Η Υπαπαντή εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου και στην κοινή ελληνιστική σημαίνει προϋπάντηση. Πρόκειται για μια από τις δώδεκα μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής εκκλησίας κατά την οποία εορτάζεται η προσφορά του Ιησού στο Ναό από την μητέρα του Μαρία και τον θετό του πατέρα Ιωσήφ, σαράντα ημέρες μετά τη γέννησή Του. Ήταν μια παράδοση των πιστών Εβραίων, που αφορούσε τα πρωτότοκα αγόρια και την οποία τήρησαν οι κηδεμόνες του Χριστού. Συγχρόνως, οι γονείς έπρεπε να προσφέρουν στον Θεό και μία μικρή θυσία από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κάτι αντίστοιχο με την Υπαπαντή σήμερα είναι ο σαραντισμός του βρέφους.
Το γεγονός της Υπαπαντής αναφέρεται στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο (β΄22-40).
Το ζευγάρι του Ιωσήφ και της Μαρίας προϋπάντησε στο ναό του Σολομώντος ο γέροντας Συμεών, που είχε λάβει υπόσχεση από τον Θεό ότι δεν θα πεθάνει, προτού δει τον Χριστό.
Μόλις δέχθηκε στην αγκαλιά του τον Ιησού, αμέσως φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα. Τότε ευχαρίστησε τον Θεό με τα λόγια:
«Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά το πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ».
Ο εορτασμός της Υπαπαντής στο Βυζάντιο
Μέχρι και το 542 η Υπαπαντή ήταν μια μικρή θρησκευτική εορτή και εορταζόταν στις 14 Φεβρουαρίου. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός το 542, με αφορμή το δυσάρεστο γεγονός ενός λοιμού, που είχε ενσκήψει στην επικράτειά του, την ανήγαγε σε δεσποτική, προκειμένου να ζητήσει τη μεσιτεία του Κυρίου και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου. Μάλιστα μέχρι και το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι βασιλείς στην Κωνσταντινούπολη, στην ολονυκτία της Υπαπαντής συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
Ο εορτασμός της Υπαπαντής στον Πόντο
Στον Πόντο γιόρταζαν με μεγάλη ευλάβεια τη μέρα της Υπαπαντής. Μάλιστα θεωρούσαν αυτή τη γιορτή σαν σταθμό για τις τελευταίες προνηστιακές χαρές και γλέντια. Γι’ αυτό συνήθιζαν να λένε: «Υπαπαντήν- Υπαπαντήν, σ’ έξεργους εμπάιν’ κλειδίν», δηλ. «Υπαπαντή- Υπαπαντή, στις αργίες μπαίνει κλειδί».
Στην Τραπεζούντα πάλι, έλεγαν με τουρκική ομοιοκαταληξία το εξής δίστιχο: «Υπαπαντή-Υπαπαντή, γιορντιλάρ καπαντή», δηλ. «ήρθε η Υπαπαντή, έκλεισαν οι γιορτές».
Στο Σταυρίν έλεγαν «τη Παπαντής» και τη μέρα αυτή τηρούσαν αυστηρή αργία. Πίστευαν ότι όποιος δούλευε αυτή τη μέρα, θα υπέφερε αργότερα, διότι δεν θα τον άφηνε ποτέ, μήτε η ψώρα, μήτε η ανέχεια, «Ναϊλλοί εκείνον π’ έκαμεν τα δυο τη Κουντούρ’ τη Παναγίας! Μήτε η τζέπρ’ αφήν’ ατον, μήτε ανεχετία».
Στη Ροδόπολη της Ματσούκας, αυτή τη μέρα οι κάτοικοι, μασούσαν κι έτρωγαν συνεχώς, διότι πίστευαν πως όποιος πεινάει τη μέρα αυτή θα πεινάει όλο το χρόνο: «Ναϊλλοί εκείνον που πεινά, τα δυο τη Κουντούρ’».
Στις 2 Φεβρουαρίου γιόρταζε και η πόλη των Κοτυώρων, μιας και ο μητροπολιτικός ναός της πόλεως, που ορθωνόταν στην παραλιακή ζώνη της πόλης, ήταν αφιερωμένος στην Υπαπαντή, γεγονός που ονομάτισε και τη συνοικία που βρισκόταν.
Από την παραμονή της γιορτής συγκεντρώνονταν οι πάντες στο ναό, από όλες τις ενορίες της πόλης, ακόμη και από τα γύρω χωριά, όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Τούρκοι, φέρνοντας και τους αρρώστους τους για να θεραπευτούν και πρόσφεραν αφιερώματα και δωρεές στην εκκλησία. Όλοι αυτοί λούζονταν στα αγιάσματα, που ήταν στη νότια πλευρά της εκκλησίας. Κατόπιν γινόταν ολονυκτία και το πρωί ανήμερα, μετά την απόλυση, οι επίτροποι του ναού παρέθεταν γεύμα στους προσκυνητές. Επίσης, συνήθιζαν ν’ αποκαλούν την εκκλησία της Υπαπαντής, «Τη Παναγίας η εγκλεσία».
Τη γιορτή της Υπαπαντής την πρόσμεναν και οι αδέσμευτοι νέοι, για να συναντήσουν την κοπέλα που θ’ αγαπήσουν, στην εκκλησία της Υπαπαντής.
Γι’ αυτό και τραγουδούσαν: «Οπέρτς σα δύο τη Κουντούρ’ αφκά σην Παναγίαν, ατότ’ εγώ εγνώρτσα σε κ’ εποίκαμε φιλίαν».
Θωμαΐς Κιζιρίδου