Η Νεράιδα είναι ένα μικρό χωριό του νομού Κοζάνης, διάσημο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό για τη μαγευτική θέα, αλλά και την ιστορία του. Μια ιστορία που ξεκίνησε όταν πρόσφυγες από τον Πόντο έφτασαν με την Ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα. Το χωριό ακολουθώντας τη μοίρα των κατοίκων του, ξεριζώθηκε δύο φορές. Οι κάτοικοί του για τρίτη φορά έστησαν τα νοικοκυριά τους στο λόφο πάνω από τη λίμνη Πολυφύτου που κρύβει στο βυθό της τα απομεινάρια της Νεράιδας που κάποτε υπήρξε το χωριό τους.
Το κουβάρι της ιστορίας της Νεράιδας ξετύλιξε στο pontosnews.gr, ο Ξενοφών Βαΐζογλου, κάτοικος του χωριού και πρώην πρόεδρος της κοινότητας.
Πότε κατοικήθηκε για πρώτη φορά το χωριό κ. Βαΐζογλου;
Τα πρώτα σπίτια στη νέα Νεράιδα, ψηλά στο λόφο, ξεκίνησαν να χτίζονται με πολλές δυσκολίες, διότι δεν υπήρχε ούτε δρόμος ούτε νερό, στις αρχές του καλοκαιριού το 1974. Στην παλιά Νεράιδα, στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα ξεκίνησαν να χτίζονται τα πρώτα σπίτια το 1929, με κατοίκους των τριών από τους επτά μαχαλάδες, που υπήρχαν στο Ακ Σακλή (Λεύκαρα), το Κιτσαλάρ, Εκμεκσίζ και το Κουφαλάρ. Το ίδιο έτος μετεγκαθίστανται πρόσφυγες, από τη Γιάγκοβα (χωριό 5χλμ νότια της Σιάτιστας, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει).
Από πού ήρθαν οι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο χωριό;
Αυτοί που εγκαταστάθηκαν, το 1924, στους τρεις μαχαλάδες του Ακ Σακλή (Λεύκαρα) ήρθαν από το Εντίκ Πινάρ, τη Σεβάστεια, το Κεσκίν Ματέν και το Ακ Νταγ Ματέν, ενώ οι 15 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην αρχή στην Γιάγκοβα (Σιάτιστα) και στη συνέχεια στην παλιά Νεράιδα κατάγονταν από τη Γαύζα.
Οι δικοί σας πρόγονοι από ποιο μέρος κατάγονται;
Οι γονείς του πατέρα μου, ο πατέρας μου, τα δύο αδέλφια του και μια αδελφή ήρθαν από το Ακ Νταγ Ματέν, ενώ οι γονείς της μητέρας μου και ένας γιος τους από την Γάβζα.
Πότε ήρθαν στην Ελλάδα και πώς κατέληξαν τελικά στη Νεράιδα;
Ένα χρόνο μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923), τον Απρίλιο του 1924 ξεκινά το μεγάλο ταξίδι για την Ελλάδα. Ο παππούς Θεόδωρος είχε συμφωνήσει με ένα Τούρκο μπέη να τους μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη, σε αντάλλαγμα της δούλεψής του. Ένα πρωινό αφού πρώτα φόρτωσαν τους ποχτσάδες (δέματα με είδη ρουχισμού) ανέβηκαν στο κάρο, ο παππούς μου Θεόδωρος, η γιαγιά μου και τα τέσσερα παιδιά, ο Ιορδάνης, ο Δαμιανός, ο πατέρας μου Ιάκωβος και η Μαρία (Μαρίκα) και με οδηγό τον μπέη, ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη.
Το ταξίδι διήρκεσε 27 ημέρες. Πολλές φορές τους σταματούσαν Τούρκοι στρατιώτες για έλεγχο αλλά όταν ο μπέης τους ενημέρωνε ότι είναι δικοί του άνθρωποι, τους έδιναν την άδεια να προχωρήσουν. Όταν φτάσανε στην Κωνσταντινούπολη ευχαρίστησαν τον μπέη, γιατί τήρησε την υπόσχεσή του, χαιρετήθηκαν και ο μπέης πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στην Κωνσταντινούπολη έμειναν περίπου ένα μήνα, έως ότου έρθει η σειρά τους να επιβιβαστούν στο πλοίο.
Στο ταξίδι για τον Πειραιά αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες καθώς το καράβι ήταν πολύ παλιό και είχαν επιβιβασθεί υπεράριθμοι. Το φαγητό και το νερό δίνονταν με δελτίο, γιατρός δεν υπήρχε αλλά ούτε φάρμακα. Πολλά παιδιά και ηλικιωμένοι δεν άντεξαν και πέθαναν στο καράβι.
Όταν μετά τρεις μήνες φτάσανε στον Πειραιά, ήταν όλοι χαρούμενοι. Πολλοί από τους πρόσφυγες έσκυβαν και φιλούσαν το χώμα, αγκάλιαζαν κάθε Έλληνα που έβρισκαν στην υποδοχή. Γρήγορα όμως αυτή η χαρά μετατράπηκε σε απογοήτευση.
Τους έδωσαν σκηνές και στην συνέχεια τους οδήγησαν στα λοιμοκαθαρτήρια, τους κούρεψαν με μεγάλα ψαλίδια, με αυτά που κούρευαν τα πρόβατα. Το φαγητό ήταν λιγοστό με δελτίο και πολλές φορές όμως δεν τους έδιναν, γιατί δεν έφτανε για όλους. Τους έδιναν μόνο λίγο ψωμί. Όσο για το νερό, ελάχιστο και αυτό με δελτίο. Οι υπάλληλοι τους αποκαλούσαν τουρκόσπορους, γιατί πολλοί από τους πρόσφυγες δεν ήξεραν τα ελληνικά. Οι θάνατοι μικρών και μεγάλων ήταν καθημερινοί, γιατί μετά την εξάντληση που είχαν από το ταξίδι τους, δεν άντεχαν τις συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό.
Στον Πειραιά έμειναν 14 ημέρες μαρτυρίου. Τότε τους ενημέρωσαν ότι θα φύγουν με πλοίο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Μπήκαν στο καράβι ελπίζοντας πως στη Θεσσαλονίκη οι συνθήκες διαβίωσης θα είναι καλύτερες. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους, σταμάτησα στην Μακρόνησο για να επιβιβαστούν και άλλοι πρόσφυγες. Εκεί έμειναν δύο μέρες και στη συνέχεια αναχώρησαν για τη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς στο ταξίδι τους αυτό, ο καιρός ήταν εναντίον τους. Οι αέρηδες και οι καταιγίδες στην πορεία τους για Θεσσαλονίκη, τους εξάντλησαν ακόμη περισσότερο και αρρώστησαν όλοι.
Μετά από μέρες έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και τους οδήγησαν στο χωριό Χαρμάνκιοϊ (το σημερινό Ελευθέριο-Κορδελιό) όπου τους μοίρασαν νέες σκηνές. Η άφιξη στο Χαρμάνκιοϊ τους απογοητεύει επίσης. Η βροχή που είχε ρίξει τις προηγούμενες ημέρες είχε μετατρέψει την αλάνα όπου έπρεπε να στηθούν οι σκηνές, σε λασπώδες μέρος.
Εκεί έμειναν τρεις μήνες, όταν τους επισκέφτηκαν συγγενείς της γιαγιάς μου Μαργαρίτας και τους πρότειναν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη. Το ίδιο διάστημα πήγε ο αδερφός του παππού μου Θεόδωρου, ο Χαράλαμπος, ο οποίος είχε έρθει πριν λίγο καιρό και είχε εγκατασταθεί στο Κιτσαλάρ στο Ακ Σακλή (Λεύκαρα), τους περιέγραψε τις συνθήκες διαβίωσης στον μαχαλά και έτσι ο παππούς μου απέρριψε την πρόταση για την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη και αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Μάλιστα ο αδερφός του είχε ετοιμάσει το σπίτι, το οποίο Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει.
Τι σας έχουν διηγηθεί οι παππούδες σας για τον τόπο καταγωγής σας;
Δυστυχώς τους παππούδες μου δεν τους γνώρισα. Είχαν πεθάνει όταν εγώ ήμουν πολύ μικρός, όμως η γιαγιά μου Μαργαρίτα τα βράδια πριν κοιμηθώ μου εξιστορούσε με τα λίγα ελληνικά που ήξερε αναμεμιγμένα με ποντιακά, τη ζωή τους στο Ακ Νταγ Ματέν.
Ποια ανάμνηση από αυτά που σας έχουν διηγηθεί έχει χαραχθεί πιο έντονα στη μνήμη σας;
Τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από τις θηριωδίες των Τσετών στρατιωτών του Τοπάλ Οσμάν, οι οποίες ανάγκασαν τους συγχωριανούς της να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ανέβουν στα βουνά, για να γλυτώσουν, αλλά και να συμμετάσχουν στις ομάδες Ποντίων ανταρτών.
Πώς προέκυψε το όνομα Νεράιδα;
Το νέο χωριό της δεύτερης μετεγκατάστασης στις όχθες του ποταμού παίρνει την αρχική του ονομασία Νέα Ηράκλεια, από τον ομώνυμο αρχαίο οικισμό, που βρισκόταν δίπλα στην παλιά γέφυρα στην πλευρά των Σερβίων.
Το 1934 γίνονται τα εγκαίνια του χωριού από τον μακαριστό δεσπότη Ιωακείμ της Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, ο οποίος ενθουσιασμένος από φυσικό κάλος και τις πολλές πηγές, οι οποίες υπήρχαν στις όχθες του ποταμού, προτρέπει να μετονομασθεί το χωριό σε Νεράιδα. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1934, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης αναγνωρίζει τη Νεράιδα ως αυτόνομη Κοινότητα.
Υπάρχουν και κάποιοι θρύλοι γύρω από το όνομα του χωριού, που έλεγαν οι πρώτοι κάτοικοί του. Εσείς τι διηγήσεις έχετε ακούσει σχετικά με την προέλευση του ονόματος του χωριού;
Σχετικά με την ονομασία του χωριού, σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι νέοι του χωριού περνούσαν την παλιά γέφυρα, τότε έβγαιναν από το ποτάμι νεράιδες και τους προέτρεπαν να πέσουν στο ποτάμι για να τις συναντήσουν.
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, οι νεράιδες του ποταμού διά μέσου σήραγγας, η οποία επικοινωνούσε με τη σπηλιά του λόφου Νεράιδας, έβγαιναν τα βράδια, κατηφόριζαν τον λόφο και περικύκλωναν το χωριό, για να το προστατέψουν. Οι Νεραϊδιώτες δείχνοντας την αγάπη τους προς τις νεράιδες, ονόμασαν το χωριό Νεράιδα.
Η ΔΕΗ ανάγκασε ουσιαστικά τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Υπήρξαν αντιδράσεις από τους κατοίκους;
Εκεί που όλα κυλούσαν αρμονικά, ήρθε η καταραμένη αυτή μέρα του έτους 1973, που έφερε τα πάνω-κάτω. Διαλύθηκε το χωριό, σκόρπισαν οι κάτοικοι, άλλοι εδώ, άλλοι στο Πλατύ Ημαθίας, στο Μακροχώρι, στο Σταυρό, στην Καστοριά, στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, παντού, σε όλο τον κόσμο. Ήρθαν μια μέρα κάποιοι κύριοι και τους είπαν «Κύριοι εσείς πρέπει να φύγετε, να εγκαταλείψετε το χωριό σας, γιατί εμείς αποφασίσαμε να κατασκευάσουμε υδροηλεκτρικό εργοστάσιο».
Για τους κατοίκους ήταν σπαραγμός ψυχής να εγκαταλείψουν ό,τι είχαν ξαναδημιουργήσει. Αντιστάθηκαν και κάποιοι κλείστηκαν στα κρατητήρια της Κοζάνης. Το χουντικό κράτος όμως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Πολύ γρήγορα το νερό κατέκλυσε τα σπίτια, δεν πρόλαβαν ούτε το βιος τους να πάρουν. Όλα θάφτηκαν κάτω από το νερό, δεν μπόρεσαν όμως να θάψουν την ατσάλινη θέληση των κατοίκων για δημιουργία και ζωή.
Η μετεγκατάσταση αυτή οδήγησε και στη μείωση του μόνιμου πληθυσμού καθώς πολλοί έφυγαν από την περιοχή. Πόσοι κάτοικοι ζούσαν στη Νεράιδα και πόσους κατοίκους έχει σήμερα;
Η παλιά Νεράιδα ήταν χωριό περίπου 300 κάτοικων, οι οποίοι κατοικούσαν σε 60 σπίτια. Γεωργοί, κτηνοτρόφοι και μάστορες. Κάτοικοι με υπερβολικά ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας και της αλληλεγγύης.
Εργατικοί και φιλότιμοι, βοηθούσε η μια οικογένεια την άλλη, στις καλλιέργειες κυρίως του καπνού, του καλαμποκιού, των σιταριών και πολλών άλλων αγροτικών προϊόντων. Όλοι μαζί στη λύπη και στη χαρά, στις γιορτές, στους γάμους και τα βαφτίσια.
Κάθε Κυριακή οι άνδρες είχαν προσωπική εργασία, έκαμναν δουλειές του χωριού, γι΄ αυτό άλλωστε η Νεράιδα ήταν το καλύτερο και το πιο προοδευτικό χωριό του νομού Κοζάνης.
Πόσιμο νερό στα σπίτια και στους κήπους μετέφερε από τις πηγές ο «ΤΟΤΟΣ» , μια υδραυλική εγκατάσταση που δούλευε με τη βοήθεια ενός μικρού φράγματος. Πρωτοπόρο για την εποχή έργο, η εκμετάλλευση της δύναμης του νερού. Μια ανάλογη εγκατάσταση του ίδιου κατασκευαστή, υπήρχε και στις πηγές, λίγο πιο πέρα από το χωριό, προς τα Ίμερα, όπου με τη βοήθεια ενός τσιμεντένιου καναλιού αρδεύονταν τα χωράφια του χωριού.
Σήμερα στη νέα Νεράιδα κατοικούν 30 οικογένειες. Ασχολούνται με την εστίαση, τη γεωργία και επαγγελματικά με διάφορες ειδικότητες.
Εκτός από την υπέροχη θέα που μπορεί να απολαύσει κάποιος επισκέπτης τι άλλο μπορεί να δει αν έρθει στην περιοχή;
Η Νεράιδα είναι ένα πανέμορφο τουριστικό χωριό του Δήμου Σερβίων Κοζάνης. Κτισμένη στην κορυφή του λόφου και ακριβώς επάνω από την Γέφυρα Σερβίων-Νεράιδας ηγείται του κέντρου της λίμνης Πολυφύτου.
Η πλεονεκτική της αυτή τοποθεσία αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών όλες τις εποχές του χρόνου. Καθημερινά σταθμεύουν τουριστικά λεωφορεία με τουρίστες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Από τη Νεράιδα ο επισκέπτης μένει ενθουσιασμένος, καθώς το υγρό και στερεό στοιχείο ξετυλίγονται μοναδικά στα πόδια του, και σε συνδυασμό με τα παιχνίδια της φύσης προσφέρουν από κάθε γωνιά του χωριού μια μαγευτική εικόνα.
Η Λίμνη Πολυφύτου, η γέφυρα Σερβίων-Νεράιδας, τα Πιέρια Όρη και το υπέροχο ηλιοβασίλεμα είναι μερικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν το φυσικό μαγευτικό τοπίο, το οποίο μένει ανεξίτηλα χαραγμένο στην μνήμη του κάθε επισκέπτη.
Οι ταβέρνες, οι καφετέριες και τα ξενοδοχεία που λειτουργούν περιμετρικά της Νεράιδας είναι οικογενειακές επιχειρήσεις και φημίζονται για το υψηλό αίσθημα φιλοξενίας και το μεράκι στην εργασία τους. Τα αγνά και ποιοτικά υλικά που χρησιμοποιούν, η καλή και ποιοτική μουσική σε συνδυασμό με τη μαγευτική θέα ανταμείβουν τον κάθε επισκέπτη, αφήνοντάς του τις καλύτερες εντυπώσεις.
Έχοντας ως βάση τη Νεράιδα, ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στην περιοχή, να επισκεφτεί στα Σέρβια τα Κάστρα και το εντυπωσιακό φαράγγι με τους απόκρημνους βράχους, οι οποίοι με τον καιρό έχουν πάρει ανθρωπόμορφες μορφές, όπως ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς, το λιοντάρι, ο αετός κ.ά. Επίσης ενδιαφέρων προορισμός είναι το Βελβεντό το σκεπασμένο με τους καταρράκτες.
Στο Μικρόβαλτο, τα Μπουχάρια (Καμινάδες) – Νοχτάρια (Λόγχες), χωμάτινοι σχηματισμοί οι οποίοι σχηματίστηκαν από τις διαβρώσεις του εδάφους.
Δεν πρέπει ο επισκέπτης να παραλείψει να επισκεφτεί το Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής.
Αγαθή Χατζή