Ο Ερντογάν, προφανώς σε συνεννόηση με ορισμένα δυτικά κέντρα, από το 2011 και εντεύθεν πρωτοστάτησε στην επιχείρηση καταστροφής ενός γειτονικού κράτους, της Συρίας.
Άνοιξε το έδαφος της χώρας του σε λιποτάκτες του στρατού της Συρίας και σε δεκάδες χιλιάδες ισλαμιστές, ξένους και Σύριους, τους εκπαίδευσε, τους εξόπλισε και τους έστειλε στη γειτονική χώρα, να ανατρέψουν τη νόμιμη κυβέρνηση.
Πέρα από την «εργολαβία» που ανέλαβε ο Ερντογάν για τα δυτικά κέντρα, είχε και τους δικούς του υπολογισμούς.
Από την αρχή της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, είχε αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωσης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξεγέρσεις που άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στις αραβικές χώρες.
Ο στόχος του Ερντογάν ήταν να ανατραπούν τα αυταρχικά καθεστώτα στις αραβικές χώρες και να αναλάβουν τη διακυβέρνησή τους στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Το ίδιο υπολόγιζε και για τη Συρία, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας το επιτόπιο τμήμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και η χώρα αυτή να μετατραπεί σε βιλαέτιο της νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας που ήθελε να οικοδομήσει ο Ερντογάν, με όχημα την Αραβική Άνοιξη.
Στο ίδιο πλαίσιο ήταν και η ανοικτή στήριξη που παρείχε η Τουρκία στη Χαμάς, η οποία επίσης κινείται στα χνάρια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Όμως, αυτή η πολιτική του Ερντογάν, τον έφερε αντιμέτωπο με τις χώρες που βρίσκονταν στο «στόχαστρο» της επιχείρησης αυτής, που διεξαγόταν με πολιορκητικό κριό τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Έτσι, πέραν της Συρίας, οι σχέσεις της Τουρκίας επιδεινώθηκαν σταδιακά με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, το Μπαρχέιν, το Ομάν, την Αίγυπτο και φυσικά με το Ισραήλ, όπου στην υπόθεση του Μαβί Μαρμαρά προστέθηκε και η στήριξη που παρείχε ο Ερντογάν στη Χαμάς.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε την τουρκική εξωτερική πολιτκή σε ένα τραγικό αδιέξοδο, αφού με τη μόνη χώρα της Μέσης Ανατολής και της Αραβικής Χερσονήσου που διατηρούσε καλές σχέσεις, ήταν το Κατάρ, το οποίο επίσης είναι ο βασικός υποστηρικτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, κυρίως στον οικονομικό και επικοινωνιακό τομέα, μέσω του διεθνούς τηλεοπτικού σταθμού Αλ Τζαζίρα.
Παρά τις εκκλήσεις του διπλωματικού σώματος αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον Ερντογάν να αλλάξει πολιτική, να εγκαταλείψει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και να επανέλθει στην παραδοσιακή εξωτερική πολιτική, ξαναφέροντας τις σχέσεις της Τουρκίας με τον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ στις παραδοσιακές τους «ράγες», ο ίδιος επέμενε με το γνωστό του πείσμα.
Να σημειώσουμε ότι η πολιτική αυτή, πέραν του πολιτικού, είχε και τεράστιο οικονομικό κόστος για την Τουρκία. Όλα αυτά τα χρόνια που διαρκούσε η επιδείνωση στις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, κυρίως με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, η τουρκική οικονομία στερήθηκε πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, είτε από τη συρρίκνωση των εξαγωγών είτε από τον μηδενισμό της εισαγωγής κεφαλαίων υπό μορφήν επενδύσεων ή συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων swap.
Πότε λύγισε το πείσμα του Ερντογάν;
Όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι στην τουρκική οικονομία, με την κατρακύλα της τουρκικής λίρας.
Τότε ο Ερντογάν πείσθηκε να αποδεχτεί τις εισηγήσεις των διπλωματών, που του πρότειναν να εγκαταλείψει την πολιτική εμφανούς στήριξης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και να αναλάβει πρωτοβουλίες για αναθέρμανση των σχέσεων με εκείνες τις χώρες που η Τουρκία είχε οικονομικό αλλά και πολιτικό κόστος από την επιδείνωση των σχέσεων μαζί τους.
Να σημειώσουμε ότι ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής του Ερντογάν, Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος και Ισραήλ, στράφηκαν στην Ελλάδα και την Κύπρο, για να οικοδομηθούν οι περίφημες τριμερείς αλλά και διμερείς σχέσεις και συμφωνίες.
Έτσι άρχισε το γαϊτανάκι της αναθέρμανσης των σχέσεων της Τουρκίας με τις παραπάνω χώρες, με δύο βασικούς στόχους:
- Πρώτος στόχος είναι να πάψει να πληρώνει οικονομικό κόστος η Τουρκία και να αρχίσουν να ρέουν και πάλι τα πετροδόλαρα στην τουρκική οικονομία.
- Δεύτερος στόχος είναι να εξαλειφθούν τα πολιτικά και γεωπολιτικά κέρδη της Ελλάδας και της Κύπρου από τις συμφωνίες με τις παραπάνω χώρες.
Να σημειώσουμε επίσης ότι η Τουρκία αποφάσισε να αρχίσει τη διαδικασία σύναψης σχέσεων με την Αρμενία, για διαφορετικούς λόγους από τους προαναφερθέντες. Στόχος της προσέγγισης με την Αρμενία, είναι η γεωγραφική ενοποίηση του λεγόμενου τουρκικού κόσμου, στην οποία μοναδικό εμπόδιο είναι μια λωρίδα γης της νότιας Αρμενίας, ο διάδρομος Ζεγκαζούρ.
Ανακεφαλαιώνοντας, η Τουρκία, που ήταν σε αδιέξοδο, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική που την οδήγησε σ’ αυτό και να αναθερμάνει τις σχέσεις της με εκείνες τις χώρες που πλήρωνε κόστος εξ αιτίας της πολιτικής της.
Με ποιες χώρες δεν αναθεώρησε την πολιτική της
Με εκείνες που δεν είχε κόστος η συνέχιση της επιθετικής της πολιτικής.
Ποιες είναι αυτές
Είναι εκείνες οι χώρες που οικειοθελώς ή κατόπιν πιέσεων, εγκατέλειψαν την πολιτική των κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας.
Μιλάμε φυσικά για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, που αντί να συνεχίσουν την πολιτική επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, για να έχει κάποιο κόστος η πολιτική της, όχι μόνο της έδωσαν «αμνηστία», αλλά έβαλαν την υπογραφή τους για να της δοθούν δισεκατομμύρια ευρώ για το προσφυγικό, το οποίο δημιούργησε η ίδια, όπως η ίδια συνεχίζει να ενορχηστρώνει την εισβολή αλλοδαπών στο ελεύθερο τμήμα της Κύπρου και στην Ελλάδα.
Έτσι έχουν τα πράγματα κύριοι στην Αθήνα και τη Λευκωσία και όχι όπως τα παρουσιάζουν διάφοροι.
Ομολογία αδιεξόδου και αποτυχίας της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, που επαινούν διάφοροι στην Ελλάδα, απόδειξη λανθασμένης επιλογής η εγκατάλεψη της πολιτικής των κυρώσεων από Αθήνα και Λευκωσία.