Με την ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λοζάνης να έχει ήδη υπογραφεί (30 Ιανουαρίου 1923) και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών να είναι μία αναπόδραστη πραγματικότητα, στις 15 Φεβρουαρίου 1923 η εφημερίδα Μακεδονία φιλοξενεί στην πρώτη σελίδα ένα άρθρο στην κατηγορία «Ήθη και Έθιμα».
Τίτλος του: «Ο μικρασιατικός ελληνισμός» και συντάκτης ο Ιορδάνης Ι. Λημνίδης.
Στο ακριβώς από πάνω κεντρικό δίστηλο η είδηση αφορά τη συζήτηση στη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων σχετικά με την τραγική θέση των προσφύγων στην εγγύς Ανατολή. Ο αριθμός που αναφέρεται είναι τρομακτικός: περίπου 250.000 Έλληνες της Σμύρνης παίρνουν εντολή να εγκαταλείψουν την πόλη σε 12 ημέρες και απομακρύνονται με τη βοήθεια των Άγγλων και τη συνδρομή Γάλλων, Ιταλών και Αμερικανών.
Αυτόν τον νέο πληθυσμό παρουσιάζει λοιπόν ο Ιορδάνης Ι. Λημνίδης, θέλοντας ν’ αποδείξει ότι δεν είναι μόνο η γλώσσα που συνδέει με τους γηγενείς –πολλοί άλλωστε πρόσφυγες είναι τουρκόφωνοι εξ ανάγκης–, αλλά και τα ήθη και έθιμα που προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα και έχουν μετεξελιχθεί σε χριστιανικά.
Ένα από τα παραδείγματα που φέρνει είναι η συνήθεια των πενθούντων να προσφέρουν σε φτωχούς 33 γρόσια. Τα αποκαλούν κιουμρούκ παρασί, δηλαδή τελωνειακό φόρο, και παραπέμπουν στον οβολό για τη διάσχιση του Αχέροντα αλλά και στα έτη του Χριστού.
«Η φυλετική ομογένεια του Μικρασιατικού Ελληνισμού προς το άλλο τμήμα του Γένους» όπως γράφει ο Ιορδάνης Ι. Λημνίδης, δεν αποδεικνύεται μόνο από τα ήθη και έθιμα (που δεν απαριθμεί, αλλά αφήνει να εννοηθούν), αλλά και τα προτερήματα που έχουν οι Έλληνες και παρατηρούνται σχεδόν αμείωτα στους Μικρασιάτες, όπως η αγάπη για την πατρίδα και ο έρωτας για την ελευθερία.
«Όπως όλοι οι Έλληνες, τοιουτοτρόπως και οι Μικρασιάται είνε φιλέριδες και αψίκοροι, αγαπώσι δε και αυτοί τα μανσούπια και το τσορμπατζηλήκι», αποφαίνεται ο συντάκτης απαριθμώντας όμως τα προτερήματα της προσφοράς σε εκκλησίες και σχολεία, αλλά και το εμπορικό και επιχειρηματικό δαιμόνιο.