Τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας «οφείλονται» στη Συνθήκη της Λοζάνης, της συμφωνίας ειρήνης που υπογράφηκε στην ελβετική πόλη στις 24 Ιουλίου 1923. Μήνες νωρίτερα όμως, και συγκεκριμένα στις 30 Ιανουαρίου, είχε υπογραφεί η ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λοζάνης, ένα πιο σύντομο κείμενο που περιλαμβάνει ίσως τον πιο σκληρό όρο της συνθήκης, την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών.
Ουσιαστικά βέβαια, και προτού πέσουν οι… υπογραφές, η όλη διαδικασία της βίαιης μετακίνησης είχε ξεκινήσει το χειμώνα του 1922. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τη νέα πραγματικότητα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι της (Μ)Πάφρας περιλαμβάνονται στη διδακτορική διατριβή του Θωμά Αλεξιάδη¹.
Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς οι εξόριστοι στα βάθη της Ανατολής ειδοποιήθηκαν ότι μέσα σε έναν μήνα από την 1η Νοεμβρίου θα έπρεπε να βγουν από τα τουρκικά εθνικά σύνορα από τον συντομότερο δρόμο, όπως έγραψε ένας από τους εκτοπισμένους Παφραίους, ο Αντώνιος Γαβριηλίδης στο Πόντος.
Μάλιστα οι εξόριστοι υποχρεώθηκαν να υπογράψουν δήλωση ότι φεύγουν με δική τους πρωτοβουλία και ότι αποποιούνται το δικαίωμά τους να ζητήσουν αποζημίωση για την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.
Την ίδια ειδοποίηση έλαβαν τον Νοέμβριο του 1922 οι κάτοικοι των ορεινών χωριών της (Μ)Πάφρας, οι οποίοι καλούνταν να συγκεντρωθούν στην Αμισό ώστε να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Οι πρώτοι έφυγαν από τον Πόντο τις παραμονές των γιορτών με το πλοίο «Πολύχρόνης» και προορισμό την Αιδηψό στην Εύβοια.
Ο Θωμάς Αλεξιάδης σχολιάζει ότι «εκ των πραγμάτων καταφαίνεται ότι η Συνθήκη της Λοζάνης υπήρξε μια τυπική διαδικασία ώστε να κρατηθούν τα προσχήματα όσον αφορά το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών».
Μεταξύ και αυτών που έπρεπε να αντιμετωπίσουν μία νέα πραγματικότητα ήταν και όσοι ανήκαν στα αντάρτικα σώματα – στον Δυτικό Πόντο αναπτύχθηκε ένα από τα πιο δυναμικά αντάρτικα. Στις 18 Οκτωβρίου 1922 δόθηκε αμνηστία στους Παφραίους με την προϋπόθεση να παραδώσουν τα όπλα και να κατέβουν και αυτοί στην Αμισό. Ωστόσο, οι καπεταναίοι κάθε άλλο παρά εμπιστεύονταν τους Τούρκους.
«Οι κρυφές πληροφορίες από την Αμισό αναφέρονταν στην επικήρυξη όλων των επιφανών καπετάνιων, όχι μόνον της Πάφρας, αλλά ολόκληρου του Δυτικού Πόντου. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν για την Ελλάδα μέσω Ρωσίας ή Θράκης, με βενζινακάτους. Λίγοι παράτολμοι αντάρτες από βουνό σε βουνό κατέβηκαν στην Αμισό. Οι αντάρτες σε αρκετές περιπτώσεις περίμεναν μέχρι και έξι μήνες για να φύγουν με καράβι. Όσοι φορούσαν τη μαύρη αντάρτικη στολή μέσα στην Αμισό και ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι εκτελούνταν από τους Τούρκους χωρίς καμία δικαιολογία. Οι νέοι συλλαμβάνονταν με το πρόσχημα της στράτευσης και εκτελούνταν έξω από την πόλη. Όσοι αντιστέκονταν δολοφονούνταν πίσω από τα κτήρια, μακριά από τα βλέμματα του έντρομου πλήθους», γράφει ο Θωμάς Αλεξιάδης.
Μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στην ίδια διδακτορική διατριβή αναφέρουν ότι οι κεμαλικοί δολοφονούσαν όποιον ήθελαν, ο φόβος των τυφλών αντεκδικήσεων ακόμα και εναντίον γυναικόπαιδων στην ύπαιθρο ήταν διαρκής, ενώ κανείς δεν ήξερε τι σημαίνει η απόφαση για τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς.
Σύμφωνα με τον Θωμά Αλεξιάδη οι ελληνικοί-ρωμαίικοι πληθυσμοί της Πάφρας έφευγαν με κάθε πρόσφορο μέσο για την Ελλάδα. Το 1924 η αντίστροφη μέτρηση προς τη μητροπολιτική Ελλάδα είχε ολοκληρωθεί.