Όταν στα τέλη των 80s, ο Γιώργος Μαρίνος είχε ρωτηθεί ποιον θεωρεί διάδοχό του στο show που έκανε στην πίστα –πόσο πρωτότυπη ερώτηση– και εκείνος είχε απαντήσει τον Τζίμη Πανούση, πολλοί νόμιζαν ότι έκανε χιούμορ. Όμως όσοι είχαν δει τον Πανούση επί σκηνής, έστω και αν διέφερε το στυλ και το περιεχόμενό του από αυτό του Γιώργου Μαρίνου, κατάλαβαν τι ακριβώς εννοούσε.
Εκεί στα προσφυγικά των Αμπελοκήπων
Αρχές του 1954. Ο Γιώργος Νταλάρας δεν είναι ακόμη 5 ετών (άσχετο!!!!) και στα προσφυγικά των Αμπελοκήπων, γεννιέται ο γιος του Θόδωρου και της Φωτεινής, δυο προσφύγων από την Μικρασία. Ο μικρός Πανούσης μεγαλώνει προσπαθώντας να πείσει την Μικρασιάτισσα γιαγιά του να του μάθει να λέει τα χαρτιά και το φλιτζάνι. Εκείνη όμως είναι ανένδοτη. Ο ίδιος σαρκάζοντας την παιδική του ηλικία είχε πει πως οι άλλοι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν μαζί του, γιατί τον θεωρούσαν νάνο.
Στα 18 του μένει στο Χολαργό, όπου γράφεται στο ΠΟΜΝΕ (Πολιτιστικός Όμιλος Νέων). Με μια ομάδα νέων της εποχής ανεβάζουν παραστάσεις, ενώ το καλοκαίρι του 1973 βρίσκει δουλειά, από μικρές αγγελίες, στον περιοδεύοντα Μουσικό Θίασο Κρήτης, ένα μπουλούκι-βαριετέ. Εκεί ο Τζιμάκος τραγουδάει με την κιθάρα του και κάνει τον βοηθό ταχυδακτυλουργού και τον κομπέρ.
Επιστροφή στην Αθήνα και συμμετέχει για ένα καλοκαίρι στο θέατρο Καισαριανής σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή όπου παίζει τουμπερλέκι, αντικαθιστώντας τον γέροντα Μαθιό Μπαλαμπάνη, στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι σε όλη τη διάρκεια του έργου επί σκηνής. Όταν η παράσταση πηγαίνει στην Πολωνία δεν τον παίρνουν επειδή «δεν ήτανε Κνίτης».
«Κατάθεση ή ανάληψη»
Στη συνέχεια εγκαταλείπει τον θίασο για να δουλέψει ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα από την οποία θα παραιτηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
«Πόσο να αντέξω να σημειώνω ότι το Αννόβερο έστειλε 1.000 δραχμές στην Κολοπετινίτσα; Ε, δεν άντεξα κι άρχισα να σημειώνω στην τύχη. Μετά από δύο χρόνια τους είχα κάνει πολύ μεγάλη ζημιά, αλλά έπαθα κι εγώ ο ίδιος ζημιά. Πρήστηκαν τα χέρια μου, έβγαλα μια μπάλα στο κεφάλι. Δεν ήταν μόνο πολιτική η παραίτηση, δεν μπορούσα να συνεχίσω εκ των πραγμάτων. Έπιανα δουλειά 07:45, συγκεντρωνόμουν, δούλευα, έλεγα θα ‘χει περάσει κάνα δίωρο, κοίταγα το ρολόι και ήταν 07:55», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. Μάλιστα κάποια στιγμή ο ίδιος είχε δημοσιοποιήσει την επιστολή παραίτησής του.
«Η μέχρι τώρα προνομιούχα εργασία μου […] δεν ήταν παρά ένας ρόλος κομπάρσου στην καλοστημένη παράσταση των μεγαλοκεφαλαιούχων μετόχων πάνω στην πλάτη του ελληνικού λαού» και ότι «δεν κάνατε δεκτή αίτησή μου για άδεια άνευ αποδοχών, πράγμα που δε με απασχολεί και πολύ διότι ο πατέρας μου είναι βασικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και όποτε θελήσω μπορώ να επανέλθω κατόπιν βεβαίως αδιαβλήτου διαγωνισμού».
Κάγκελα παντού, από την αρχή
Μουσικά δηλώνει αυτοδίδακτος και παίζει λίγο απ’ όλα. Στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’70 σχηματίστηκαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες. Η πρώτη εμφάνιση του Τζιμάκου με τις Μουσικές Ταξιαρχίες σε κοινό έγινε το 1977 στο κλαμπ «Αρχιτεκτονική» επί της Πανεπιστημίου στη «Στοά του Απότσου» Αρχίζουν να ηχογραφούν κασέτες για προώθηση, αλλά και να δέχονται… μηνύσεις. Οι περιπέτειές του με τη δικαιοσύνη χρονολογούνται από πολύ παλιά. Για την ακρίβεια αρχίζουν, το 1980, με μία κατηγορία από το Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας για περιύβριση κατά της Αρχής. Ακολούθησαν αρκετές δίκες με κύρια κατηγορία την αθυροστομία του Τζίμη αλλά και τον καυστικό του στίχο που έθιγε άμεσα και έμμεσα πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο πριν την κατάργηση της λογοκρισίας οι δίσκοι των Μουσικών Ταξιαρχιών ήταν λογοκριμένοι στα σημεία που υπήρχαν λέξεις που «προσέβαλαν τη δημόσια αιδώ».
Το 1982 έχοντας κάνει όνομα από τις εμφανίσεις αλλά και τις μηνύσεις που έχουν μαζέψει, κυκλοφορεί ο πρώτος τους δίσκος με τίτλο το όνομα της μπάντας. Φυσικά από ραδιόφωνο και τηλεόραση της εποχής είναι κομμένοι, αλλά who cares;
Το 1983 προβάλετε η –cult σήμερα– ταινία του Νίκου Ζερβού Ο δράκουλας των Εξαρχείων με πρωταγωνιστή τον Πανούση.
Ακολουθεί δισκογραφικά το album Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν που πρέπει να είναι από τους πιο λογοκριμένους δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ –ρεσιτάλ μπιπ στην πρώτη του έκδοση– ενώ το 1985 κυκλοφορεί το κύκνειο άσμα των Μουσικών ταξιαρχιών, το Hard core.
Νταλάρας -Νταλάρας -Νταλάρας
Το 1986 ξεκινάει η σόλο καριέρα του Τζιμάκου, όπως τον αποκαλούσαν οι πάρα πολλοί θαυμαστές του. Και η σόλο καριέρα του ξεκινάει έναν ύμνο.
Στο ίδιο άλμπουμ υπήρχε ένα τραγούδι, προφητικό για το τι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια.
Με το δίσκο Δουλειές του Κεφαλιού, σύρεται στα δικαστήρια για περιύβριση εθνικού συμβόλου αφού στο εξώφυλλο του δίσκου εικονιζόταν να ανοίγει τρύπες σε ελληνικές σημαίες. Παρόλα αυτά ποτέ δεν κρίθηκε ένοχος για αυτές τις κατηγορίες.
Το 1997 άρχισε νέος κύκλος δικαστικών αναμετρήσεων αυτή τη φορά για συκοφαντική δυσφήμηση, με αντίδικο τον Γιώργο Νταλάρα τον οποίο ο Τζίμης Πανούσης περιέπαιζε κατά τη διάρκεια παραστάσεών του για τη στάση του σχετικά με τις αφιλοκερδείς συναυλίες του. Ο Γιώργος Νταλάρας κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του, που ίσχυσαν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, και απαίτησε από τον Πανούση να σταματήσει να χρησιμοποιεί τη φωνή και την εικόνα του στις παραστάσεις του, με πρόστιμο αν το έκανε ενός εκατομμυρίου δραχμών για κάθε αναφορά! Αργότερα, στις 10 Σεπτέμβρη 1997, με αγωγή ζήτησε ποσό αποζημίωσης εκατό εκατομμυρίων δραχμών για ηθική βλάβη αλλά τελικά η υπόθεση έληξε με καταδίκη του Πανούση σε φυλάκιση πέντε μηνών με αναστολή από το τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Ο Πανούσης φυσικά σάρκαζε τα πάντα. Τον αποκαλούσε «ο ακατανόμαστος» και βέβαια ποιος θα ξεχάσει την θεϊκή ατάκα «Μου περισσεύουν 3 εκατομμύρια. Νταλάρας -Νταλάρας -Νταλάρας».
O πανταχού παρών Τζιμάκος
Ήταν παντού, χωρίς να γίνεται μαϊντανός. Από τις μουσικές σκηνές που έγραφε ιστορία και γεμίζοντας σάλες, μέχρι τους 10 μικρούς Μήτσους του Λάκη Λαζόπουλου.
Από τις κλασικές ραδιοφωνικές εκπομπές του με τις φάρσες, τα βιβλία του, τις τηλεοπτικές εμφανίσεις. Λίγες, απρόβλεπτες και κλασικές, όπως με την Έλλη Στάη.
Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ήταν ένας ήρεμος, συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Δυο γάμοι, δυο παιδιά, πολλά προβλήματα υγείας. Και δυστυχώς η καρδιά του, τον πρόδωσε.
Το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του, καλλιτεχνικά ήταν μοναδικό. Κατέβηκε στην Επίδαυρο με την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Οι κριτικοί διχάστηκαν, το κοινό το λάτρεψε. Κλασικές αξίες.
Σπύρος Δευτεραίος