Ο Άγιος Βλάσιος καταγόταν από τον Πόντο και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λικινίου (308-323 μΧ). Σπούδασε γιατρός και θεράπευε αφιλοκερδώς τους αρρώστους. Εργάστηκε πολύ για την εξάπλωση του χριστιανισμού, γι’ αυτό και η Εκκλησία τον δέχθηκε στις τάξεις του ιερού κλήρου και τον εξέλεξε Επίσκοπο Σεβαστείας.
Η αγάπη του για τον Χριστό και η άρνησή του να θυσιάσει στα είδωλα ήταν η αιτία που ο έπαρχος Αργικόλας και οι στρατιώτες του τον βασάνισαν φρικτά. Ο Άγιος όμως αντιστεκόταν σθεναρά. Ακόμη και όταν τον έριξαν στο βυθό μιας λίμνης, διασώθηκε με τη θαυματουργική επέμβαση του Θεού.
Εξοργισμένος τότε ο έπαρχος Αγρικόλας διέταξε και τον αποκεφάλισαν. Ήταν το 305μΧ, που ο Άγιος Βλάσιος έλαβε από τον Χριστό το στέφανο του μαρτυρίου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Φεβρουαρίου.
Δοξασίες για τον Άγιο Βλάσιο στον Πόντο
Στον Πόντο τιμούσαν πολύ τον Άγιο Βλάσιο και υπήρχαν πολλές δοξασίες γι’ αυτόν.
Στην Αμισό την ημέρα της γιορτής του Αγίου, οι έγκυες δεν έπιαναν στα χέρια τους ψαλίδι ή μαχαίρι, αλλά ούτε έκαναν καμία άλλη δουλειά, ακόμα δε μετέφεραν ούτε νερό, για να μη γεννηθεί το παιδί τους αριστερόχειρο ή κουτσό.
Στην περιοχή της Άρδασσας την ημέρα της γιορτής του Αγίου δεν έκαναν καμιά εργασία, αφού ακόμη και το ψωμί το έκοβαν την προηγούμενη ημέρα, για να μην αναγκαστούν να πιάσουν μαχαίρι ανήμερα. Και αυτό, γιατί πίστευαν πως εάν έπιαναν μαχαίρι θα γεννούσαν ελαττωματικά παιδιά. Μάλιστα, για να είναι ήσυχοι πως δε θα πάθουν τίποτα τα παιδία τους, αλλά ούτε τα ζώα τους, έπαιρναν μια χούφτα αλάτι, το οποίο ανακάτευαν με κολοκυθόσπορους και τα παράχωναν σ’ έναν λάκκο, μακριά από το σπίτι. Οι σπόροι που θα φύτρωναν πίστευαν πως θα τραβούσαν όλο το κακό πάνω τους.
Φρόντιζαν την ημέρα της γιορτής του Αγίου να μην κάνουν καμία εργασία, γιατί αυτό θα επέφερε τιμωρία, τόσο στο παιδί, όσο και στο ζώο τους.
Αν κάποια γυναίκα ξεχνιόταν και κρατούσε στα χέρια της κόσκινο, πίστευαν πως τα παιδία που θα γεννούσε θα γίνονταν ζαρωτά, δηλαδή στρεβλά. Και επειδή τη στρέβλωση τη θεωρούσαν σαν οργή που Αγίου Βλασίου, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν Αε-Ζαρέας, δηλαδή άγιος στρεβλωτής.
Επίσης και στα Κοτύωρα αποκαλούσαν τον Άγιο Βλάσιο Αε-Ζαρέα και δεν επιτρεπόταν καμία δουλειά ανήμερα της γιορτής του από τις έγκυες και τους δικούς τους. Αν όμως κατά λάθος έκανε κάποια δουλειά, έπρεπε να φυτέψει τρία φασόλια σ’ ένα υγρό μέρος, συνήθως κάτω από το νεροχύτη, για να πάει εκεί το κακό. Διαφορετικά έλεγαν τον εξής εξορκισμό: «Ήντιαν κακόν θα έρται, σην κωσσούν ή σα κατοπούλια να κρούει», δηλαδή, ό,τι κακό θα έρθει, να χτυπήσει στην κλώσα ή στα γατάκια.
Την ίδια περίοδο, αν τύχαινε να γεννηθεί κανένα παιδί με προβλήματα κινητικά έλεγαν: «Ντ’ εξέρτς τ’ Αε-ζαρέα ντ’ εποίκεν κ’ εγέντον το μωρόν ατ’ς αέτσ’», δηλαδή που ξέρεις την ημέρα του Αγίου Βλασίου τι έκανε και έγινε το παιδί της έτσι.
Στη Ματσούκα θεωρούσαν τον Άγιο Βλάσιο προστάτη της βράσας, της ευλογιάς. Έτσι, κάθε χρόνο έκαναν λειτουργιές και μετά το τέλος της λειτουργίας παρέθεταν τραπέζι σε όλους τους εκκλησιαζομένους. Πρόσφεραν χασίλ, φαγητό με κορκότο σιταρένιο, (χονδροαλεσμένο σιτάρι) , σαν πιλάφι, μαζί με μέλι και βούτυρο. Γι’ αυτό και κάθε οικογένεια φύλαγε ξεχωριστά την ποσότητα μελιού που θα πρόσφερε στον Άγιο την ημέρα της γιορτής του.
Στη Χόψα τιμούσαν ιδιαίτερα τον Άγιο Βλάσιο, που τον θεωρούσαν προστάτη των εγκύων, των βρεφών, αλλά και των ζώων. Αν δεν τιμούσαν τη μνήμη του πίστευαν ότι θα τους ζάρωνε, δηλαδή θα έκανε τα βρέφη να γεννηθούν ζαρωτά, κουλά, κουτσά, ακόμη και φρενοβλαβή. Επίσης τα ζώα θα γεννούσαν τέρατα με δυο κεφάλια, ένα μάτι και πολλά πόδια. Γι’ αυτό και εδώ τον αποκαλούσαν Αε-Ζαρέα. Στη Χόψα δεν τιμούσαν τον Άγιο μόνο οι έγκυες και οι άντρες τους, αλλά και όλοι οι κάτοικοι, γιατί εάν δεν είχαν εγκυμονούσες στην οικογένειά τους είχαν πρόβατα και αγελάδες και την ημέρα μνήμης του αγίου συνέπιπτε να γεννούν πολλά ζώα.
Στη Λιβερά, όταν χανόταν κανένα ζώο, για να μην το φάει ο λύκος, έλεγαν το εξής γήτεμα, πιστεύοντας ότι έτσι δένεται το στόμα του λύκου και δεν μπορεί να το ανοίξει για να φάει το ζώο:
«Αϊ-Μάμ’ς(Άγιος Μάμας) κι Αϊ-Βλά’ης κ’ οι δώδεκα Αποστόλοι, είχαν χίλα πρόβατα και πεντακόσα αρνία, και στα ροκάνα (λοφίσκους) βόσκιζαν και στα κοιλάδα μέναν. Στη ράβδαν επεκούμπισαν κ’ έπεσαν κ’ εκοιμέθαν κι όντας εξύπνησαν, είδαν έντερα τοσιλέντερα (της κοιλιάς) και στούδα (κόκαλα) τζακωμένα (σπασμένα). Έκραξαν κ’ εκούιξαν κι άγριον φωνήν εξέγκαν (έβγαλαν), έκ’σεν (άκουσε) ατο κι ο ποιητής αφέντης μας και είπεν. Ποίος έν’ που έκραξεν κ’ εκούιξεν κι άγριον φωνήν εξέγκεν και τον κόσμον εγνέφιξεν (ξύπνησε) και τα θερία εδίωξεν; Και τα θερία να’ν’ μακρά κ’ οι λύκ’ όλ’ δεμένοι».
Πίστευαν σ’ όλο τον Πόντο, ότι ο Άγιος Βλάσης προστατεύει ανθρώπους και ζώα από το λύκο, τα τσακάλια και γενικότερα από τα αγρίμια. Για όλα αυτά οι Πόντιοι τιμούσαν ευλαβικά τη μνήμη του και απέφευγαν να εργάζονταν τη μέρα αυτή.
Θωμαΐς Κιζιρίδου