Στη ΜΕΘ του «Λαϊκού» άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή σε ηλικία 93 ετών ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης.
Γεννήθηκε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης το 1929. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής, με καταγωγή από τα Χανιά. Η μητέρα του, το γένος Γραμμενόπουλου, ήταν από το Σκλήθρο Φλώρινας, κόρη του Μακεδονομάχου Κοσμά Γραμμενόπουλου.
Πτυχιούχος της Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Χρήστος Σαρτζετάκης εισήλθε στον δικαστικό κλάδο το 1955. Το 1961 ήταν ανακριτής στο Αγρίνιο, στην ανάκριση του παιδαγωγού Μιχάλη Παπαμαύρου, ενός από τους πρωτεργάτες για την ανασύσταση της εκπαίδευσης αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Το 1963 υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης όταν έγινε γνωστός, ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση, παρά τις πολιτικές και δικαστικές πιέσεις, αποτυπώθηκε στην ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, το 1968, απολύθηκε από το δικαστικό σώμα. Συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε χωρίς δίκη. Αφέθηκε ελεύθερος το 1971, μετά από διεθνή κατακραυγή.
Αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία του τον Σεπτέμβριο του 1974 με το βαθμό του Εφέτη.
Δύο χρόνια μετά, το 1976, συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά και ως εκ τούτου η έκδοσή του απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών δικαστών που πλειοψήφησαν (Αλεξόπουλος, Βάλλας, Σαρτζετάκης), γεγονός που θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία.
Το 1981 προήχθη στον βαθμό του προέδρου εφετών και το 1982 στον βαθμό του αρεοπαγίτη.
Το 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εξελέγη με τη στήριξη των κομμάτων της Αριστεράς στις 29 Μαρτίου και παρέμεινε στη θέση μέχρι τις 5 Μαΐου 1990.
Η εκλογή του συνδέθηκε με δύο προβλήματα Συνταγματικού Δικαίου, τα «χρωματιστά ψηφοδέλτια» και την «ψήφο Αλευρά». Για την εκλογική διαδικασία χρησιμοποιήθηκαν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για κάθε υποψήφιο, κάτι που η ΝΔ, τότε αξιωματική αντιπολίτευση, κατήγγειλε ως απόπειρα ακύρωσης του μυστικού χαρακτήρα της ψηφοφορίας, επειδή, όπως υποστήριξε, το χρώμα του κάθε ψηφοδελτίου διακρινόταν από τον ημιδιαφανή φάκελο.
Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς δεν έπρεπε να λάβει μέρος στην ψηφοφορία ως εκτελών χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την πρόωρη παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Επίσης, η θητεία του στιγματίστηκε από την ανένδοτη άρνησή του να απονείμει χάρη στον ισοβίτη Χρήστο Ρούσσο, στάση που αποδόθηκε σε ομοφοβία και διάκριση, εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις και η θετική εισήγηση του Συμβουλίου Χαρίτων.
Η υπόθεση του Χρήστου Ρούσου συντάραξε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Στις 7 Απριλίου 1976 ο 19χρονος τότε ναύτης σκότωσε τον εραστή του Ανέστη Παπαδόπουλο, επειδή, όπως υποστήριξε, προσπάθησε να τον ωθήσει στην πορνεία. Η πράξη του χαρακτηρίστηκε «έγκλημα πάθους» και σόκαρε την κοινωνία που ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την ομοφυλοφιλία και τα μυστικά της Συγγρού.
Η απεργία πείνας που ξεκίνησε ο Χρήστος Ρούσσος για την αποφυλάκισή του πυροδότησε ένα ευρύ κίνημα συμπαράστασης στο οποίο συμμετείχαν προσωπικότητες του πνευματικού, νομικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού κόσμου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τελικά, η χάρη δόθηκε το 1990 από τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.