απριλίου 1936. Δόξα τω Θεώ συνεχίζω να ζω και σε λίγο θα κλείσω τα 86 έτη.
-Το όνομα του πατέρα σας πως είναι;
-Τον πατέρα μου τον έλεγαν Παύλος και τη μητέρα μου Χριστίνα.
-Του παππού και της γιαγιάς;
-Του παππού… δεν μπορώ να πω (γελάει). Ήταν πολύ μερακλής. Του άρεσαν πολύ οι γυναίκες. Του πατέρα μου τα αδέλφια τους θυμάμαι όλους.
-Στο χωριό τι δουλειά κάνατε;
-Πρώτα απ’ όλα βοσκούσαμε τα μοσχάρια. Τριγυρίζαμε. Πηγαίναμε στο σχολείο. Στο χωριό ξινόγαλα είχαμε, τυρί είχαμε, πατάτες είχαμε.
-Εσείς στο χωριό είχατε εκκλησία;
-Πώς δεν είχαμε! Του Αγίου Γεωργίου*. Έχουμε στο χωριό και την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Δοξάζω την Δύναμή Του! Δίπλα είναι το βουνό και ο δρόμος, τον οποίο δύσκολα περνάει αυτοκίνητο. Πιο μέσα προχωρούσαμε με τα πόδια. Γύρω της ήταν φράχτης. Είχε μια διέξοδο να περνάνε άνθρωποι και αγελάδες για να πάνε προς το δάσος. Είχαμε τις εκκλησίες του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Παντελεήμονος, του Προφήτη Ηλία.
-Μέσα στο χωριό;
-Ναι. Του προφήτη Ηλία απάνω είναι. Το δικό μας χωριό είναι κάτω. Και απάνω είναι και το νεκροταφείο. Εκεί πάνω βαπτίζαμε τα παιδιά. Και κάτω είχαμε ένα εκκλησάκι για τα αβάπτιστα. Έχουμε και την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, μέσα σε ένα διπλανό αζερικό χωριό.
-Αυτές οι εκκλησίες είναι μεγάλες ή μικρές;
-Η δική μας μεγάλη εκκλησία είναι μέσα στο χωριό.
-Του Αγίου Γεωργίου;
-Ναι. Του Αγίου Γεωργίου είναι μεγάλη. Παλιά οι κομμουνιστές τη μεταμόρφωσαν σε θέατρο και ύστερα σε αποθήκη για το καλαμπόκι. Μετά τα καθαρίσαμε όλα και την ξανακάναμε εκκλησία.
-Πόσα παιδιά έχετε;
-Δυο αγόρια και ένα κορίτσι. Και έξι εγγονάκια. Τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια. Και ένα εγγονάκι τώρα απέκτησε και αυτό παιδί. Έχω δισέγγονο.
-Μπράβο! Ευχαριστώ!
-Να είστε καλά!
Έτσι τελείωσε η κουβέντα με τον κύριο Χριστόφορο σε μια συνάντηση στο πάρκο της πλατείας Δαβάκη στην Καλλιθέα, ο οποίος είναι φορέας ζωντανής ποντιακής διαλέκτου, έστω και επηρεασμένης από τη ρωσική γλώσσα. Με τη σύζυγό του Σάρα, τα παιδιά του Νικόλαο, Παύλο και Χριστίνα, τα εγγόνια και τον δισέγγονο ο κύριος Χριστόφορος ετοιμάζεται τα γιορτάσει τα 86 του χρόνια.
Στο διάβα των δύο αιώνων οι Έλληνες του Πόντου άλλαξαν τρεις και σε κάποιες περιπτώσεις και τέσσερεις φορές τον τόπο της μόνιμης εγκατάστασής τους. Όμως προσπαθούν να κρατήσουν τη γλώσσα τους, τα ήθη και τα έθιμα τους και τη σχέση με τους τόπους, που πότισαν με το αίμα και τον ιδρώτα τους. Έρχονται στην Ελλάδα για μη χαθούν τα εγγόνια τους μέσα σε άλλα έθνη και θρησκείες.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός