Κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου η εκκλησία τιμά τους Τρεις Ιεράρχες, τους τρεις άγιους και θεολόγους της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο Θεολόγο ή Ναζιανζινό και τον Ιωάννη Χρυσόστομο.
Η σοφία και η δράση τους τους έδωσε τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος.
Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών ξεκίνησε στα μέσα του 11ου αιώνα στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου ή του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, από τον μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα της Ακολουθίας. Σκοπός του μητροπολίτη ήταν να παρουσιάσει τους τρεις αγίους της χριστιανοσύνης ως τους κατ’ εξοχήν υπέρμαχους του τριαδικού δόγματος και να δώσει τέλος στους φατριασμούς που εξελίσσονταν στο σώμα της τότε εκκλησίας για το ποιος από τους τρεις είναι ο σπουδαιότερος.
Το νεοελληνικό κράτος από τα πρώτα σχεδόν χρόνια της ανεξαρτησίας του καθιέρωσε τους Τρεις Ιεράρχες ως προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών. Αν και ο πρώτος εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842, ουσιαστικά η γιορτή καθιερώθηκε από το 1911.
Πρόκειται για μια συμβολική μεταφορά της Αγίας Τριάδας και του ρόλου των τριών πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος, και μια υποδήλωση της προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού.
Μέγας Βασίλειος
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330, αλλά καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια που τότε ήταν πρωτεύουσα του Πολεμωνιακού Πόντου.
Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Βασίλειος, ήταν δικηγόρος και καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια. Η μητέρα του Εμμέλεια μαζί με τη γιαγιά του Μακρίνα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χριστιανικού χαρακτήρα του Βασιλείου. Η μνήμη της Εμμέλειας τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με του γιου της.
Ο Βασίλειος είχε οκτώ ή εννέα αδέλφια. Μεταξύ αυτών ο Γρηγόριος, ο μετέπειτα σπουδαίος θεολόγος, γνωστός ως Γρηγόριος Νύσσης.
Ο Μέγας Βασίλειος ως επίσκοπος της Καισάρειας υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστης και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μεταξύ των οποίων και ο Αρειανισμός.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος ιδρυμάτων, της Βασιλειάδας, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι φτωχοί, ιατρική περίθαλψη οι άρρωστοι και επαγγελματική κατάρτιση οι ανειδίκευτοι.
Κοιμήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 49 ετών και τάφηκε με μεγάλες τιμές.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, γι’ αυτό λέγεται και Ναζιανζηνός.
Η μητέρα του ονομαζόταν Νόννα. Ο πατέρας του ήταν επίσκοπος στη Ναζιανζό· αν και αρχικά ανήκε στην ιουδαΐζουσα αίρεση των Υψισταρίων, του έδωσε χριστιανική αγωγή. Ο Γρηγόριος σπούδασε στα πιο ονομαστά πνευματικά κέντρα της εποχής του στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα όπου είχε συμμαθητή τον Μέγα Βασίλειο.
Σε ηλικία 30 ετών, και αφού τελείωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στη Ναζιανζό. Αμέσως βαπτίστηκε και έφυγε στην έρημο όπου έγινε μοναχός.
Εγκατέλειψε την έρημο όταν τον κάλεσε ο γέρος πατέρας του να τον βοηθήσει στο ποιμαντικό του έργο. Τότε κατ’ απαίτηση των χριστιανών –και παρά τη θέλησή του– χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Επίσης, όταν ήταν αρχιεπίσκοπος στην Καισάρεια ο Μέγας Βασίλειος τον χειροτόνησε επίσκοπο, και πάλι χωρίς να το επιθυμεί.
Μετά το θάνατο του πατέρα του προτίμησε να ξαναφύγει στην έρημο. Όμως, οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης εκτιμώντας και θαυμάζοντας την αρετή, τη σοφία και την ορθή πίστη του τον κάλεσαν να αναλάβει τον αγώνα εναντίον των Αρειανών, οι οποίοι είχαν διχάσει το ποίμνιο της Εκκλησίας.
Έτσι ο Γρηγόριος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε να εκφωνεί τους περίφημους θεολογικούς λόγους εναντίον των αρειανοφρόνων, από τους οποίους ονομάστηκε και Θεολόγος.
Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 στην Κωνσταντινούπολη μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου. Σκοπός η επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων, η καταδίκη των οπαδών του Μακεδόνιου οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, η καταδίκη του Αρείου και η συμπλήρωση του Συμβόλου της Πίστης.
Οι 150 θεοφόροι Πατέρες που συμμετείχαν στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο τον ανακήρυξαν πρόεδρό της και ταυτόχρονα τον εξέλεξαν αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης. Όταν, όμως, ορισμένα μέλη της Συνόδου εμφανίστηκαν καθυστερημένα στις εργασίες της, αμφισβήτησαν την εκλογή του. Τότε ο Γρηγόριος δεν δίστασε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στην έρημο.
Εκεί πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του, με προσευχή, μελέτη και συγγραφή. Περίφημος είναι ο Συντακτήριος λόγος – με αυτόν όταν παραιτήθηκε αποχαιρέτησε τη Σύνοδο και τους χριστιανούς της Αρχιεπισκοπής.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κοιμήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 390 σε ηλικία 61 ετών.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ο Άγιος Ιωάννης συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ένεκα του αξεπέραστου χαρίσματός του στην ομιλία – εξού και Χρυσόστομος.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 349. Πατέρας του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα, η οποία χήρεψε στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών.
Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε από την Ανθούσα. Σπούδασε ρητορική κοντά στον φημισμένο δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και φιλοσοφία κοντά στον Ανδραγάθιο. Ο Λιβάνιος τον εκτιμούσε τόσο πολύ για την ευφυΐα και τη ρητορική του δεινότητα που έλεγε πως θα τον άφηνε διάδοχό του στη σχολή. Η χριστιανική του ανατροφή, όμως, εμπόδιζε τα σχέδιά του.
Κατόπιν ο Ιωάννης σπούδασε θεολογία δίπλα στον Καρτέριο και τον Διόδωρο Ταρσού στο ονομαστό Ασκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας. Παράλληλα σπούδαζε και νομικά, ασκώντας το επάγγελμα για λίγο. Εν τέλει βαπτίστηκε χριστιανός, εγκατέλειψε τη δικηγορία και όταν πέθανε η μητέρα του αποσύρθηκε στην έρημο όπου ασκήτευσε.
Επανήλθε στην Αντιόχεια το 381 για να χειροτονηθεί διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Τότε διακρίθηκε για την ποιμαντική του δράση, την ερμηνεία των Γραφών και το κήρυγμα.
Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Αντιόχειας και έφτασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη όπου κλήθηκε να παραστεί το 397 για να διεκδικήσει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος στις 15 Δεκεμβρίου του 397 και ενθρονίστηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 398.
Κύριος και πρωταρχικός του στόχος ως αρχιεπίσκοπος ήταν η αναδιοργάνωση της Εκκλησίας, η εξυγίανση του κλήρου και των αρχόντων και η ανάγκη επιστροφής στο αυθεντικό περιεχόμενο της χριστιανικής ζωής.
Έτσι, ήρθε σε σύγκρουση με πολλούς από τους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες της εποχής του. Δεν δίστασε μάλιστα να αντιταχθεί στην αυτοκράτειρα Ευδοξία, με αποτέλεσμα να εξοριστεί δύο φορές.
Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 σε ηλικία 60 ετών, καθ’ οδόν προς τα Κόμανα του Πόντου για τη δεύτερη εξορία του.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναδείχθηκε σε μέγιστο εκκλησιαστικό συγγραφέα. Το έργο του είναι εντυπωσιακό τόσο σε έκταση όσο και σε θεολογική πληρότητα. Αποτελείται από ομιλίες, πραγματείες και επιστολές. Το γνωστότερο κείμενό του είναι η Θεία Λειτουργία (Λειτουργία του Χρυσοστόμου) που τελείται κατά κύριο λόγο κάθε Κυριακή στις εκκλησίες.
Η μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 13 Σεπτεμβρίου από την Καθολική. Επιπλέον, οι ορθόδοξοι τιμούν την ανακομιδή των λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου.
Θωμαΐς Κιζιρίδου