Η Τουρκία ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια μια προσπάθεια να οριοθετήσει και να ιδιοποιηθεί τις θαλάσσιες ζώνες στην ανατολική Μεσόγειο, κινούμενη σε τρία επίπεδα:
Το πρώτο είναι η μονομερής οριοθέτηση και η αποστολή των συντεταγμένων στον ΟΗΕ.
Το δεύτερο είναι η υπογραφή διμερών συμφωνιών, αρχής γενομένης από τη Λιβύη, με την υπογραφή του τουρκολυβικού μνημονίου. Στο επίπεδο αυτό επιδιώκει να υπογράψει ανάλογες συμφωνίες με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, έχοντας ήδη υποβάλλει σχετικές προτάσεις, με τους ανάλογους χάρτες. Η πρόταση της Τουρκίας περιέχει λεηλασία της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας και της Κύπρου στην πρώτη περίπτωση και της Κύπρου στη δεύτερη. Με άλλα λόγια, η Τουρκία προσπαθεί να δελεάσει αυτές τις δύο χώρες, προσφέροντάς τους κάτι που δεν της ανήκει, την κυπριακή ΑΟΖ, την οποία μάλιστα οι δύο αυτές χώρες έχουν οριοθετήσει με διμερείς συμφωνίες, που έχουν επικυρωθεί από τα Κοινοβούλιά τους.
Το τρίτο επίπεδο είναι το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο αφορά προσπάθεια ντε φάκτο ιδιοποίησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας της Κύπρου και της Ελλάδας αρχής γενομένης από το Ακρωτήριο του Αγίου Ανδρέα και φθάνοντας μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού. Για όσους δεν έχουν αντιληφθεί τι σημαίνει αυτό, μιλάμε για ιδιοποίηση της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας της ανατολικής Μεσογείου και του μισού Αιγαίου. Με άλλα λόγια, για μια «τουρκική θάλασσα» μέσα στην οποία θα είναι εγκλωβισμένα τα ελληνικά νησιά, με μόνο δικαίωμα τα 6 ναυτικά μίλια της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Να σημειώσουμε και να υπογραμμίσουμε ότι η Τουρκία έχει δείξει στο πεδίο, με τη διεξαγωγή ασκήσεων και μάλιστα με την ονομασία «Γαλάζια Πατρίδα», με τη δέσμευση περιοχών για αεροναυτικές ασκήσεις και με την παρουσία φρεγατών ως υποστήριξη τουρκικών ερευνητικών πλοίων, ότι είναι αποφασισμένη να επιβάλει με την ισχύ των όπλων την μονομερώς οριοθετηθείσα ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα της στην ανατολική Μεσόγειο και το τουρκολυβικό μνημόνιο.
Να σημειώσουμε επίσης ότι έχει δείξει στο πεδίο ότι είναι αποφασισμένη να αποτρέψει έρευνες ή ερευνητικές διαδικασίες της Ελλάδας και της Κύπρου στις μονομερώς από αυτήν οριοθετηθείσες περιοχές, στέλνοντας φρεγάτες και απειλώντας ερευνητικά πλοία και γεωτρύπανα να αποχωρήσουν από τις «περιοχές» της, πράγμα που τα πλοία αυτά κάνουν.
Αφού επισημάνουμε τη στάση της Κύπρου και της Ελλάδας, που στην πράξη αποδέχονται τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας, αφού δεν δείχνουν αποφασισμένες να στηρίξουν με την παρουσία μονάδων του πολεμικού ναυτικού τις ενέργειες των ερευνητικών σκαφών στις θαλάσσιες περιοχές που τους ανήκουν με βάση το διεθνές δίκαιο, να τονίσουμε ότι όλες οι ενέργειες που κάνει η Τουρκία και στα τρία επίπεδα που προαναφέραμε, δεν στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο. Για το λόγο αυτό οι ενέργειές της δεν υποστηρίζονται από καμία χώρα και από κανέναν διεθνή οργανισμό στον κόσμο.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για την Ελλάδα και την Κύπρο. Το σχέδιο της Τουρκίας είναι να ιδιοποιηθεί τις προαναφερθείσες θαλάσσιες περιοχές, με την ισχύ των όπλων.
Και αυτό το σχέδιό της στηρίζεται στη βεβαιότητα ότι η Κύπρος και η Ελλάδα, όπως έχει αποδειχτεί από το 1974, που έχουμε κάνει την πολιτική κατευνασμού και υποχωρήσεων «σημαία» της εξωτερικής μας πολιτικής, δεν πρόκειται ποτέ να αναμετρηθούν στο πεδίο με την Τουρκία, για να διεκδικήσουν και να προστατέψουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα.
Και αυτό ακριβώς θα κληθεί να διαχειριστεί η Ελλάδα, το αμέσως επόμενο διάστημα, για να μην υποστεί τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή μετά το 1922, δηλαδή για να μην χάσει ολόκληρη την Κύπρο, το μισό Αιγαίο και τη δυτική Θράκη.
Αυτό έχουν αντιληφθεί στην κυβέρνηση και στην κυριολεξία… τρέχουν και δεν φτάνουν, για να επιταχύνουν τις διαδικασίες ενίσχυσης της εθνικής άμυνας της χώρας, με την προμήθεια των Rafale, τον εκσυγχρονισμό των F-16 σε Viper, την προμήθεια των αόρατων F-35, των φρεγατών Belhara και των κορβετών, πιθανόν των Gowind.
Όμως, μπορεί αν είναι το ακριβότερο από το δυσκολότερο δεν είναι η προμήθεια των οπλικών συστημάτων, αλλά το πέρασμα από την πολιτική του κατευνασμού στην πολιτική της αποτροπής.
Η Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα, οι κυβερνήσεις, το κράτος, η ελληνική κοινωνία, η Τουρκία και η διεθνής κοινή γνώμη, έχουν συνηθίσει την πολιτική της αποτροπής και των υποχωρήσεων και είναι δύσκολο να υιοθετήσουν ένα νέο εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό, διπλωματικό, και επιχειρησιακό δόγμα, αυτό της αποτροπής. Στον τομέα αυτόν θα κληθεί να δώσει το μεγάλο στοίχημα το πολιτικό μας σύστημα το επόμενο διάστημα και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στη μεταβατική περίοδο.
Όσο για την Τουρκία, ακριβώς επειδή όλο το εγχείρημα όπως το έχουμε περιγράψει, δεν έχει κανένα έρεισμα στο διεθνές δίκαιο, ψάχνει εναγωνίως να βρει ένα τέτοιο, για να του προσδώσει διεθνή νομιμοποίηση. Αυτό το έρεισμα νομίζει ότι το βρήκε στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας.
Όμως, όπως θα αποδείξουμε στο επόμενο άρθρο μας, τα επιχειρήματά της μπορεί εύκολα η Ελλάδα να τα «τινάξει στον αέρα».
Ες Κυριακής τα σπουδαία.