Ίσως γινόταν ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας, άλλωστε πήρε και πτυχίο. Αλλά δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Προτίμησε το χώρο της μουσικής, άλλωστε έπαιζε πιάνο από 5 χρονών. Ευτυχώς για την ελληνική μουσική όχι μόνο γιατί ο Λουκιανός Κηλαηδόνης άφησε το στίγμα του αναλλοίωτο αλλά και γιατί δεν βρέθηκαν άνθρωποι να τον αντιγράψουν.
Ένα παιδί μεγαλώνει στην Κυψέλη
Γεννήθηκε στην Κυψέλη μέσα στον πόλεμο, ανδρώθηκε στη δεκαετία του ’50, τότε που η δυστυχία έδωσε τη θέση της στην ελπίδα για μια νέα χώρα, μια νέα ζωή. Την ίδια περίοδο αρχίζουν να έρχονται στη χώρα, έστω και με καθυστέρηση, τζαζ, σουίνγκ, λάτιν που προϋπήρχαν μεν στο εξωτερικό αλλά εισήχθησαν και στην Ελλάδα, από σπουδαίους συνθέτες. Συνεχίζοντας την παράδοση του ελαφρού ή ευρωπαϊκού, αν προτιμάτε, τραγουδιού που τόσο άδικα απαξιώθηκε και «χρωματίστηκε» μετά τη μεταπολίτευση.
Ο νεαρός Λουκιανός τελειώνει την αρχιτεκτονική αλλά, το 1970, κυκλοφορεί την πρώτη του δισκογραφική δουλειά. Πρόκειται για τη μουσική για τη θεατρική παράσταση του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου Η Πόλη μας. Τα τραγούδια της παράστασης κυκλοφόρησαν σε δίσκο τον επόμενο χρόνο με ερμηνευτές τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Μανώλη Μητσιά. Η επιτυχία τού χτυπάει την πόρτα με το καλημέρα, όπου ανάμεσα στα τραγούδια υπάρχει και ένας ύμνος:
Το 1972 κυκλοφορεί το δίσκο Κόκκινη Κλωστή σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη.
Το παιχνίδι με την χούντα
Το 1973 κυκλοφορούν σε κόκκινο βινύλιο τα Μικρoαστικά σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη, όπου για πρώτη φορά ο Λουκιανός ερμηνεύει δικές του συνθέσεις. Τα τραγούδια προτού εκδοθούν σε δίσκο κυκλοφορούσαν παράνομα στη διάρκεια της δικτατορίας και γίνονται σημείο αναφοράς για μία ολόκληρη γενιά.
Μιλώντας για αυτό το άλμπουμ, πολλά χρόνια μετά ο Κηλαηδόνης είχε πει: «Είχα ήδη γράψει το 1971 τα Μικροαστικά του Νεγρεπόντη, τα οποία δεν μου τα έβγαζε ο Λαμπρόπουλος. Του τα ’δινα, τ’ άκουγε και μου ’λεγε “δεν τα βγάζω”. Μετά μου ’λεγε “να τα πει ο Ανδρεάδης”. Του λέω “γιατί να τα πει ο Ανδρεάδης;”, μου λέει “γιατί είναι κωμικά”. “Μα δεν είναι κωμικά τα τραγούδια αυτά. Μπορεί να ’χουνε κάποια πλάκα, αλλά δεν είναι για να τα κοροϊδέψουμε…”. Ο Γκάτσος που τα είχε ακούσει μου είχε πει “αυτή είναι μια σπουδαία δουλειά Λουκιανέ, να τη βγάλεις”. Του λέω “δε μου τη βγάζει ο Λαμπρόπουλος”. “Περίμενε, κάτι μπορεί να γίνει και να βγει”, μου ’λεγε.»
Επόμενος δίσκος του τα Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας (1975), πάλι σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Το 1976 κυκλοφορεί τον ορχηστρικό δίσκο Media Luz, που είναι το σάουντρακ μιας υποθετικής ταινίας φιλμ νουάρ. Ένα ιδιαίτερο album που δεν σημείωσε επιτυχία και κυκλοφόρησε εκ νέου το 1984.
https://www.youtube.com/watch?v=_7gkMfRuMGs
Όταν ο Λουκιανός γνώρισε την Άννα
«Με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, γνωριστήκαμε στις 22 Ιουλίου 1972, στα τελευταία γυρίσματα του “Προξενιού της Άννας”. Ήταν πολύ μεγάλος έρωτας. Αυτό που λέμε κεραυνοβόλος. Το 1975 ήμασταν τρία χρόνια μαζί κι ακόμα πολύ ερωτευμένοι. Όμως είχα αρχίσει να θέλω και κάτι άλλο, κάτι να δημιουργήσω. Έτσι, δημιουργήθηκε το Θεσσαλικό Θέατρο». Η Άννα Βαγενά, η γυναίκα της ζωής του διηγείται πως γνωρίστηκαν, αλλά και τα του γάμου τους.
«Ο γάμος μας έγινε στις 5 Μαΐου, ημέρα Πέμπτη, 1977 στα Αμπελάκια. Ήταν ένας πολύ ωραίος και χαρούμενος γάμος ο γάμος μας. Έγινε μεσημέρι στον Άγιο Γεώργιο, έξω από το χωριό, και μετά γυρίσαμε στο χωριό με τα πόδια. Ο κόσμος μας πετούσε λουλούδια από τα μπαλκόνια και μας ευχόταν “σιδεροκέφαλοι”, δηλαδή καλοστεριωμένοι. Το τραπέζι έγινε στην πλατεία, στο καφενείο του Δανιήλ, και το γλέντι κράτησε μέχρι το βράδυ. Το γάμο μας, από παράλειψη, ποτέ δεν τον δηλώσαμε στο ληξιαρχείο της Λάρισας, έμεινε μόνο στο βιβλίο της εκκλησίας στα Αμπελάκια. Γι’ αυτό είναι ένας γάμος του Θεού και όχι των εντύπων. Ήμουν 3 μηνών έγκυος».
Δυο φαινομενικά διαφορετικοί άνθρωποι, πολλές συγκρούσεις, δυο παιδιά και μια αγάπη που συνεχίζεται μετά θάνατον. «Ακόμα του αγοράζω πουκάμισα», είχε δηλώσει, σε συνέντευξη της πριν 2 χρόνια, προκαλώντας συγκίνηση.
Μαέστρο πάμε
Στη μεγάλη οθόνη εμφανίσθηκε το 1971 με τη μουσική της ταινίας του Παύλου Παρασχάκη Δάκρυα για έναν αλήτη, ενώ το 1975 επιμελήθηκε τη μουσική της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου Ο Θίασος. Ξανασυνεργάστηκε με τον Αγγελόπουλο στην ταινία Οι κυνηγοί (1977) και το 1980 έγραψε τη μουσική για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκεί όμως που έγινε η επανάσταση ήταν στις παραστάσεις της Ελεύθερης σκηνής.
https://www.youtube.com/watch?v=Yb84e_2MAbY
Ο Φασουλής, η Παναγιωτοπούλου, οι αξέχαστοι Χρυσομάλλης και Σκυλοδήμος, αλλά και η Παπακωνσταντίνου, η Αδαμάκη και τόσοι άλλοι που άλλαξαν την ιστορία της ελληνικής επιθεώρησης και όχι μόνο. Και όλοι υπό τις μελωδίες του Λουκιανού. Μελωδίες που ξέφυγαν από τα στενά θεατρικά πλαίσια και μερικά έγιναν και διαχρονικά τραγούδια.
Άλλος για Βουλιαγμένη;
Η συνέχεια υπήρξε μοναδική. Ο Κηλαηδόνης γίνεται όχι μόνο μεγάλο εμπορικό όνομα, αλλά μέχρι και αντικείμενου σχολιασμού στην Βουλή. Μιλάμε για τις υποτιμητικές αναφορές του πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη προς το πρόσωπο του «Κελαηδόνη», όπως τον αποκάλεσε, εις τριπλούν κιόλας, το 1980 από το βήμα της Βουλής σε μια συζήτηση για την παιδεία. Μεταξύ άλλων, ο Ράλλης είχε δηλώσει πως «Το πανεπιστήμιο έχει καταντήσει άσυλο για το συνέδριο του ΚΚΕ, για τις φυσικές ανάγκες μερικών και για τον Κελαηδόνη»!
Ο φτωχός και μόνος καουμπόι, ξεκίνησε το 1982 με μια συγκλονιστική συναυλία στο Λυκαβηττό και έφτασε ένα χρόνο μετά στο μυθικό πάρτι στην Βουλιαγμένη.
Οι περισσότερες εφημερίδες την επομένη μιλάνε ακόμα και για κατάντια, αλλά όταν μαζεύεις γύρω στις 100.000 θεατές μάλλον όλα τα παραπάνω περνάνε στα ψιλά.
https://www.youtube.com/watch?v=VNgn1w9SohI
Μιλώντας χρόνια αργότερα για αυτό είχε πει: «Θυμάμαι, ήταν απόγευμα και πήγα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο χώρο. Οι δρόμοι είχαν κλείσει από τον κόσμο που προσπαθούσε να φτάσει. Όταν είδα την τεράστια “σκούρα” μάζα από ανθρώπους, τρόμαξα. Είπα στον εαυτό μου: “Εγώ το προκάλεσα αυτό; Ας τελειώσει η βραδιά χωρίς ατυχήματα και δεν θα το ξανακάνω ποτέ”. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Θυμάμαι έντονα την εικόνα της πλαζ, αφού τελείωσε η συναυλία, γεμάτη μπίρες και αναψυκτικά, και τους τελευταίους που, αραχτοί, κοιτούσαν το ξημέρωμα, περιμένοντας το πρώτο λεωφορείο.»
O Λουκιανός της καρδιάς
Αγάπησε την Αθήνα, αν και βίωνε την πτώση και την ασχήμια της. Την έκανε τραγούδι, βίωμα ζωής, όπως έκανε τραγούδι και όλες τις αναμνήσεις της ζωής του. Και της πέρασε διακριτικά και σε άλλες γενιές, που δεν βίωσαν την πόλη σαν μια τεράστια γειτονιά, αλλά σαν ένα γκρίζο τοπίο. Έβγαλε τη γλύκα και την ομορφιά, ακόμα και αν αυτές είχαν κρυφτεί ή εξαφανιστεί. Πήρε τα όνειρα των ανθρώπων και τα έντυσε με φινετσάτες, αέρινες μελωδίες, μακριά από την ηχορύπανση ή το «βαμμένο» τραγούδι. Έπαιξε με ρετρό ήχους, αλλά δεν έγινε ποτέ ρετρό ή πεπερασμένος. Γιατί ήταν πάντοτε μπροστά, πάντοτε στον δικό του κόσμο. Και σε αυτό τον κόσμο εντρύφησαν πολλοί. Και ας μην είχαν συνδυάσει αρχικά τα γιασεμιά στα θερινά τα σινεμά. Τα έμαθαν από εκείνον και τα μύρισαν εξαιτίας του.