Όπως περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, η Τουρκία επειδή δεν έχει κανένα έρεισμα στο διεθνές δίκαιο όσο αφορά το σύνολο των διεκδικήσεών της –άρα μονομερής οριοθέτηση ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο, τουρκολυβικό μνημόνιο και δείγμα «Γαλάζιας Πατρίδας»–, αναζητεί εναγωνίως να βρει κάπου ένα τέτοιο, για να προσδώσει διεθνή νομιμοποίηση και στις άλλες διεκδικήσεις της.
Σημειώσαμε λοιπόν ότι αυτό το έρεισμα η Τουρκία θεωρεί ότι το βρήκε στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας.
Πέραν όμως της νομιμοποίησης που σκοπεύει να προσδώσει στις υπόλοιπες παράνομες διεκδικήσεις της, η Τουρκία έχει και συγκεκριμένους σκοπούς, αναδεικνύοντας το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας.
Οι κινήσεις που αναμένεται να κάνει σε διεθνές επίπεδο είναι οι εξής:
Πρώτον, θέλει να ενημερώσει διπλωματικά όλες τις χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη της Λοζάνης τον Ιούλιο του 1923. Οι χώρες αυτές σήμερα είναι οι: Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ρουμανία, Σερβία, Κροατία, Σλοβενία.
Δεύτερον, να ενημερώσει διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) για την «παραβίαση» από πλευράς της Ελλάδας του Άρθρου 13 της Συνθήκης, το οποίο αναφέρει τα εξής:
Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
- Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τίνος έργου.
- θα απαγορευθή εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας.
Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
- Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην.
Τρίτον, να επιδιώξει τη δημιουργία συνθηκών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και σε αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης με καταστροφικά αποτελέσματα, αφού η Τουρκία διεκδικεί και η Ελλάδα καλείται μόνο να χάσει.
Επίσης, η Τουρκία σχεδιάζει να κινηθεί και σε διμερές επίπεδο με πιθανούς τρόπους τους εξής:
Πρώτον, να αμφισβητήσει την κυριαρχία όλων των νησιών που παραχωρήθηκαν με τις συμφωνίες Λοζάνης και Παρισίων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι όρος άσκησης πλήρους κυριαρχίας είναι η αποστρατιωτικοποίηση. Φυσικά αυτό είναι τερατώδες ψέμα και λάθος, αφού το Άρθρο 12 στη Συνθήκη της Λοζάνης αναφέρεται το εξής όσον αφορά την κυριαρχία:
Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούνται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15.
Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν.
Δηλαδή, η κυριαρχία των νησιών παραχωρήθηκε στην Ελλάδα άνευ όρων, άρα οποιαδήποτε συσχέτιση με την αποστρατιωτικοποίηση είναι σκόπιμη εχθρική ενέργεια και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από την Ελλάδα.
Εκτός αυτού, η Τουρκία στο Άρθρο 16 της ίδιας συνθήκης έχει δεσμευθεί ότι: Παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή δια της παρούσης Συνθήκης, δηλαδή εκείνων που βρίσκονται εντός των τριών μιλίων από τις ακτές της, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 15.
Άρα, να ξεκαθαρίσουμε ότι η Τουρκία δεν έχει κανένα δικαίωμα –εκτός κι αν της το αναγνωρίσουμε εμείς με την παθητική μας στάση– να διεκδικήσει οποιονδήποτε τίτλο ή δικαίωμα επί των νησιών μας, ούτε να θέσει καν το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης.
Δεύτερον, αφού η Τουρκία προσπαθήσει να επιβάλει την άποψή της, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να ασκεί πλήρη κυριαρχία στα νησιά, τότε θα επιχειρήσει να παρεμποδίσει την προσέγγιση στρατιωτικών πλοίων και αεροσκαφών.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχουμε μια νέα κρίση. Έτσι (με βεβαιότητα) για να αποφευχθεί ο πόλεμος θα οδηγηθεί η πατρίδα μας μας στο τραπέζι του πολιτικού διαλόγου με προφανή την πιθανότητα άλλης μίας οδυνηρής εθνικής υποχώρησης, όπως έγινε με τις τρεις προηγούμενες μείζονες κρίσεις: του Χόρα (που οδήγησε στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Βέρνης), του Σισμίκ (που οδήγησε στο Νταβός), και των Ιμίων (που οδήγησε στη Διακήρυξη της Μαδρίτης).
Το έχουμε γράψει και στο προηγούμενο άρθρο μας ότι η μεταβατική περίοδος από την πολιτική του κατευνασμού στην πολιτική της αποτροπής είναι εξαιρετικά ευαίσθητη, με ορατούς κινδύνους.
Απαιτείται μεγάλη προσοχή μέχρι να ολοκληρωθεί η παραλαβή των οπλικών συστημάτων που θα κάνουν την Ελλάδα κυρίαρχη στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Θα πρέπει δεν να εξετάσουμε το ενδεχόμενο αυτή η κίνηση της Τουρκίας με την ευθεία αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών μας να εκδηλώνεται τώρα ακριβώς γιατί διανύουμε αυτή την ευαίσθητη μεταβατική περίοδο.
Γι’ αυτό η Ελλάδα πρέπει να προετοιμαστεί για όλα τα πιθανά σενάρια, φροντίζοντας πάντα να διατηρεί ετοιμοπόλεμες τις Ένοπλες Δυνάμεις μας, γιατί ο Τούρκος μόνο από την ισχύ καταλαβαίνει.
Σκόπιμο δε είναι να υπενθυμίσω τι μου είχε πει ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν μόλις μία ημέρα πριν τον απαγάγουν οι κενυατικές Αρχές και τον παραδώσουν στους Τούρκους:
«Έχω μελετήσει καλά το τουρκικό κράτος και τους Τούρκους. Μην επιχειρήσετε μαζί τους διάλογο και φιλία, όσο είναι αυτοί ισχυροί. Θα σας πατήσουν στο σβέρκο, είναι ανελέητοι. Να το επιχειρήσετε μόνο όταν είστε εσείς ισχυροί και μπορείτε εσείς να τους πατήσετε το σβέρκο. Τότε μπορεί να γίνουν και καλοί φίλοι».
Αυτά είπε ο ηγέτης των Κούρδων, τον οποίο η φοβική στάση του τότε πρωθυπουργού κ. Σημίτη τον έστειλε στα τουρκικά κάτεργα.
Ήταν σαν αύριο, 14 Φεβρουαρίου του 1999.