Ο Αλεξέι (Αλέξιος) Ηλιάδης, ένας από τους πιο γνωστούς ποδοσφαιριστές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1945 στο Σουχούμι της Αμπχαζίας και σήμερα ζει στην Αθήνα.
Οι Πόντιοι της Αμπχαζίας αποκαλούν την πόλη τους Σόχουμ. Στη θέση της τον 6ο αιώνα π. Χ. από τους Ίωνες ιδρύθηκε η πόλη Διοσκουριάδα, η οποία ήταν γνωστή τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο. Μετά τον πόλεμο του Καυκάσου (1817-1864) ανάμεσα στη Ρωσική και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε ο δεύτερος μεγάλος ελληνικός αποικισμός των βόρειων και των ανατολικών παράλιων του Εύξεινου Πόντου. Το μεγαλύτερο μέρος των αποίκων αποτελούσαν οι Έλληνες του Πόντου.
Η οικογένεια Ηλιάδη
Η οικογένεια Ηλιάδη για να ξεφύγει από το καταπιεστικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πρώτα μετακόμισε στην περιοχή Κουμπάν του Βόρειου Καυκάσου και ύστερα στην Αμπχαζία. Ο παππούς του Αλέξιου, Νικόλαος επέλεξε για την εγκατάσταση της οικογένειάς του το ελληνικό χωριό Αζάντα. Ο πατέρας του Αλέξιου, Ιβάν (Ιωάννης) γεννήθηκε το 1907 στο Σουχούμι και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του το 1972.
Η μητέρα του Αλέξιου Ηλιάδη, η Αγάπη Παπαδοπούλου γεννήθηκε στο ελληνικό χωριό Μιχάιλοβκα, το οποίο οι Έλληνες μεταξύ τους το αποκαλούσαν Κούμα. Οι γονείς της Δημοσθένης και Μαρία τηρούσαν αυστηρά την ελληνική παράδοση. Στο σπίτι μιλιόταν η ποντιακή διάλεκτος. Τους ίδιους κανόνες επέβαλε ύστερα στην οικογένεια της και η κόρη τους Αγάπη.
Ο Ιβάν και η Αγάπη απέκτησαν τρεις γιους. Το 1937 γεννήθηκε ο Μιχαήλ, το 1941 ο Νικόλαος και το 1945 ο Αλέξιος. Και όσο να μην προσπαθούσαν οι γονείς να κρατήσουν τα παιδιά τους σε αυστηρά εθνικά όρια, η κοινωνία του πολυεθνικού Σουχούμι τούς έμαθε να ζουν ακολουθώντας και τους δυο πολιτισμούς, τον ελληνικό του Πόντου και τον πολυεθνικό του Καυκάσου όπου επικρατούσε η ρωσική γλώσσα. Και τα τρία αδέλφια πήγαν στο ρωσικό τμήμα του παιδικού σταθμού. Η μητέρα έγραψε τον Αλέξιο στη μουσική σχολή για μάθει να παίζει πιάνο και ωθούσε τα παιδιά της να σπουδάσουν και να αποκτήσουν ειδικότητες σε κάποια επαγγέλματα. Οι γονείς θεωρούσαν πως ο αθλητισμός δεν είναι επάγγελμα και τον παραμελούσαν.
«Η μαμά με έγραψε στη μουσική σχολή και πολλές φορές με έκλεινε στην αποθήκη να μη δραπετεύσω για να παίξω ποδόσφαιρο. Όμως εγώ έβρισκα χρόνο για τη μπάλα. Μια φορά η μητέρα μου ενώ κατευθυνόταν προς την αγορά, μπήκε στο γειτονικό γήπεδο και είδε εμένα. Τότε έφαγα από αυτήν το ξύλο της ζωής μου», θυμήθηκε ο Αλέξιος Ηλιάδης στη συνέντευξη που μου παραχώρησε για το pontosnews.gr.
Ο Αλέξιος μεγάλωνε στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Το 1949 η οικογένεια παραλίγο να εξοριστεί στο Καζακστάν. Ο γονείς του είχαν σοβιετική υπηκοότητα, όμως εκείνο τον καιρό εξορίζονταν με το πρόσχημα της εθνικής καταγωγής και οι ανυποψίαστοι πολίτες. Ο Ιβάν Ηλιάδης για διάστημα μερικών μηνών εγκατέλειψε το Σουχούμι και δούλευε στη Σιβηρία. Όταν τελείωσε η περίοδος της στοχευμένης καταπίεσης ο Ιβάν γύρισε σπίτι και εργαζόταν στην κρατική εταιρία ανακύκλωσης. Η μητέρα του Αγάπη όλο αυτό το διάστημα έπλεκε διάφορα μάλλινα είδη και πουλούσε τα πλεκτά της στην τοπική αγορά.
Η πρώτη επαφή με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο
Δίπλα στην οικία της οικογένειας Ηλιάδη γειτνίαζαν δυο σχολεία το 3ο και το 8ο. Ο Αλέξιος πήγε σε πιο κοντινό 3ο σχολείο, το οποίο φαινόταν από το παράθυρο του σπιτιού. Στα διαλλείματα έπαιζε με τη μπάλα. Πολλές φορές το ρόλο της μπάλας έπαιζε η μπάλα του τένις, που ήταν εύκολο να κρυφτεί. Η ικανότητα του Αλέξιου στην κυριολεξία να παίζει με τη μπαλίτσα σαν τον ζογκλέρ δεν πέρασε απαρατήρητη. Τον είδε ο προπονητής Τσιτάγια Ιλιά του Ιλαρίων. Ο προπονητής κατάφερε να εξηγήσει στους γονείς του Αλέξιου, πως οι δικές του ικανότητες δεν πρέπει να πάνε χαμένες. Έτσι ο Αλέξιος ξεκίνησε τις προπονήσεις στην αθλητική σχολή του Κρατικού Τμήματος Παιδείας της πόλης Σουχούμι. Ο Αλέξιος στάθηκε τυχερός. Εκείνη τη χρονιά η ηλικία της εισαγωγής στην αθλητική σχολή άλλαξε από 12 ετών σε 9. Από αυτή την ηλικία και μέχρι να τελειώσει το δεκατάξιο σοβιετικό σχολείο ο Αλέξης παράλληλα φοιτούσε στην αθλητική σχολή.
Στην ηλικία των 16 ετών ο Αλέξιος μαζί με την ομάδα νέων «Ντιναμό Σουχούμι» με επιτυχία έλαβε μέρος στο Πρωτάθλημα της Γεωργίας. Το 1961 η ομάδα πέρασε στη Β’ κατηγορία και άλλαξε την ονομασία σε «Ρίτσα Σουχούμι». Το 1962 στην ομάδα είχε επιστραφεί η προηγούμενη της ονομασία. Την ίδια χρονιά η ομάδα πήρε μέρος στο Πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ. Μετά το σχολείο και μακροχρόνιες προπονήσεις τον Αλέξιο Ηλιάδη πρόσεξαν στην πρωτεύουσα της Γεωργίας Τιφλίδα.
Το «Ντιναμό Τιφλίδας» και η Εθνική της Σοβιετικής Ένωσης
Το 1963 τον Αλέξιο Ηλιάδη κάλεσαν στην ομάδα «Ντιναμό Τιφλίδας», στην οποία αυτός έπαιζε μέχρι το τέλος της αθλητικής του καριέρας το 1972.
Την περίοδο 1965-1968 ο Αλέξιος Ηλιάδης μπήκε στην Ολυμπιακή ομάδα της ΕΣΣΔ και το 1969 στην Εθνική ομάδα της ΕΣΣΔ.
Η ομάδα «Ντιναμό Τιφλίδας» ήταν δημοφιλής στη Σοβιετική Ένωση και το 1964 νικώντας την «Τορπέντο Μόσχας» στο γήπεδο «Παχτακόρ» της Τασκένδης πήρε το Πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ. Οι φίλαθλοι ανεξαρτήτως εθνικότητας αγάπησαν τον Αλέξιο Ηλιάδη ως ταλαντούχο ποδοσφαιριστή. Οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης ήταν περήφανοι για τον Αλέξιο Ηλιάδη μόνο και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του.
Ο Αλέξιος Ηλιάδης έπαιζε στο γήπεδο στη θέση του αριστερού μέσου αμυντικού και στη διάρκεια της συνέντευξης θυμήθηκε τους επαγγελματίες συμπαίκτες του. Ένας από αυτούς ήταν ο θρύλος του σοβιετικού και του παγκόσμιου ποδόσφαιρου Μιχαήλ Μέσχι. Όταν ο Μέσχι έπαιζε στο γήπεδο του Παρισιού «Σταντ ντε Φρανς», οι Γάλλοι φίλαθλοι φώναζαν το όνομα του γεωργιανού επιθετικού με ρωσική εκφορά «Μίσα Μέσχι! Μίσα Μέσχι!»
Ένας άλλος μεσαίος Γκεόργκι Σιτσινάβα έπαιζε με τον επιθετικό Σλάβα Μετρεβέλι. Όπως λέει ο Αλέξιος Ηλιάδης, κατά τη διάρκεια των αγώνων οι φίλαθλοι της ομάδας τους χωρίζονταν σε «μεσχιστές» και «μετρεβελιστές». Πολλές φορές οι οπαδοί των δυο επιθετικών βρίσκονταν στην αριστερή ή δεξιά πλευρά του γηπέδου, ανάλογα με τη θέση του αγαπημένου παίκτη τους. Τα γήπεδα ήταν πάντα γεμάτα από φιλάθλους.
Προπονητής της ομάδας «Ντιναμό Τιφλίδας» ήταν ο Μιχαήλ Γιακούσιν. Ο Αλέξιος Ηλιάδης τονίζει πως για’ αυτόν δεν υπήρχαν προκαταλήψεις. Έβλεπε τους ποδοσφαιριστές μόνο επαγγελματικά. Έτσι δεν προέκυψε το ζήτημα της ελληνικής κατάληξης στο επώνυμο του Αλέξιου Ηλιάδη. Συχνές ήταν οι περιπτώσεις, όταν για να κτίσει κανείς την καριέρα του έπρεπε να προσαρμόσει το επώνυμό του προς τα τοπικά ή πανσοβιετικά δεδομένα.
Όμως για τον Αλέξιο Ηλιάδη το ζήτημα του ονόματος και δεν προέκυψε και ήταν απαράβατος όρος λόγω του ελληνικού του πατριωτισμού.
Προπονητής της Εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο Γαβριήλ Κατσάλιν. Μέχρι τις μέρες μας αυτός ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και προπονητής θεωρείται ο πιο επιτυχημένος της σοβιετικής περιόδου.
Ο Αλέξιος Ηλιάδης για τους συμπατριώτες του
Ο Αλέξιος Ηλιάδης θυμήθηκε τους συμπατριώτες του ποδοσφαιριστές διαφόρων εποχών. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιούρι Γραμματικόπουλος, οποίος έμενε δίπλα τους. Γνωστός στο Σουχούμι ήταν και ο τερματοφύλακας Ανέστης Τριανταφυλλίδης με παρατσούκλι «Τούλα». Θρύλος του ποδοσφαίρου στο Σουχούμι ήταν ο Γεώργιος Γιελτσίδης με το παρατσούκλι «Φουντούκ(ι)», που περιέγραφε τη επαγγελματική του σκληρότητα.
«Αυτό το παρατσούκλι του έδωσε ο γνωστός Αμπχάζιος συγγραφέας Φαζίλ Ισκαντέρ, γράφοντας ένα διήγημα με την αναφορά στον αγαπητό ποδοσφαιριστή. Στην αρχή ο Γεώργιος Γιελτσίδης παρεξηγήθηκε, όμως γρήγορα συμφιλιώθηκε με τον συγγραφέα», σημείωσε ο Αλέξιος Ηλιάδης.
Ο Αλέξιος Ηλιάδης θυμήθηκε ένα περιστατικό, το οποίο συνέβη όταν αυτός ήταν ακόμα πολύ μικρός. Τον Ιούνιο του 1949 οι Έλληνες της Αμπχαζίας, όπως και όλου του παρευξείνιου Καυκάσου, εξορίζονταν στο Καζακστάν. Έπρεπε να εξοριστούν οι συγγενείς του Γεώργιου Γιελτσίδη. Ο ίδιος είχε τη σοβιετική υπηκοότητα και η εξορία κανονικά δεν τον αφορούσε.
Λίγο πριν από την εξορία στο γήπεδο του Σουχούμι γινόταν αγώνας ανάμεσα σε «Ντιναμό Σουχούμι» και «Ντιναμό Μπατούμι». Ο Γιελτσίδης ήταν απλός παρατηρητής. Η ομάδα του κάποια στιγμή έχανε 4-0. Οι Αρχές της πόλης έστειλαν σε αυτόν τους αστυνόμους για να ζητήσουν να συμμετάσχει στον αγώνα. Ο Γιελτσίδης αρνήθηκε εξηγώντας τη στάση του με την άδικη εξορία των Ελλήνων. Βγήκε στο γήπεδο μόνο, όταν του υποσχέθηκαν πως δεν θα εξοριστεί η οικογένειά του. Με τον θρυλικό ποδοσφαιριστή «Φουντούκ» το «Ντιναμό Σουχούμι» νίκησε 5-4. Όμως η οικογένεια του εξορίστηκε. Στην εξήγηση των Αρχών φάνηκε πως εννοούσαν μόνο την προσωπική οικογένεια του Γεώργιου Γιελτσίδη και όχι των γονιών του και αδελφών του. Ο Γιελτσίδης προτίμησε να φύγει στην εξορία μαζί με τα συγγενικά του πρόσωπα και γύρισε στο Σουχούμι μετά τον θάνατο του Στάλιν και την καταδίκη των εγκλημάτων του στο ΧΧ Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Γεώργιος Γιελτσίδης μετά την επιστροφή του στο Σουχούμι προπονούσε τους νέους ποδοσφαιριστές. Καλούσε στην ομάδα και τον Αλέξιο Ηλιάδη, όμως εκείνος έμεινε πιστός στον πρώτο προπονητή του Ιλία Τσιτάγια.
Το τέλος της καριέρας
Το 1972 ο Αλέξιος Ηλιάδης σταμάτησε να ασχολείται με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Για ένα χρόνο ακόμα έπαιζε στην ομάδα «Μεταλλούργκ» και ύστερα έγινε προπονητής στην 35η Σχολή Εφέδρων Ολυμπιακού Ποδοσφαίρου. Ενδιάμεσα ο θρύλος του σοβιετικού ποδοσφαίρου παντρεύτηκε. Το 1969 γεννήθηκε ο γιος του Αλέξιος, και το 1972 η κόρη του Μαρίνα.
Ο Αλέξιος τη δεκαετία του 1980 πρόλαβε να παίξει και αυτός στην Εθνική Γεωργίας στο πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ. Σήμερα ο γιος του μένει στην Αθήνα και η κόρη του στο Ισραήλ. Ο Αλέξιος Ηλιάδης έχει δυο εγγόνια τον Ηρακλή και τον Άγγελο από δυο παιδιά του αντίστοιχα.
Από το 1990 στην Αθήνα ζει και ο Αλέξιος Ηλιάδης, ο οποίος μέχρι σήμερα αποθεώνεται από τους φιλάθλους και τους συμπατριώτες Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ.
Τον τιμούν στη Ρωσία και τη Γεωργία, τον καλούν στους επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς αγώνες τους οι Πόντιοι από διάφορες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Τον γνώρισα σε μια τέτοια διοργάνωση των Ποντίων και θαύμασα τη σεμνότητά του. Τον Αλέξιο Ηλιάδη τον ξεχωρίζουν η ευγένεια και η καλοσύνη. Είναι πάντα πρόθυμος να συζητήσει, να έρθει σε επαφή με τη νέα γενιά. Του ζήτησα να αξιολογήσει τη δική του ποδοσφαιρική καριέρα και μου απάντησε:
«Εμένα πάντα με αξιολογούσαν οι φίλαθλοι. Εκτιμούσαν την τεχνική μου, που διαμόρφωσα ακόμα στα παιδικά μου χρόνια. Έπρεπε να παίζω καλά, επειδή είμαι Έλληνας. Νιώθω υπερηφάνεια για την καταγωγή μου και αγαπώ τους συμπατριώτες μου. Το 1968 με πλησίασε ο υπουργός Εσωτερικών της σοβιετικής Γεωργίας και ύστερα υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ και πρόεδρος της μετασοβιετικής Γεωργίας Εντουάρντ Σεβαρνάντζε και μου είπε μπροστά στην ομάδα μου: «Είσαι Έλληνας και δεν έχεις περιθώριο να παίζεις άσχημα. Και η δική μου γιαγιά ήταν Ελληνίδα». Απ’ ότι ξέρω αυτά τα λόγια του τότε έφτασαν μέχρι και τις ειδήσεις στην Ελλάδα».
Ο θρύλος του ποδοσφαίρου στη διάρκεια της συνέντευξης κάλεσε την ελληνική νεολαία σε όλο τον κόσμο να αθλείται και να χορεύει τους ελληνικούς χορούς. Ο αθλητισμός και ο χορός είναι το κλειδί για την καλή υγεία.
Ο Αλέξιος Ηλιάδης προτρέπει τους γονείς να δίνουν τα παιδιά τους στον αθλητισμό μέχρι την ηλικία 14 ετών, ώστε να προλάβουν να φτιάξουν το σώμα και την υγεία τους και να πετύχουν υψηλούς σκοπούς σε κάθε άθλημα.
Βασίλειος Τσενκελίδης, ιστορικός