Ενώ τα σύννεφα του πολέμου έχουν πυκνώσει πάνω από την Ουκρανία, η τρίτη μεγαλύτερη συμπαγής ελληνική κοινότητα εκτός συνόρων της Ελλάδος, μετά τις κοινότητες της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου, η κοινότητα της Μαριούπολης, βρίσκεται σε κίνδυνο.
Από τότε που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, που κατά κάποιον τρόπο σηματοδότησε την ίδρυση των εθνικών κρατών, παρακολουθούμε την διαδικασία συρρίκνωσης του Ελληνισμού.
Ανθηρές ελληνικές κοινότητες, εξ αιτίας διωγμών, γενοκτονίας, συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών, λήψης πολιτικών και διοικητικών μέτρων από τις κυβερνήσεις των κρατών που τις φιλοξενούσαν, φυλλορρόησαν και εξαφανίστηκαν από τον χάρτη…
Μιλάμε για τους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου, της Τενέδου, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Γεωργίας, του Καυκάσου, της Νότιας Ρωσίας, της Ταυρίδας-Κριμαίας, του Λιβάνου, της Αιγύπτου, της Αντίς Αμπέμπα και άλλων περιοχών, που μέσα σε έναν αιώνα εξοντώθηκαν ή ξεριζώθηκαν από τους τόπους τους, όπου κατοικούσαν οι περισσότεροι επί χιλιάδες χρόνια.
Σε αυτήν την διαδικασία το ελληνικό κράτος ήταν απλός θεατής, όταν δεν έπαιζε το ίδιο ρόλο στην διαδικασία συρρίκνωσης του Ελληνισμού με τις ενέργειές του.
Απλώς να υπενθυμίσουμε τη στάση που κράτησε το ελληνικό κράτος όταν από τα τέλη του 1913, όταν άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο των Νεοτούρκων για τη γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου.
Παρακολουθούσε απαθές την εξόντωση των Ελλήνων, όπως παρακολουθούσε απαθές την εξόντωση του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου, της Τενέδου, που δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Αιμίλιου Έδεν, ενός διακεκριμένου Έλληνα της Κωνσταντινούπολης, που έζησε ως παιδί τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» της 6/7 Σεπτεμβρίου 1955, τότε που είδε τους Τούρκους να επιτίθενται εναντίον των Ελλήνων της Πόλης, εναντίον γυναικών, παιδιών, γερόντων, ιερέων, ακόμα και εναντίον τάφων, αφού προηγουμένως είχαν λεηλατήσει τα καταστήματα, τα εργοστάσια, τις εκκλησίες και της περιουσίες τους.
Ο Αιμίλιος Έδεν μου εκμυστηρεύθηκε το εξής: «Όταν ήμουν μικρό παιδί, πηγαίνοντας στο σχολείο, κάθε μέρα φρόντιζα να περνώ από το σοκάκι Τουρνατζίμπασι, όπου το Ζωγράφειο Λύκειο και το Ελληνικό Προξενείο. Πριν πάω στο σχολείο αλλά και όταν σχολούσα, κάθε μέρα, περνούσα από το Προξενείο και προσπαθούσα να αγγίξω την ελληνική σημαία, για να πάρω δύναμη. Για μας η Ελλάδα ήταν το παν, η ελληνική σημαία ήταν πηγή δύναμης. Στις 6/7 Σεπτεμβρίου του 1955, όταν μας προπηλάκιζαν, όταν βίαζαν τα κορίτσια και τις μανάδες μας, όταν λεηλατούσαν τα σπίτια και τις εκκλησίες μας, εγώ αλλά και άλλοι φίλοι και συγγενείς μου, είχαμε σηκωμένο κεφάλι ψηλά. Δεν είχαμε να περιμένουμε από πουθενά βοήθεια, παρά από τον ουρανό. Από τη μια προσευχόμασταν στο Θεό και από την άλλη περιμέναμε ένα ελληνικό αεροπλάνο να έλθει, για να μας βοηθήσει, να φοβίσει τους Τούρκους, να σταματήσει τους βιασμούς, τους προπηλακισμούς, τις λεηλασίες των σπιτιών και των περιουσιών μας. Όμως το ελληνικό αεροπλάνο δεν ήλθε ποτέ, η βοήθεια από την Ελλάδα δεν ήλθε ποτέ. Γιατί Ελλάδα;»
Όλα αυτά, αυτή η βασανιστική διαδικασία συρρίκνωσης του Ελληνισμού, δεν συνέβησαν στη βάση μιας ιστορικής νομοτέλειας. Θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Γιατί δεν αποφεύχθηκαν;
Η απάντηση βρίσκεται στο δόγμα ίδρυσης και ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος, από τότε που ιδρύθηκε, δεν είχε ως θεμελιώδη, υπαρξιακή του αρχή την πάση θυσία προστασία των εκτός των συνόρων του Ελληνισμού.
Αν είχε υιοθετήσει αυτήν την αρχή, σήμερα θα υπήρχαν ανθούσες ελληνικές κοινότητες σε πολλές από τις προαναφερθείσες περιοχές, και η Ελλάδα, χωρίς υπερβολή, αντί για ένα καχεκτικό υπερχρεωμένο κράτος, με σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα και εμφανή τον κίνδυνο δημογραφικής αλλοίωσης ακόμα και εξάλειψης του Ελληνισμού, θα ήταν ισχυρή πληθυσμιακά και μια οικονομική και πολιτισμική υπερδύναμη.
Ακόμα και η Μεγάλη Ιδέα, στη βάση της σύλληψής της, ήταν λάθος, για να μην πω ότι συνέβαλε στην συρρίκνωση του Ελληνισμού.
Πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα της απουσίας της απαράβατης αρχής στη λειτουργία του ελληνικού κράτους για την προστασία του εκτός των ελλαδικών συνόρων Ελληνισμού είναι η εισβολή στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη κατοχή, η κατάσταση στη Βόρειο Ήπειρο και τελευταίο παράδειγμα ο Ελληνισμός της Μαριούπολης και της Ταυρίδας-Κριμαίας. Εκεί οι Έλληνες υπάρχουν από τον 7ο αιώνα προ Χριστού και παρά τις δυσκολίες, συνεχίζουν να διατηρούν την ελληνική εθνική τους ταυτότητα.
Όσον αφορά τους Έλληνες της Ταυρίδας, από το 2014, που η Μόσχα προσάρτησε την χερσόνησο αυτή στη Ρωσία, νοιώθουν ότι τους εγκατέλειψε η Ελλάδα, αφού δεν μπορούν να πάρουν θεώρηση εισόδου στην πατρίδα. Οι αρμόδιες ελληνικές Αρχές τους λένε να πάρουν ουκρανικά διαβατήρια και τους παραπέμπουν στα προξενεία της Ελλάδος στην Ουκρανία, αφού η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει την προσάρτηση της Ταυρίδας στη Ρωσία. Την ίδια στιγμή οι ρωσικές Αρχές τους απαγορεύουν να πάρουν ουκρανικά διαβατήρια, κάτι που δεν θέλει και η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων της Ταυρίδας. Έτσι, αυτό το κομμάτι του Ελληνισμού, εδώ και δεκαεπτά χρόνια τιμωρείται από την Ουκρανία, τη Ρωσία αλλά και την Ελλάδα.
Η λύση είναι απλή. Να τους δοθούν ελληνικά διαβατήρια, για να ξεφύγουν από τα «δόντια της μυλόπετρας» που βρίσκονται τώρα.
Όσον αφορά στους Έλληνες της Μαριούπολης, το 2014, το Ελληνικό Προξενείο, όταν έπεσαν μερικές βόμβες στην περιοχή, τα μάζεψε και έφυγε, αφήνοντας απροστάτευτους τους Έλληνες.
Τώρα μαθαίνουμε ότι δεν κάνουν το ίδιο λάθος και ότι το προξενείο μας εκεί ενισχύεται, εν όψει πιθανής σύγκρουσης.
Καλό σημάδι αυτό, όμως δεν είναι καλό σημάδι η απόσυρση των δασκάλων από το Υπουργείο Παιδείας, και μάλιστα με διθυραμβικό τρόπο. Είδα στην τηλεόραση μια μάνα, να απευθύνει έκκληση για τα παιδιά της περιοχής, τα οποία τα εγκατέλειψαν οι εξ Ελλάδος δάσκαλοι. Ζήτησε να τα προστατέψει η Ελλάδα, ενώ την ίδια στιγμή δήλωνε ότι οι μεγάλοι θα μείνουν εκεί να υπερασπιστούν τον τόπο και τις περιουσίες τους.
Γνωρίζουμε ότι η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων είναι υπέρ της Ρωσίας, όμως σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα πρέπει να διαχειριστεί αυτήν την πραγματικότητα πολιτικά, να έλθει σε επαφή σε κορυφαίο επίπεδο με τις κυβερνήσεις σε Κίεβο και Μόσχα, ούτως ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωση και την ευημερία των Ελλήνων της Μαριούπολης.
Να σημειώσουμε ότι η παρούσα κυβέρνηση της Ουκρανίας δεν αναγνώρισε ως εθνική μειονότητα της χώρας τους Έλληνες της Μαριούπολης, ενώ αναγνώρισε τους Τατάρους, κατόπιν σχετικής παρέμβασης της τουρκικής διπλωματίας. Και είναι φυσικό να αναρωτιέται κανείς, πού ήταν η ελληνική διπλωματία όταν συνέβαιναν αυτά.
Όσον αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με τις δύο αυτές χώρες, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να δημιουργεί εχθρούς. Είμαστε μέλος του ΝΑΤΟ, όμως αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι πρέπει να γίνουμε εχθροί με τη Ρωσία. Εμείς οι Έλληνες αλλά και η Ελλάδα, πρέπει διατηρούμε φιλικές σχέσεις και με την Ουκρανία και με τη Ρωσία, ασχέτως των σχέσεων που έχουν μεταξύ τους αυτές οι δύο χώρες.
Οι φιλικές σχέσεις και με τις δύο χώρες θα εξυπηρετήσουν τα εθνικά μας συμφέροντα και θα προστατέψουν την ελληνική κοινότητα της Μαριούπολης.
Δύσκολη εξίσωση, όμως γι’ αυτό υπάρχει η διπλωματία. Όπως μου έλεγε φίλος πρέσβης, η διπλωματία είναι για σε περνάει από το ποτάμι που δεν υπάρχει γέφυρα στην απέναντι όχθη, χωρίς να βραχείς.
Όσο για το δόγμα της προστασίας του εκτός συνόρων της Ελλάδος Ελληνισμού, απέχουμε πολύ από το να αποκτήσουμε. Αρκεί να σκεφθούμε τη στάση ορισμένων κομμάτων στο θέμα της ψήφου των αποδήμων, που αντί να τους δώσουμε το δικαίωμα της ψήφου από τον τόπο που κατοικούν, τους το στερήσαμε, αποκόπτοντάς τους κατά κάποιον τρόπο από τον εθνικό κορμό.
Έχουμε να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμα.